Ο ξεπεσμός του πρώην πανίσχυρου άνδρα του Χόλιγουντ κατέστη ξεκάθαρος κατά τη διάρκεια της δίκης του, χάρη (και) σε μια σειρά από φωτογραφίες που εξετάστηκαν πολλές φορές από τους ενόρκους.
Σε μία από αυτές ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν απεικονίζεται να περπατά πάνω σε ένα κόκκινο χαλί, ευθυτενής και επιβλητικός μέσα στο σμόκιν του, και να ανταλλάσσει χειραψίες. Επρόκειτο για την εικόνα ενός μεγιστάνα του Χόλιγουντ στο απόγειο της ισχύος του.
Σε κάποιες άλλες, όμως, τις οποίες έβγαλε ένας φωτογράφος τον Ιούνιο του 2018 για λογαριασμό της εισαγγελίας του Μανχάταν, ο ένοχος, πλέον, για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό τρίτου βαθμού Γουάινσταϊν, απεικονίζεται ολόγυμνος, είτε με την κοιλιά του να πετάγεται μπροστά είτε με την γεμάτη μαύρες κηλίδες πλάτη του γυρισμένη προς τον φακό.
Οι εν λόγω φωτογραφίες παρουσιάστηκαν στη δίκη, όχι για να φέρουν σε δύσκολη θέση τον 67χρονο, σήμερα, πρώην παραγωγό, αλλά για να επιβεβαιώσουν τη μαρτυρία μίας εκ των πολλών κατηγόρων του, της 34χρονης Τζέσικα Μαν, η οποία περιέγραψε λεπτομερώς το σώμα του κατηγορούμενου, σημειώνοντας, μάλιστα, πως τα γεννητικά του όργανα ήταν «παραμορφωμένα».
Συγχρόνως, όμως, αποτέλεσαν «μια αποκρουστική απόδειξη του πόσο μεγάλος υπήρξε ο ξεπεσμός του», υποστηρίζει σε κείμενό του ο Γουίλ Πάβια, ανταποκριτής των λονδρέζικων Times στη Νέα Υόρκη, σημειώνοντας πως κατά τη διάρκεια της δίκης του ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν έδειχνε ανήμπορος και απόλυτα μόνος, έχοντας δίπλα του μόνον τους δικηγόρους του και έναν, επίσης επί πληρωμή, υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων.
Παρά, ωστόσο, την επικείμενη καταδίκη του σε κάθειρξη έως και 25 ετών, ένα βασικό ερώτημα της υπόθεσης εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο; Γιατί άργησε τόσο πολύ η πτώση ενός ανθρώπου ο οποίος επί χρόνια φέρεται να παρενοχλούσε και κακοποιούσε σεξουαλικά πλήθος γυναικών, περισσότερων από 80 σύμφωνα με τις καταγγελίες, εκμεταλλευόμενος την ισχύ που απολάμβανε; Γιατί ενώ όλοι και όλες στο Χόλιγουντ γνώριζαν, κανένας και καμία δεν μιλούσε;
Και ιδιοφυΐα και βιαστής
Μια πρώτη απάντηση έγκειται στο γεγονός πως έως και πριν από λίγα χρόνια πάρα πολλοί θεωρούσαν πως στο Χόλιγουντ σχεδόν δεν υπήρχε όμοιός του. «Ηταν μια ανυπέρβλητη φυσιογνωμία στη βιομηχανία του κινηματογράφου», ανέφερε, για παράδειγμα, πρόσφατα ο Αλεκ Μπόλντγουιν. «Ηταν ένας γνώστης που ήξερε όλα όσα πρέπει να ξέρει κανείς για κάθε πτυχή των γυρισμάτων, της παραγωγής, της ανάπτυξης και της διανομής μιας ταινίας», πρόσθεσε ο δημοφιλής αμερικανός ηθοποιός.
