Ενδεχομένως να μην το θυμούνται πολλοί, αλλά όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε πει πως η δική της Κομισιόν θα ήταν μια «γεωπολιτική Ευρωπαϊκή Επιτροπή», δηλαδή μια Επιτροπή που θα επεδίωκε να αλλάξει, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη, την εικόνα της Ευρώπης ως οικονομικού γίγαντα, αλλά πολιτικού νάνου στη διεθνή σκηνή.
Σήμερα, σχεδόν μία τετραετία μετά και οκτώ μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, οι σιωπές, αρχικά, και στη συνέχεια το ντροπιαστικό μπάχαλο σχετικά με τη διακοπή ή μη της ευρωπαϊκής βοήθειας προς τους Παλαιστινίους, αναγκάζουν κάποιον που θυμάται πολύ καλά τη δήλωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Μάθιου Κάρνιτσνιγκ του Politico, να γράψει ότι «κανένας δεν ενδιαφέρεται για το τι σκέφτεται η Ευρώπη».
«Στο πλαίσιο μιας σειράς αναφλέξεων ανά τον κόσμο, από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ έως το Κοσσυφοπέδιο και το Ισραήλ, η Ευρώπη έχει υποβιβαστεί στο επίπεδο μιας καλοπροαίρετης ΜΚΟ της οποίας οι ανθρωπιστικές συνεισφορές είναι ευπρόσδεκτες, αλλά κατά τα άλλα δεν την υπολογίζουν […] Αντί για “γεωπολιτική” δύναμη, που υποσχέθηκε η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της το 2019, η ΕΕ μετατράπηκε σε ένα πανευρωπαϊκό ψαράκι, που διασκεδάζει ως έναν βαθμό τους πραγματικούς παίκτες στο τραπέζι, ενώ κατά κύριο λόγο απλά ντροπιάζεται, εν μέσω της κακοφωνίας των αντιφάσεών της» υποστηρίζει ο επικεφαλής ανταποκριτής του Politico στην Ευρώπη.
Τα λόγια του είναι σίγουρα βαριά, ενδεχομένως και άδικα, λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ενωση επέδειξε για περισσότερο από ενάμιση χρόνο μια πρωτοφανή ενότητα στο πλαίσιο στήριξης του Κιέβου. Ωστόσο, ο Κάρνιτσνιγκ είναι ιδιαίτερα επικριτικός έως καυστικός και σε αυτό το μέτωπο: «Αν και η ΕΕ έχει κάνει ό,τι μπορεί, παρέχοντας δεκάδες δισεκατομμύρια σε οικονομική, ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια, δεν επαρκεί για να βοηθήσει την Ουκρανία να κρατήσει τους Ρώσους μακριά.
»Αν δεν υπήρχε η αμερικανική υποστήριξη, τα ρωσικά στρατεύματα θα ήταν σταθμευμένα σε όλη την ανατολική πλευρά της ΕΕ, από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Η δεινή κατάσταση της Ουκρανίας αναδεικνύει το χάσμα μεταξύ των γεωστρατηγικών φιλοδοξιών της Ευρώπης και της πραγματικότητας. Παρότι η Ευρώπη δεν ανέμενε τη μεγάλης κλίμακας εισβολή της Ρωσίας, μιλούσε επί χρόνια για την ανάγκη βελτίωσης των αμυντικών της δυνατοτήτων», σημειώνει ο δημοσιογράφος του Politico.
Θυμίζει πως το 2017, η τότε καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ είχε δηλώσει ότι «πρέπει να αγωνιστούμε εμείς οι ίδιοι για το μέλλον μας ως Ευρωπαίοι, για το πεπρωμένο μας». Αλλά στη συνέχεια δεν έγινε τίποτα. «Η πραγματικότητα είναι ότι θα είναι πάντα πιο εύκολη η στήριξη στην Ουάσινγκτον παρά η επίτευξη μιας ευρωπαϊκής συναίνεσης σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τις στρατιωτικές δυνατότητες» συνοψίζει ο Κάρνιτσνιγκ.
