Είναι προφανές ότι μιλώντας για τη Χώρα της Χρονιάς ο Economist (εδώ) δεν αναφέρεται στον σταθμάρχη της Λάρισας, στον διοικητή της βάσης στη Νέα Αγχίαλο, στους αστυνομικούς που παρακολουθούσαν τους κροάτες χούλιγκαν ή τους λιμενικούς που ήταν απόντες όταν ένας άνθρωπος πετάχτηκε στην θάλασσα. Οχι, δεν επιχειρείται εδώ η κλασική αντίστιξη τύπου «οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν». Δόξα τω Θεώ, μισό αιώνα Μεταπολίτευσης διανύσαμε με τέτοιους είδους απλουστεύσεις: τις χορτάσαμε και τις πληρώσαμε πάρα πολύ ακριβά.
Η σειρά των θετικών οικονομικών εξελίξεων (δημοσιονομικά, μεταρρυθμίσεις, χρηματιστήριο) που έφερε σειρά εντυπωσιακών αξιολογήσεων δεν πρέπει να είναι αφορμή για την καθιερωμένη, μίζερη αποτίμηση των πραγμάτων. Αντιθέτως, πρέπει να ειπωθεί καθαρά ότι οι αξιολογήσεις των Θεσμών (ΕΕ – ΔΝΤ), των οίκων αξιολόγησης και του διεθνούς Τύπου αντικατοπτρίζουν την αλλαγή κατεύθυνσης που σηματοδοτεί η μετάβαση από τον Τσίπρα στον Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 2019.
Χωρίς πολλά λόγια και αναλύσεις, η Ελλάδα θα λάβει 58 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη πενταετία, αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από τον μ.ο. της ευρωζώνης, και η ανεργία από το 27,7% το 2013 υποχώρησε ήδη στο 9,6% (έναντι 11,8% τον Οκτώβριο του 2022). Οι τράπεζες μπορούν πια να δανείζουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις (αν και ακριβότερα λόγω της αύξησης των επιτοκίων) και οι καταθέσεις όλων είναι ασφαλείς. Ο κατώτατος μισθός και παράλληλα οι μισθοί και οι συντάξεις στο Δημόσιο αυξήθηκαν, καλύπτοντας ένα σημαντικό μέρος της απώλειας αγοραστικής δύναμης που έφερε ο παγκόσμιος πληθωρισμός.
Για τον μέσο πολίτη σημαίνουν κάτι όλα αυτά; Ας αρχίσουμε ανάποδα. Ανοιξε χάρη στον Μητσοτάκη (δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι δικό του επίτευγμα) μια προοπτική ευημερίας για μια χώρα που θεωρείτο απολύτως ξεγραμμένη στο διεθνές οικονομικό σύστημα πριν από λίγα χρόνια: ένα παράθυρο ευκαιρίας που θα διαρκέσει κάποια χρόνια —αν δεν προκύψει βέβαια μια ακόμη συγκλονιστική παγκόσμια κρίση όπως η πανδημία και το πληθωριστικό κύμα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Γιατί όμως οι ίδιοι πολίτες που έδωσαν δύο εκλογικούς θριάμβους στον Μητσοτάκη αποδεκατίζοντας παράλληλα τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις (που εμφανίζουν κυρίαρχη την ΝΔ) ότι αισθάνονται πως τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα;
Ας αρχίσουμε από αυτό που συμβαίνει, πριν διερευνήσουμε τις δύο αιτίες.
Ο πολίτης που αμείβεται σήμερα πχ. με 1.000 ευρώ και βασίζεται στη δημόσια Υγεία και τη δημόσια Παιδεία για τον ίδιο και τα παιδιά του, αισθάνεται ότι η διεθνής αναγνώριση δεν τον αφορά. Από τα τριτοκοσμικά λεωφορεία μέχρι τις εγκαταστάσεις πολλών σχολείων και νοσοκομείων που θυμίζουν Ιράκ (ακόμη και η είσοδος για τους ορόφους ΑΧΕΠΑ – Πατέρα του Ευαγγελισμού), δεν βλέπει κάτι να αλλάζει.
Παράλληλα πιέζεται από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, τα πανάκριβα νοίκια, το κυκλοφοριακό και τα παλιά λεωφορεία περιμένοντας τα νέα που αργούν να έρθουν. Ξέρει φυσικά ότι η χώρα που ζει δεν απειλείται πια με χρεοκοπία, ότι εξυπηρετείται μέσω του Gov.gr (αλλά αν χρειαστεί να πάει στις υπηρεσίες «έμπλεξε»), ότι βγήκαν χιλιάδες συντάξεις που εκκρεμούσαν χρόνια και δίνονται βοηθήματα (τα κακώς λοιδορούμενα Pass) ανά περίπτωση για την κάλυψη αναγκών.
