Την είδηση της «εξαφάνισης» των δακτυλίων του Κρόνου το 2025 ο Μάσιμο Αντινόλφι την πληροφορήθηκε από τον Economist, ο οποίος, μάλιστα, επέλεξε να ενημερώσει το αναγνωστικό κοινό του για το φαινόμενο που παρατηρείται δύο φορές κάθε 29 χρόνια, μέσω μιας αναγγελίας θανάτου (obituary) που δημοσιεύθηκε στα τέλη του προηγούμενου μήνα.
«Δεν είναι, όμως, σημάδι του τέλους του κόσμου» γράφει ο ιταλός φιλόσοφος σε άρθρο του στη Repubblica, θέλοντας να καθησυχάσει τους δικούς του αναγνώστες. «Κανένας αστεροειδής δεν θα πέσει πάνω στον πλανήτη μας, ούτε τα αστέρια θα σβήσουν. Η Γη θα συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον Ηλιο και η υπόλευκη φωτεινή ζώνη του γαλαξία μας θα συνεχίσει να λάμπει στον ουράνιο θόλο. Αλλά οι δακτύλιοι, όχι, επί σχεδόν έναν χρόνο δεν θα φαίνονται» προσθέτει.
Θέτει, δε, ένα ερώτημα που ενδεχομένως να απασχολεί πολλούς: από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2025, διάστημα κατά οποίο οι δακτύλιοι του δεύτερου μετά τον Δία μεγαλύτερου πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος δεν θα είναι ορατοί από τη Γη, «θα έχουμε όλοι τον Κρόνο ανάδρομο ή θα απαλλαγούμε από τη μελαγχολική επιρροή του;» διερωτάται ο καθηγητής Θεωρητικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης Φρειδερίκος Β’.
Οσον αφορά το φαινόμενο αυτό καθαυτό, δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να εξηγήσει η αστρονομία. «Η επιστήμη που έχει πάρει τη θέση της αρχαίας κοσμολογίας μπορεί να μας πει πολλά περισσότερα από όσα μπορούσαν να γνωρίζουν οι αρχαίοι. Μπορεί να μας πει από τι αποτελούνται οι δακτύλιοι του Κρόνου (πέτρες και πάγο), πόσο παχιοί είναι (περίπου τρία χιλιόμετρα), και πάνω απ’ όλα μπορεί να εξηγήσει γιατί το φαινόμενο της εξαφάνισής τους συμβαίνει περιοδικά: είναι ζήτημα αποστάσεων και κλίσης του πλανήτη σε σχέση με τον Ηλιο» συνοψίζει ο Μάσιμο Αντινόλφι.
Ωστόσο, μπορεί πλέον η επιστήμη να γνωρίζει, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάθε φορά που σημειώνεται κάποιο παροδικό όσο και εξαιρετικό φαινόμενο στο παρατηρήσιμο Σύμπαν –όπως η έκρηξη ενός μακρινού αστέρα, μια σπάνια ευθυγράμμιση πλανητών ή το πέρασμα ενός κομήτη– οι άνθρωποι τείνουμε να μένουμε άφωνοι.
«Πόσα πράγματα έχουν αφηγηθεί οι άνθρωποι χάρη στον Σατούρνιο (τον Κρόνο, για τους Ελληνες, τον πατέρα του Δία), ιστορίες πένθους και μελαγχολίας, ιστορίες ιδιοφυΐας και τρέλας, τιτάνων και θεοτήτων, χαμένων χρυσών εποχών και κόσμων που ανατρέπονται…» γράφει ο ιταλός στοχαστής.
«Ολες αυτές οι ιστορίες –ο Κρόνος που καταβροχθίζει τα παιδιά του, ο πλανήτης που καταστρέφει τις καλλιέργειες, η μυθική ένωση του Ουρανού και της Γαίας από την οποία προήλθε ο Κρόνος (και ο Χρόνος)– όφειλαν να εξυπηρετούν έναν σκοπό: να κάνουν πιο ανθρώπινη και, ίσως, κατανοητή την απόσταση ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, στο οικείο και το ανοίκειο, ανάμεσα στην εστία του σπιτιού που ζούμε και το απέραντο σκοτεινό διάστημα του κόσμου» εξηγεί.
