Ο σύντομος υπνάκος μετά το μεσημεριανό φαγητό που σε παίρνει γλυκά για λίγη ώρα ακόμη και στην πολυθρόνα με τα πόδια ψηλά, είναι κοινή παράδοση σε όλες τις Μεσογειακές χώρες, αλλά και στην Ινδία, την Κίνα και τη Λατινική Αμερική. Οχι τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο στην επαρχία που κατεβάζει ρολά το μεσημέρι και καλά κάνει. Στην χώρα μας επίσης. Εξαιρείται η Αθήνα, βέβαια, που έχει παραδοθεί εδώ και δεκαετίες -όπως και η Θεσσαλονίκη, αν και πολύ αργότερα- στο συνεχές ωράριο. Είναι κατανοητό, βέβαια, γιατί οι αποστάσεις είναι μεγάλες και οι εργαζόμενοι δεν προλαβαίνουν να πάνε στο σπίτι τους για το μεσημεριανό διάλειμμα και να επιστρέψουν στο πόστο τους για απογευματινή εργασία.
Η ζέστη και το (συχνά) βαρύ μεσημεριανό φαγητό σε βοηθάνε να γλαρώσεις και ένας ύπνος μισής ωρίτσας αρκεί για να βελτιώσει την υγεία του εγκεφάλου, λένε οι έρευνες. Ομως είναι και θέμα πολιτισμικό. Στην Ισπανία, ειδικά, η μεσημεριανή σιέστα είναι μια σχεδόν ιερή διαδικασία η οποία, παρά το γεγονός ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσης δαιμονοποιήθηκε και λοιδορήθηκε από τους Γερμανούς (θυμάστε μήπως τις χώρες PIGS;) προβάλλει τώρα παγκοσμίως σαν μια λύση για πολλά προβλήματα και όχι μόνο για την αντιμετώπιση του καύσωνα.
Στις ΗΠΑ, πάλι, όπως και στη Βόρεια Ευρώπη, η συνήθεια είναι άγνωστη – πλην των ισπανόφωνων που τη νοσταλγούν- αν και έχει αρχίσει να υιοθετείται από εταιρείες, ως συνήθως προχωρημένων αντιλήψεων, της Σίλικον Βάλεϊ. Είναι τόσο άγνωστη ώστε o βρετανικός Economist, με σημαντικό αναγνωστικό κοινό και στις ΗΠΑ, προειδοποιεί σχετικά τους αναγνώστες του που πρόκειται να κάνουν διακοπές στην Ευρώπη φέτος το καλοκαίρι. Και τους τονίζει ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τις προσδοκίες τους για τον κλιματισμό (αν εννοούν να κοιμούνται με πάπλωμα ακόμη και το κατακαλόκαιρο, όχι σαν κι εμάς που βολευόμαστε με έναν ανεμιστήρα ολημερίς και ρυθμίζουμε το air condition στους 27-28 βαθμούς Κελσίου το βράδυ), να μάθουν τις συνήθειες κάθε τόπου για το φιλοδώρημα πριν ξεκινήσουν για διακοπές και -προς Θεού- να μην ξεχνούν να λένε μπονζούρ και μπόνσουαρ στους γάλλους καταστηματάρχες. Εφόσον βέβαια βρουν κατάστημα ανοικτό…
Πολλοί Αμερικανοί και Βορειοευρωπαίοι, που ταξιδεύουν στον ευρωπαϊκό Νότο για πρώτη φορά, και θέλουν να κάνουν τα ψώνια τους μετά το μεσημεριανό φαγητό, διαπιστώνουν απογοητευμένοι ότι τα ρολά είναι παντού κατεβασμένα. Ειδικά μικρότερες πόλεις και χωριά, που σφύζουν από ζωή στις 10 η ώρα το πρωί, το μεσημέρι είναι απλά νεκρά για δύο- τρεις ώρες. Από την Πορτογαλία και την Ισπανία μέχρι τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, η εργάσιμη ημέρα διαφέρει από εκείνη του Βορρά και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ιστορίες και απομνημονεύματα
Το μεσημεριανό φαγητό χωρίζει την ημέρα στα δύο. Μετά κάποιοι κοιμούνται, ενώ άλλοι απλά χαλαρώνουν και διαβάζουν την εφημερίδα τους σε κάποια σκιά. Τα ρολά ανεβαίνουν και πάλι αργά το απόγευμα, οπότε αναζωογονημένοι από το riposino, το μεσημέρι ή τη siesta τους, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων μένουν πίσω από τον πάγκο τους μέχρι τις 9 το βράδυ (και πολύ αργότερα σε κάτι μέρη, όπως η Ικαρία της οποίας οι κάτοικοι έχουν τους δικούς τους βιορυθμούς).