Τα άλλα δύο κεφάλαια στο κατηγορητήριό του κατά της ΕΕ αφορούν το Κόσοβο και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Σχετικά με το Κόσοβο, σημειώνει πως ο Ζοζέπ Μπορέλ, Υπατος Εκπρόσωπος της Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, διόρισε τον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Σλοβακίας, Μίροσλαβ Λάιτσακ, ως «Ειδικό Αντιπρόσωπο για τον διάλογο Πρίστινας-Βελιγραδίου και άλλα θέματα των Δυτικών Βαλκανίων».
Oμως, παρά τον βαρύγδουπο τίτλο που του απονεμήθηκε πριν από περισσότερο από μια τριετία, «τα μέρη είναι σήμερα, αν μη τι άλλο, πιο μακριά από ποτέ. Η ΕΕ έχει ξοδέψει απροσδιόριστο αριθμό εκατομμυρίων προσπαθώντας να σταθεροποιήσει την περιοχή, χρηματοδοτώντας οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, σχολεία, ακόμη και αστυνομικές δυνάμεις. Ωστόσο, όταν υπήρχε ο κίνδυνος οι εντάσεις να κλιμακωθούν και να μετατραπούν σε ολικές μάχες μετά την εισβολή σέρβων πολιτοφυλακών στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο τον περασμένο μήνα, η ΕΕ αναγκάστηκε να καταφύγει στον δοκιμασμένο και πραγματικό μηχανισμό επίλυσης κρίσεων: τον θείο Σαμ» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κάρνιτσνιγκ.
Οσον αφορά το Κοσσυφοπέδιο, «η μακροχρόνια σύγκρουση εκεί σχεδόν ξεχάστηκε από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, αλλά όχι από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος νωρίτερα φέτος κατέβαλε μια φιλόδοξη διπλωματική προσπάθεια εν μέσω αναζωπύρωσης των εντάσεων. Τον Ιούλιο ο Μισέλ φιλοξένησε τους ηγέτες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν στις Βρυξέλλες (επρόκειτο για την έκτη τέτοια συνάντηση. Περιέγραψε τις συζητήσεις ως “ειλικρινείς, τίμιες και ουσιαστικές”. Κάλεσε επίσης τους ηγέτες σε μια ειδική σύνοδο κορυφής τον Οκτώβριο για μια “πενταμερή συνάντηση” με τη Γερμανία και τη Γαλλία στη Γρανάδα. Δεν ήταν γραφτό να συμβεί.
»Εως τότε το Αζερμπαϊτζάν είχε καταλάβει την περιοχή, αναγκάζοντας περισσότερους από 100.000 πρόσφυγες να καταφύγουν στην Αρμενία. Η Ευρώπη, η οποία χρειάζεται απεγνωσμένα φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πέρα από το να παρακολουθεί. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα ο Μισέλ κατηγόρησε για το φιάσκο τη Ρωσία, που ιστορικά προστάτευε την Αρμενία στην περιοχή. “Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι η Ρωσία πρόδωσε τον αρμενικό λαό”, είπε ο Μισέλ στο Euronews».
Η απροθυμία των 27 κρατών-μελών της ΕΕ να απολέσουν την «κυριαρχία» όσον αφορά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη με στόχο να αποκτήσει η ΕΕ κοινές στρατιωτικές αμυντικές δυνάμεις, είναι εν μέρει κατανοητές. Οπως γράφουν οι Μάικλ Κίματζ και Χάνα Νότε στο Foreign Affairs, «πολλά από τα κράτη στην ΕΕ δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα και τις ίδιες στρατηγικές προτεραιότητες. Δεν τρέφουν τους ίδιους εφιάλτες: η Ιταλία, για παράδειγμα, ανησυχεί για τη μετανάστευση, ενώ η Πολωνία ανησυχεί για τη ρωσική επιθετικότητα και η Πορτογαλία για την οικονομία της. Η πολιτική δομή της Ευρώπης αντιτάσσεται σε μια ενεργητική εξωτερική πολιτική».
Οι Κίματζ και Νότε, αμφότεροι συνεργάτες της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Center for Strategic and International Studies, συμφωνούν ότι «ενόψει της επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν και της μαζικής φυγής Αρμενίων από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, των νέων εντάσεων μεταξύ του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας και του εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν, η Ευρώπη ήταν περισσότερο θεατής παρά αποτελεσματικός μεσολαβητής. Στην Αφρική, τα μεταποικιακά κράτη δεν έχουν ξεχάσει τις λεηλασίες του αποικιακού παρελθόντος της Ευρώπης και στο πλαίσιο μιας σειράς πραξικοπημάτων –στην Μπουρκίνα Φάσο, στο Μάλι, στον Νίγηρα και στο Σαχέλ– απέλασαν ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, ακόμη και ορισμένους ευρωπαίους πρεσβευτές. Η ΕΕ δεν αντέταξε καμιά πραγματική απάντηση».