Σημειώνει επίσης ότι οι άνθρωποι κοίταζαν τα αστέρια στον ουρανό και τα μιμούνταν, επινοώντας έτσι τον χορό και την τάξη του χρόνου, μεταξύ άλλων. Επικαλούμενος ένα μικρό, μόλις τριών σελίδων, δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν για το «χάρισμα της διάκρισης ομοιοτήτων», γράφει ότι, σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, η ζωή των αρχαίων βασιζόταν απόλυτα σε μια «εξαιρετική μιμητική διάνοια», ίχνη της οποίας εντοπίζονται ακόμη στο παιδικό παιχνίδι.
«Τι κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν; Μιμούνται και μεγαλώνουν. Τι θα μπορούσαν, όμως, να μιμηθούν οι πρώτοι άνθρωποι, αν όχι τα αστέρια, τα ουράνια σώματα;» αναφέρει σχετικά ο Μάσιμο Αντινόλφι. «Και ο Βίκο (πρωτοπόρος ιταλός στοχαστής του 18ου αιώνα) δεν υποστήριζε πως οι πρόγονοί μας έγιναν άνθρωποι σηκώνοντας το βλέμμα τους και αντιλαμβανόμενοι για πρώτη φορά τον ουράνιο θόλο, από τον οποίο προήλθε η ευλάβεια και ο φόβος των θεών;» συμπληρώνει.
Ομως κάποια στιγμή οι ουρανοί και η Γη έπαψαν να εξυμνούν τον Κύριο, όπως έλεγε ο Πασκάλ, ευλαβής χριστιανός αλλά και λαμπρός μαθηματικός και επιστήμονας, στις απαρχές της νεωτερικότητας. Το θέαμα της φύσης είχε χάσει τη γοητεία του και τη δυνατότητα να παρέχει κάποιο νόημα.
«Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα Σύμπαντος, υπήρξε μια φορά κι έναν καιρό ένα αστέρι πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση» έγραψε αιώνες μετά τον Πασκάλ ο Νίτσε. «Ηταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της Παγκόσμιας Ιστορίας» συμπλήρωσε, εκφράζοντας τη γνώμη του για την ψευδαίσθηση της γνώσης. «Αλλά ήταν, βέβαια, μονάχα μια στιγμή. Επειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν».
Θέλοντας να αποσαφηνίσει τη σκέψη του κορυφαίου γερμανού στοχαστή, ο Μάσιμο Αντινόλφι επικαλείται την άποψη του «Πατέρα Πιζάρο», ενός φανταστικού χαρακτήρα που υποδύθηκε στο παρελθόν ο διάσημος ιταλός κωμικός Κοράντο Γκουτζάντι: «Πιστεύετε πως με όλα αυτά τα αστρικά σμήνη, αυτούς τους άπειρους ήλιους και τους άπειρους κόσμους, με όλα τα πράγματα που βρίσκονται εκεί έξω, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι υπάρχει Θεός, θα μπορούσε ποτέ να δίνει δεκάρα για το τι κάνουμε εμείς σε αυτή τη Γη;»
«Ετσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα τώρα, με την εμφάνιση και την εξαφάνιση των δακτυλίων, που μια μέρα, όπως όλα τα άλλα, θα χαθούν πραγματικά; Είναι αυτή η μελαγχολία του Κρόνου; Ενδεχομένως. Ωστόσο εξακολουθούμε να ψάχνουμε για ένα σημάδι στα αστέρια. Οπότε, όταν η νύχτα είναι αίθρια και δεν φυσάει, αν δεν υπάρχει πολλή φωτορύπανση και τριγύρω επικρατεί γαλήνη, η ανθρώπινη κόρη εξακολουθεί να αναζητά μια σπίθα φωτός» σχολιάζει ο ιταλός φιλόσοφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News