Η ισπανική λέξη σιέστα, που έχει επικρατήσει τελικά, προέρχεται από τη λατινική sexta [hora], την έκτη ώρα μετά την ανατολή του ηλίου και την έναρξη της ημέρας στην αρχαία Ρώμη. Και όπως συμβαίνει με την επιδέξια χρήση της αρχιτεκτονικής, των κήπων και του νερού, είναι ένας από τους αρχαίους μηχανισμούς αντιμετώπισης της ζέστης που κάνει πιο εύκολη τη ζωή σε εξαιρετικά ζεστά μέρη. Αλλά καθώς η σιέστα συνεχίζεται κατά τόπους μέχρι τις ημέρες μας, δίνει σε όσους δεν τη γνωρίζουν μια εντύπωση ελαφρότητας: ότι ναι, η ζωή στον Νότο είναι καλή, επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν παίρνουν πολύ στα σοβαρά τη δουλειά, επισημαίνει ο Economist.
Ωστόσο, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Σιέστας» (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση της Μαρίας Παγουλάτου) ο Τιερί Πακό, διακηρύσσει πως «η σιέστα είναι ένας χρόνος που εμπεριέχει την τέχνη της ζωής! Μάλιστα, την τέχνη με την οποία επιλέγουμε να ζούμε, μια τέχνη που οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε, να διαδίδουμε, να βιώνουμε συνειδητά με ευχαρίστηση και σοβαρότητα. Οπαδοί της σιέστας κάθε ηλικίας, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, όποιο επάγγελμα κι αν ασκείτε, εκφράστε την προτίμησή σας και αντισταθείτε στην παγκόσμια, επιβεβλημένη, απολυταρχική χρονική τάξη. Κι αυτό, ας είναι μόνο η αρχή, η πάλη για το δικαίωμα στη σιέστα έπεται», λέει ο γάλλος συγγραφέας και τονίζει: «Η σιέστα είναι επιτακτική ανάγκη. Σας επιβάλλεται, δεν σας εκλιπαρεί. Είναι εκεί, παρούσα, θελκτική, προκλητική, τρυφερή – με μια λέξη, ακαταμάχητη. Σας τυλίγει με τη ζέστη της, σας κανακεύει, σας χαϊδολογά. Την ακολουθείτε τυφλά»…
Για όσους ενδίδουν, δε, η σιέστα είναι ένα σοβαρό εγχείρημα. Οπως γράφει το ισπανικό aragondigital.es, ο Καμίλο Χοσέ Τσέλα, βραβευμένος το 1989 με Νομπέλ Λογοτεχνίας ισπανός συγγραφέας, την ονόμασε «yoga ibérico» («ιβηρική γιόγκα») και με τον χαρακτηριστικό σαρκασμό του έκανε δημοφιλή τη φράση «σιέστα με πυτζάμες, Πάτερ ημών και γκιογκιό» («La siesta con pijama, Padrenuestro y orinal»). Ακριβώς ίσως όπως την εφαρμόζει ένας ισπανός λογοτέχνης.
Αλλά για όσους εξακολουθούν να μην έχουν πειστεί υπάρχει και η επισήμανση του Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Πρέπει να κοιμάστε κάποια στιγμή μεταξύ του γεύματος και του δείπνου, χωρίς ημίμετρα. Βγάλτε τα ρούχα σας και ξαπλώστε στο κρεβάτι. Μην νομίζετε ότι θα κάνετε λιγότερη δουλειά επειδή κοιμάστε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτή είναι μια ανόητη ιδέα των ανθρώπων που δεν έχουν φαντασία. Θα μπορέσετε να πετύχετε περισσότερα. Γιατί έχετε δύο μέρες σε μία, τουλάχιστον μιάμιση, είμαι σίγουρος», αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο μεγάλος βρετανός πολιτικός, εξηγώντας πώς τα έβγαζε ο ίδιος πέρα με τον όγκο των υποχρεώσεών του: «Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος, έπρεπε να κοιμάμαι τη μέρα γιατί μόνο έτσι μπορούσα να αντεπεξέλθω στις ευθύνες μου. Αργότερα, όταν έγινα πρωθυπουργός, τα βάρη μου ήταν φυσικά ακόμη μεγαλύτερα. Συχνά ήμουν υποχρεωμένος να δουλεύω μέχρι αργά τη νύχτα…», γράφει ένας άνθρωπος που σίγουρα η τεμπελιά δεν ήταν χαρακτηριστικό του.