Ομως, σε έναν κόσμο στον οποίο η Ιστορία απέχει πολύ από το να τελειώσει, για πόσο καιρό ακόμη η Ευρώπη θα είναι σε θέση να είναι μεν ένας οικονομικός κολοσσός αλλά με περιορισμένη, αν όχι ελάχιστη, πολιτική επιρροή; Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι στις ΗΠΑ ολοένα πιο ισχυρές απομονωτικές τάσεις δεν καταγράφονται μόνο στο στρατόπεδο του Ντόναλντ Τραμπ.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν στην ανάλυσή τους οι Κίματζ και Νότε, μάλλον ζούμε στην «εποχή της σύγχυσης των μεγάλων δυνάμεων» (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία και Ευρώπη), και αυτό θα πολλαπλασιάσει τις κρίσεις: «Η σύγχυση από την πλευρά των μεγάλων δυνάμεων μπορεί να μοιάζει με ευλογία. Ο ευρύς ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου προκάλεσε μια σειρά από πολέμους δι’ αντιπροσώπων, που υπήρξαν όλοι καταστροφικοί, ο καθένας με τον τρόπο του.
»Αλλά η σύγχυση μεγάλων δυνάμεων αρχίζει να μοιάζει περισσότερο με συλλογική κατάρα. Τα κενά εξουσίας πολλαπλασιάζονται. Στην Αφρική, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και στον Νότιο Καύκασο, παλιές συγκρούσεις, μερικές από τις οποίες ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, αναζωπυρώνονται σε νέες κρίσεις. Οι μεσαίες δυνάμεις και οι τοπικοί παράγοντες ενεργούν όλο και πιο θαρραλέα. Πολύ συχνά οι μεγάλες δυνάμεις καταλήγουν να κοιτάζουν ανήμπορες» υποστηρίζουν.
Μία επιπλέον απόδειξη ότι ζούμε όντως στην εποχή της σύγχυσης των μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι τραγικές εξελίξεις στο Ισραήλ: «Τους επόμενους μήνες τα πολλά μέρη που επηρεάζονται από τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς θα προσβλέπουν στις μεγάλες δυνάμεις για ηγεσία. Αλλά είναι πιθανό να βρουν αυτές τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις ανεπαρκείς για τη διαχείριση της κρίσης. Η Ρωσία εξαρτάται από το Ιράν για στρατιωτική βοήθεια. Οι ΗΠΑ πιθανότατα θα προσφέρουν σημαντική υποστήριξη στο Ισραήλ, αλλά θα δυσκολευτούν να φέρουν τους Παλαιστίνιους στο τραπέζι. Η Κίνα μπορεί να προσφέρει απλόχερα κοινοτοπίες για την ειρήνη, αλλά θα προσπαθήσει να αποφύγει κάθε μορφή άμεσης εμπλοκής και η Ευρώπη θα καταλήξει σε μεγάλο βαθμό να μην μπορεί να ασκήσει επιρροή».
Ο Μάθιου Κάρνιτσνιγκ, έχοντας υπογραμμίσει ότι ο Τζο Μπάιντεν, αναφερόμενος στην επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, είπε ότι είχε τηλεφωνήσει στους ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας, αλλά σε κανέναν εκπρόσωπο των ΕΕ, επικαλείται τον Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος, περιπαίζοντας τους Ευρωπαίους, ρωτούσε ποιον αριθμό έπρεπε να καλέσει για να μιλήσει με την Ευρώπη. «Πλέον, όμως, σχεδόν κανένας δεν καλεί την Ευρώπη, ενώ εάν συνεχίσει να μην μπορεί να χαράξει μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, ενδέχεται να μην έχει κανέναν αριθμό στη διάθεσή της για να καλέσει εκείνη όταν ξεσπάσει η επόμενη μεγάλη κρίση».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News