Ωστόσο επειδή οι θετικές αλλαγές (πχ. Gov.gr) γρήγορα θεωρούνται δεδομένες και πάντοτε αυξάνουν τις απαιτήσεις, ο πολίτης που ζει με 1.000 ευρώ νιώθει ότι η δική του καθημερινότητα παραμένει ίδια αν όχι πιο δύσκολη λόγω των ανατιμήσεων.
Δεν θα βελτιωθεί; Ολες οι προοπτικές υπάρχουν. Αυτό προσφέρει το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε μετά τις σκληρές θυσίες που έγιναν από το 2010 και την προσπάθεια του Μητσοτάκη (και τριών – τεσσάρων ακόμη Υπουργών του) τα τελευταία 4,5 χρόνια.
Δεν υπάρχει όμως καμία βεβαιότητα ότι οι (υπαρκτές) προοπτικές θα υλοποιηθούν για τα στρώματα που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν ευκαιρίες (δεν γίνονται όλοι startupers) ώστε να ιδρύσουν ή να μεγαλώσουν επιχειρήσεις και να επωφεληθούν από τα ευρωπαϊκά κονδύλια και τις επιδοτήσεις. Για αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει το κράτος. Και για την ώρα η διεθνής αναγνώριση για την πρόοδο της οικονομίας δεν μεταφράζεται σε κάτι χειροπιαστό.
Υπάρχουν δύο λόγοι που συμβαίνει αυτό:
–Ο πρώτος είναι ο χρόνος και η συγκυρία. Ο κύκλος του παγκόσμιου πληθωρισμού νομοτελειακά κάποια στιγμή θα κλείσει (χωρίς να πέσουν βέβαια οι τιμές). Παράλληλα, τα κεφάλαια που πέφτουν και θα πέσουν στην οικονομία από την ΕΕ και τις ιδιωτικές επενδύσεις (ελληνικές και ξένες) την επόμενη πενταετία θα είναι τεράστια. Δεν θα αυξήσουν όμως αμέσως τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, ούτε θα δώσουν άμεσα στο κράτος τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το μέρισμα της ανάπτυξης ώστε να βελτιώσει τις υπηρεσίες του. Χρειάζεται ακόμα χρόνος.
–Ο δεύτερος, όμως, λόγος τείνει να γίνει δομικός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη —και γι’ αυτό είναι ίσως και πιο ανησυχητικός. Πρόκειται για αυτό που πολλοί αναλυτές αποκαλούν «υποτίμηση της καθημερινότητας» η οποία ορίζεται για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών από τη λειτουργία του κράτους και την τάξη στους δημόσιους χώρους.
Κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα στις Βρυξέλλες και σε ένα λεωφορείο στην Πατησίων. Ενώ όταν πάει στα δημόσια νοσοκομεία και τα σχολεία συνήθως βλέπει τις φωτεινές εξαιρέσεις. Αν δε, οι επιτελικοί συνεργάτες του «φιλτράρουν» πράγματα και δεν του μεταφέρουν τα προβλήματα όπως πρέπει (συνέβη με τους λογαριασμούς ρεύματος το 2021-22) το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο.
Ο Μητσοτάκης βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής. Εχει πει άπειρες φορές ότι στόχος του είναι η άμβλυνση των ανισοτήτων. Τώρα υπάρχει μπροστά του το παράθυρο ευκαιρίας. Αν δεν ασχοληθεί ο ίδιος με το κεφάλαιο Υγεία και Παιδεία, μαζί με τους αποδεδειγμένα ικανούς Υπουργούς που τοποθέτησε, κινδυνεύει όταν θα κλείνει το παράθυρο αυτό, να παραδώσει μια διττή κληρονομιά. Δύο ταχύτητες: αυτοί που αξιοποίησαν τις ευκαιρίες και αυτοί που έμειναν με ένα ημι-τριτοκοσμικό κράτος για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Είναι ένα στοίχημα αυτοσεβασμού. Αν το μέρισμα της ανάπτυξης δεν φανεί σε αυτούς τους κρίσιμούς τομείς, θα βαθύνει το αίσθημα ότι όλα αυτά που ακούν οι πολίτες για τις (αληθινές και μεγάλες) οικονομικές επιτυχίες, αφορούν μόνο τους προνομιούχους. Οσους μπορούν να πληρώσουν για ιδιωτικά σχολεία και ιδιωτική υγεία και να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες. Ακόμα και η μεγάλη τομή των μη κρατικών Πανεπιστημίων (που επιτέλους μας βγάζει από το κλαμπ της Βόρεια Κορέας) θα ενταχθεί στην ίδια οπτική γωνία.
Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι ένα ακόμη λαϊκίστικο κλισέ της Μεταπολίτευσης. Είναι υπαρκτός και γίνεται μεγαλύτερος όσο αυξάνονται τα πρόσωπα δίπλα στον Πρωθυπουργό που δεν τον αντιλαμβάνονται. Και όσο, παράλληλα, μειώνονται αυτοί που τον αντιλαμβάνονται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News