Αρχικά το Κρεμλίνο επιδίωξε να προστατέψει ακόμη και σε επικοινωνιακό επίπεδο τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις που εισέβαλαν στην Ουκρανία, απαγορεύοντας καθολικά να αποκαλείται πόλεμος ο πόλεμος, ωσάν η απαλοιφή της λέξης και μόνο θα μπορούσε να παραποιήσει την πραγματικότητα και να επηρεάσει την κρίση της κοινής γνώμης.
Ωστόσο σήμερα, έπειτα από περισσότερο από επτά μήνες πολέμου και ενόσω οι Ουκρανοί συνεχίζουν να ανακαταλαμβάνουν εδάφη και να απελευθερώνουν πόλεις και κοινότητες από τους ρώσους εισβολείς, «το πέπλο που κάλυπτε την “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” πέφτει και μέσα από την ομίχλη της προπαγάνδας που κάθε φορά δημιουργεί ο πόλεμος, το διαλυμένο προφίλ του ρωσικού στρατού εκτίθεται σε κάθε κριτική, δέχεται επίθεση έσωθεν και έξωθεν, χωρίς καμία προστασία από την πολιτική εξουσία, τον εντολοδότη της, η οποία, αντιθέτως, φαίνεται πως τον υποδεικνύει ως τον αποκλειστικό υπεύθυνο για έναν λανθασμένο στρατηγικό υπολογισμό στο τραπέζι και για μια σειρά ανισόρροπων τακτικών επιχειρήσεων στο πεδίο», γράφει σε εκτενή ανάλυσή του ο Ετσιο Μάουρο της La Repubblica.
Στο πλαίσιο του πολέμου που μαίνεται, οι καρατομήσεις στρατηγών στο ρωσικό στρατό ήταν συνεχείς, με αποτέλεσμα ο ρώσος πρόεδρος να αποφασίσει πριν από λίγες ημέρες να αναθέσει τη διοίκηση όλων των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία στον διαβόητο Σεργκέι Σουροβίκιν, τον επονομαζόμενο «Στρατηγό Αρμαγεδδώνα», επικεφαλής της (καθοριστικής σημασίας για το καθεστώς Ασαντ) εμπλοκής της Ρωσίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.
Σύμφωνα, όμως, με τον βετεράνο ιταλό δημοσιογράφο, ο οποίος έχει διατελέσει και ανταποκριτής στη Μόσχα επί σειρά ετών, η πραγματική είδηση αφορά τη «βαθιά δυσαρέσκεια» που παρατηρείται στη Μόσχα, ακόμη και σε περιβάλλοντα που συνδέονται στενά με το Κρεμλίνο. «Πηγαίνετε με θάρρος να εκπληρώσετε το στρατιωτικό σας καθήκον, εάν πεθάνετε για την πατρίδα σας θα είστε κοντά στον Θεό στο βασίλειό του και στη δόξα του», προτρέπει o Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλος όλους όσοι αποπειρώνται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ούτως ώστε να μην κληθούν να πολεμήσουν στην Ουκρανία. «Αλλά πίσω από το θυμίαμα του καθεστώτος εξαπολύεται μια επίθεση κατά του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας του», γράφει ο Μάουρο.
Βουλευτές ζητούν ανοιχτά από την κυβέρνηση να πάψει να ψεύδεται όσον αφορά την κατάσταση στο πεδίο ενώ ο υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού βάλλεται από παντού, με πάρα πολλούς να απαιτούν να παραιτηθεί για τις πάμπολλες αποτυχίες των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία και κάποιους να του προτείνουν ακόμη και να αυτοκτονήσει για να ξεπλύνει τη ντροπή. Πρόσφατα παρουσιάστηκε στο προσκήνιο με τον πλέον δυναμικό τρόπο ο Ραμζάν Καντίροφ, αρχικά επικρίνοντας τη στρατιωτική ηγεσία και στη συνέχεια απευθύνοντας έκκληση για άμεση χρήση πυρηνικών όπλων χαμηλής ισχύος. Τις θέσεις του ηγέτη της Τσετσενίας έσπευσε να υποστηρίξει ο επίσης διαβόητος Εβγκένι Πριγκόζιν, ο ιδρυτής της μισθοφορικής Ομάδας Βάγκνερ.
Αμφότεροι θεωρούνται τρόπον τινά «ακραία» στοιχεία, ωστόσο ανήκουν στο στενό περιβάλλον του Βλαντίμιρ Πούτιν και οι απόψεις τους σίγουρα έχουν ευρύτερη απήχηση μεταξύ των σκληροπυρηνικών στη Μόσχα που τάσσονται υπέρ της περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου. Λίγες ημέρες μετά τις επικρίσεις κατά του ρωσικού υπουργείου Αμυνας και τις προτροπές για πυρηνικά πλήγματα ο Καντίροφ προήχθη από τον Πούτιν σε υποστράτηγο. Μάλιστα για το γεγονός τον τσετσένο ηγέτη ενημέρωσε προσωπικά, τηλεφωνικώς, ο ίδιος ο πρόεδρος της Ρωσίας.