Γιατί η Miramax, η εταιρεία που ίδρυσε ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, μαζί με τον αδελφό του Μπομπ το 1979, και στη συνέχεια πούλησαν στη Disney, έβαλε την υπογραφή της στο «Pulp Fiction» και το «Shakespeare in Love». Και η Weinstein Company, η εταιρεία την οποία τα δύο αδέλφια ίδρυσαν το 2005 και χρεοκόπησε τον Φεβρουάριο του 2018, είχε αναλάβει την παραγωγή και τη διανομή έργων όπως τα οσκαρικά «The King’s Speech» και το «The Artist».
Πολλοί υποστήριζαν πως ο μοναδικός ισάξιός του στη βιομηχανία του Χόλιγουντ ήταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Ο κόσμος θεωρούσε πως ο Γουάινσταϊν ήταν μια ιδιοφυΐα», σημείωσε ο Μπόλντγουιν. Συγχρόνως, όμως, όλοι αυτοί πίστευαν επίσης ότι ο Γουάινσταϊν ήταν ένας βιαστής, μιλώντας, μάλιστα, χαλαρά για το γεγονός. «Ξέρετε, πριν από χρόνια οι άνθρωποι θα έλεγαν (για τον Γουάινσταϊν) Μπλα μπλα και τα Οσκαρ και αυτό και εκείνο και η Weinstein company και η Miramax και αυτός βίασε την Ρόουζ Μακ Γκάουαν. Ωσάν όλοι να το γνώριζαν», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπόλντγουιν.
Η Ρόουζ ΜακΓκάουαν είναι η ηθοποιός και συγγραφέας που το 2016 αποκάλυψε στο Twitter πως είχε βιαστεί από το αφεντικό μιας εταιρείας παραγωγής, δίχως, όμως να την κατονομάσει. Σχολίαζε μια ανάρτηση της δημοσιογράφου Λιζ Πλανκ η οποία διερωτόταν γιατί οι γυναίκες που παρενοχλούνται ή κακοποιούνται σεξουαλικά δεν προβαίνουν στην καταγγελία των θυτών τους. «Μια (γυναίκα) ποινικολόγος που είπε πως επειδή είχα γυρίσει μια ερωτική σκηνή δεν θα κέρδιζα ποτέ μια δίκη κατά του επικεφαλής της εταιρείας», εξήγησε η ίδια Μακ Γκάουαν, σημειώνοντας επίσης πως παρόλο που η επίθεση που δέχτηκε ήταν «κοινό μυστικό στο Χόλιγουντ, εκείνοι προσέβαλλαν εμένα ενώ εκθείαζαν τον βιαστή μου».
Φήμες, ωστόσο, αλλά και μαρτυρίες γυναικών περί της συνήθειας του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν να εκμεταλλεύεται τη θέση του ούτως ώστε να ικανοποιεί εξαναγκαστικά τις όποιες σεξουαλικές του ορέξεις κυκλοφορούσαν στο Χόλιγουντ ήδη από τις αρχές του 2000. Και το 2002 ένας δημοσιογράφος του The New Yorker συνέθεσε ένα προφίλ του, αναφέροντας μεταξύ άλλων, πως δύο πρώην εργαζόμενες στην εταιρεία του Γουάινσταϊν είχαν καταλήξει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τον παραγωγό το 1998 αφότου τον κατηγόρησαν για σεξουαλική παρενόχληση. Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσιοποίησε πρόσφατα μία εκ των δικηγόρων των δύο γυναικών, ο Γουάινσταϊν ζήτησε προσωπικά συγγνώμη από τα δύο θύματά του εξηγώντας πως «μερικές φορές δεν γνωρίζω εάν είναι συναινετικό. Προσπαθώ να μάθω. Ενδέχεται να μην αντιλαμβάνομαι τη δύναμή μου σε αυτές τις περιπτώσεις».