Ο Ετσιο Μάουρο κάνει λόγο για την έναρξη ενός «δημόσιου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» με το ρωσικό στρατό και την πολιτική ηγεσία του να βάλλονται και από τις μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας. Το ποτήρι για το ρωσικό στρατό ξεχείλισε μετά τις λαϊκές αντιδράσεις κατά της μερικής επιστράτευσης η οποία, δεδομένου ότι επιφέρει αναπόφευκτα την αναγκαστική εμπλοκή εκατομμυρίων ρώσων πολιτών (των εφέδρων αλλά και των συγγενών και των όποιων λοιπών δικών τους ανθρώπων) μεταλλάσσει την κοινή γνώμη για τον πόλεμο.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει, φυσικά, και η κατάσταση στο πεδίο. Οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να υποχωρούν, γεγονός που δεν μπορεί να αποκρυφθεί, ούτε να αποσιωπηθεί, έστω, μέσω των (ψευδό)δημοψηφισμάτων για την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιφερειών. Εάν συνυπολογιστεί και ο αριθμός των ρώσων στρατιωτών που έχουν χάσει τη ζωή τους έως σήμερα στην Ουκρανία (περίπου 55.000 σύμφωνα με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος προτρέπει τις οικογένειες των θυμάτων να εξεγερθούν) γίνεται εύκολα αντιληπτό, γιατί στην παρούσα φάση ασκείται αφόρητη πίεση στο ρωσικό στρατό.
Ο Μάουρο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αποφάσισε το Κρεμλίνο να εκτονώσει με αυτό τον τρόπο την απογοήτευση και τη δυσφορία για την εξέλιξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον στρατό, και μετατρέποντας, έτσι, τα λάθη από «πολιτικά σε στρατιωτικά, άρα τεχνικά». Στη Μόσχα ολοένα περισσότεροι αναρωτιούνται εάν ο Πούτιν θα προσφέρει στους επικριτές του το κεφάλι του Σεργκέι Σοϊγκού, παρά τη φιλία που τους συνδέει και το γεγονός πως ο ρώσος υπουργός Αμυνας εξακολουθεί να είναι αρκετά δημοφιλής.
Ολα αυτά, όμως, αποκρύπτουν ένα πιο περίπλοκο φαινόμενο. «Αυτός ο υφέρπων διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής διάστασης και της στρατιωτικής διάστασης του ρωσικού συστήματος διοίκησης είναι στην πραγματικότητα κάτι άνευ προηγουμένου σε μια χώρα όπου, μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το ιδεολογικό προφίλ και η στρατιωτική μαεστρία συνέπιπταν στις κορυφαίες θέσεις του Κόκκινου Στρατού», εξηγεί ο αρθρογράφος (και πρώην διευθυντής επί μία εικοσαετία) της La Repubblica.
«Αυτή η προσκόλληση σε ιδεολογικούς στόχους μετέτρεψε τον Κόκκινο Στρατό “των εργατών και των αγροτών”, που ιδρύθηκε το 1918, στην ένοπλη πτέρυγα του κόμματος, όπως η KGB ήταν η ασπίδα και το σπαθί του. Ο Τρότσκι επανέφερε στην υπηρεσία ένα μεγάλο μέρος των τσαρικών αξιωματικών, αλλά συμπεριέλαβε “πολιτικούς επιτρόπους” στα τμήματά του σε όλα τα επίπεδα, για να εξασφαλίσει συνοχή και υπακοή που συνεχίστηκαν ανά τις δεκαετίες», προσθέτει, αναφερόμενος ενδεικτικά στις τεράστιες, τρομακτικές απώλειες (έως και παραπάνω από έντεκα εκατομμύρια νεκροί στρατιώτες) του Κόκκινου Στρατού κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή η συνοχή διατηρήθηκε έως τον Φεβρουάριου του 1989 και την αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, μέσω της οποίας τερματίστηκε όχι μόνον η σχεδόν δεκαετής σύρραξη στη χώρα, αλλά και η εποχή του σοβιετικού στρατιωτικού ιμπεριαλισμού.
Κατά τα προηγούμενα εβδομήντα χρόνια γύρω από τον άξονα «Κόμμα-Στρατός-KGB», είχε αναπτυχθεί το «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» της Σοβιετικής Ενωσης «ένα “βαθύ κράτος”» που συνένωσε τις στρατιωτικές ανάγκες, τα βιομηχανικά συμφέροντα, την υψηλή κρατική γραφειοκρατία, τους οικονομικούς στόχους και τα πενταετή σχέδια που κατάρτιζε το κόμμα. «Κάτι περισσότερο από ένα κρατικό λόμπι, το οποίο ακόμη και τη δεκαετία του 1980, συνεργαζόταν με την επιστήμη, ανέπτυσσε και απορροφούσε τα τρία τέταρτα της έρευνας, στρατιωτικοποιούσε την οικονομία, με την πολεμική βιομηχανία να αντιστοιχεί στο 25% του σοβιετικού ΑΕΠ. Αυτός ο πολύπλοκος μηχανισμός επηρέαζε αναγκαστικά την κοινωνική οργάνωση, την εκπαίδευση, τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της χώρας», συνοψίζει ο Ετσιο Μάουρο.
Εάν συνεχιστεί αυτή η αποξένωση του στρατού από την πολιτική, όπως και η αντιπαράθεση των ενόπλων δυνάμεων με τις μυστικές υπηρεσίες, η Μόσχα ενδέχεται να εισέλθει σε μια περιοχή αχαρτογράφητη και άγνωστη, «με τον κίνδυνο ο στρατιωτικός μηχανισμός, αποκομμένος από την ηγεσία του και, κυρίως, από μια δεσμευτική και ταυτόχρονα προστατευτική ιδεολογία, να αυτοθεωρηθεί ανεξάρτητο υποκείμενο και να αυτονομηθεί, θέτοντας τους δικούς του στόχους και προσπαθώντας να τους επιτύχει», διεκδικώντας, πλέον, ανοιχτά την εξουσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News