Εκείνη την περίοδο ο δημοσιογράφος του The New Yorker δεν είχε στη διάθεσή του ακλόνητα στοιχεία υπέρ του ισχυρισμού των δύο γυναικών περί του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αλλά παρείχε μια ιδιαίτερα ξεκάθαρη εικόνα για το άτομό του. Ανέφερε, για παράδειγμα, πως μεγαλώνοντας στη Νέα Υόρκη ως γιος ενός αδαμαντουργού, άρχισε να παθιάζεται με τον ποιοτικό κινηματογράφο, αφότου είδε «Τα 400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τρυφώ, θεωρώντας, ωστόσο, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του, ότι επρόκειτο για πορνογραφική ταινία λόγω της αγγλικής μετάφρασης, «The 400 Blows», του πρωτότυπου τίτλου της.
Υποστήριξε επίσης πως ο Γουάινσταϊν ήταν «ενας άνδρας με περιορισμένο αυτοέλεγχο o οποίος μπορεί να φανεί επικίνδυνος λόγω του τόνου και της στάσης του σώματός του» και επισήμανε πως οι επιχειρηματικοί συνεργάτες του δήλωναν πως αισθάνονταν «βιασμένοι» από τη συμπεριφορά του, «λέξη που χρησιμοποιούσαν συχνά όλοι όσοι είχαν παρτίδες μαζί του».
Η αρχή του τέλους
Από τότε, ωστόσο, πέρασαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, έως την ημέρα που το 2017 η Τζόντι Κάντορ και η Μέγκαν Τούι, δημοσιογράφοι των New York Times, έγραψαν πρώτες για τους ισχυρισμούς κατά του Γουάινσταϊν, αναφέροντας επίσης πως η Ρόουζ ΜακΓκάουαν και τουλάχιστον ακόμη επτά γυναίκες είχαν καταλήξει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό μαζί του. Και λίγες ημέρες μετά ο Ρόμαν Φάροου, δημοσιογράφος του New Yorker, άρχισε να γράφει και αυτός για τα πεπραγμένα του Γουάινσταϊν, επικαλούμενος τρεις γυναίκες που τον κατηγορούσαν για βιασμό και άλλες τέσσερις για σεξουαλική επίθεση.
Ο γιος της Μία Φάροου και του Γούντι Αλεν είχε επίσης στην κατοχή του ηχητικό ντοκουμέντο του 2015 στο οποίο ο μεγαλοπαραγωγός ακούγεται να προσπαθεί να πείσει την Αμπρα Γκουτιέρεζ, μοντέλο με καταγωγή από τις Φιλιππίνες και την Ιταλία να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του σε κάποιο ξενοδοχείο. «Ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω τίποτα», τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Γιατί χθες άγγιξες το στήθος μου;», ρώτησε εκείνη. «Ω, σε παρακαλώ. Συγγνώμη, απλά πάμε, έτσι έχω συνηθίσει. Δεν θα το ξανακάνω», απάντησε ο Γουάινσταϊν.
Η ηχογραφημένη συνομιλία κατέληξε στις εισαγγελικές αρχές του Μανχάταν. Αλλά ο γενικός εισαγγελέας Σάιρους Βανς, επέλεξε να μην ασκήσει ποινική δίωξη. Δύο χρόνια μετά, το 2017, όταν άρχισε η σωρεία καταγγελιών κατά του Γουάινσταϊν, εκπρόσωπός του εισαγγελέα υπερασπίστηκε την απόφασή του, σημειώνοντας πως τα στοιχεία που διέθεταν τότε ήταν «ανεπαρκή».
Στη συνέχεια, όμως αποκαλύφθηκε πως δικηγόρος του Γουάινσταϊν είχε προσφέρει 10.000 δολάρια στην εκστρατεία επανεκλογής του Σάιρους Βανς. Αυτό δεν τον εμπόδισε, ωστόσο, να χαιρετίσει την καταδίκη του πρώην χορηγού του, επισημαίνοντας πως «ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν επιτέλους λογοδότησε για τα εγκλήματα που διέπραξε. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στις γυναίκες που είχαν το θάρρος να μιλήσουν παρά τους κινδύνους. Ο Γουάινσταϊν είναι ένας μοχθηρός, κατά συρροή σεξουαλικός θηρευτής που εκμεταλλεύτηκε την ισχύ του για να απειλήσει, να βιάσει, να ενοχλήσει, να παραπλανήσει, να ταπεινώσει και να φιμώσει τα θύματά του».
Μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Ρόμαν Φάροου στο New Yorker, η αστυνομία της Νέας Υόρκης, έχοντας ξεκινήσει να ερευνά εκτενώς την υπόθεση, εντόπισε τη Λουσία Εβανς, μια σύμβουλο μάρκετινγκ η οποία είχε καταγγείλει δημοσίως πως ο Γουάινσταϊν την είχε εξαναγκάσει σε στοματικό σεξ κατά τη διάρκεια συνάντησής του στο γραφείο του στο Μανχάταν το 2004, όταν ολοκλήρωνε τις σπουδές της και φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός. Δεδομένου ότι πολλές από τις καταγγελίες κατά του Γουάινσταϊν αφορούσαν γεγονότα που είχαν συμβεί πολλά χρόνια πριν, η Λουσία Εβανς ήταν η μοναδική που θα μπορούσε να τον οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης.
«Ελεγαν ότι μόνον εγώ θα μπορούσα να το βάλω στη φυλακή», ανέφερε, μιλώντας στους New York Times. Σημείωσε επίσης πως πολλοί έσπευσαν να την προειδοποιήσουν ότι η όλη διαδικασία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, πως οι ερευνητές θα έκαναν φύλλο και φτερό το παρελθόν της αλλά και το παν για να τη δυσφημήσουν.
Οταν, ωστόσο, το 2018 συνελήφθη τελικά ο Γουάινσταϊν κατέληξε να αποτελεί για σύντομο χρονικό διάστημα το αγαπημένο παιδί του Χόλιγουντ. «Εκπροσωπούσα κατά κάποιον τρόπο όλες όσες στο Χόλιγουντ ήθελαν να τον στείλουν στη φυλακή αλλά φοβόντουσαν πάρα πολύ ούτως ώστε να το κάνουν οι ίδιες. Οι κατηγορίες των ηθοποιών με τις οποίες συνομίλησα ήταν ιδιαίτερα πιστευτές. Αλλά είχαν οικογένειες και καριέρες και δεν μπορούσαν να το κάνουν. Οπότε το έκανα εγώ για αυτές».
Αλλά λίγους μήνες μετά τη σύλληψή του, οι κατηγορίες κατέρρευσαν, αφότου ένας ερευνητής της αστυνομίας ανέφερε πως στενός φίλος της Εβανς υποστήριξε πως την περίοδο του συμβάντος εκείνη του είχε εκμυστηρευτεί πως συνευρέθηκε συναινετικά με τον Γουάινσταϊν για να προωθήσει την καριέρα της στην ηθοποιία. Η ίδια το αρνήθηκε, η υπόθεση, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε.
Η κατάληξη ήταν ο άνθρωπος τον οποίο κατηγόρησαν πλήθος γυναικών είτε για σεξουαλική παρενόχληση είτε για σεξουαλική κακοποίηση να δικαστεί και να καταδικαστεί τελικά για μόλις δύο από τα εγκλήματα που διέπραξε: τον εξαναγκασμό της Μίριαμ Χάλεϊ, πρώην τηλεοπτικής παραγωγού, σε στοματικό σεξ στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν το 2006 και τον βιασμό της κομμώτριας και ηθοποιού Τζέσικα Μαν σε ξενοδοχείο του Μανχάταν το 2013.
Αποσιωπώντας πως ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν παρέμεινε ατιμώρητος επί πολλά χρόνια, ο γενικός εισαγγελέας Σάιρους Βανς ο οποίος επέλεξε πριν από μία πενταετία να μην τον διώξει ποινικά, δεν δίστασε να μιλήσει για «νέο τοπίο» και «νέα ημέρα» για τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στην Αμερική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News