Οι ερευνητές του ύπνου, εξάλλου, όπως επισημαίνει ο Economist, πιστεύουν ότι η σιέστα δεν είναι απλά ένα πολιτιστικό δημιούργημα. Η ύφεση της εγρήγορσης και της ενέργειας νωρίς το απόγευμα φαίνεται ότι είναι καθολική και έχει παρατηρηθεί, ακόμη και σε πολιτισμούς που στερούνται την παράδοση των μεγάλων μεσημεριανών γευμάτων με τη συνοδεία αλκοόλ. Οι λίγοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες που έχουν απομείνει στον κόσμο, όπως ο λαός των Χάτζα στην Τανζανία και οι Σαν ή Βουσμάνοι, ιθαγενείς της ερήμου Καλαχάρι, συνήθως κοιμούνται το απόγευμα και είναι άνθρωποι που πρέπει να δουλέψουν για να φάνε. Αλλες ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κάνουν σιέστα μόνο τους ζεστούς μήνες.
Ωστόσο, ο υπνάκος μετά το φαγητό δεν είναι μια πρακτική που εφαρμόζεται μόνο στις ζεστές χώρες. Σύμφωνα με έναν παρατηρητή ανεξάρτητων υφαντουργών στα τέλη του 17ου αιώνα στο Μπέρμιγχαμ «ζουν όπως οι κάτοικοι της Ισπανίας»: ξεκινούσαν τη δουλειά πριν από την ανατολή του ηλίου και στη συνέχεια έκαναν ένα μεγάλο απογευματινό διάλειμμα (μερικοι κοιμούνται, άλλοι πίνουν και συζητούν) πριν επιστρέψουν αναζωογονημένοι για μια μεγάλη βραδινή περίοδο εργασίας, γράφει ο Economist.
Οι έρευνες επιβεβαιώνουν την ανάγκη της σιέστας
Γιατί λοιπόν δεν κάνουμε όλοι σιέστα; Η απάντηση βρίσκεται φυσικά στις συνθήκες που επιβάλλει η βιομηχανία, στα ρολόγια που αποδοκιμάζει ο κ. Τιερί Πακό και στους χώρους εργασίας εκτός ελέγχου. Αυτός είναι ο λόγος που τόσο λίγοι Νοτιοευρωπαίοι καταφέρνουν σήμερα πραγματικά να κοιμούνται το μεσημέρι. Αστική ζωή σημαίνει ότι εργάζεται κανείς πολύ μακριά από το σπίτι του και δεν έχει επαρκή χρόνο για να επιστρέψει στην εστία του για να φάει και να πιει μια αξιοπρεπή γουλίτσα πριν από το απόγευμα. Μια μελέτη της Simple Lógica, που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2016 διαπίστωσε ότι το 60% των εργαζομένων Ισπανών δεν κάνει ποτέ σιέστα, και όσοι κάνουν, το συνηθίζουν πιο συχνά στα ρεπό τους. Ο μεσημεριανός ύπνος, δε, συνηθίζεται πλέον ακόμη λιγότερο στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Αυτό οδηγεί σε μια -κατά πάσα πιθανότητα- χειρότερη κατάσταση και των δύο κόσμων. Οι ισπανικές εργάσιμες ημέρες είναι τιμωρητικά μεγάλες. Η παραδοσιακή ώρα του γεύματος (στις δύο το μεσημέρι) ακολουθούμενη από ένα μεγάλο διάλειμμα ωθεί την απογευματινή βάρδια μέχρι το βράδυ. Είναι σύνηθες για τους εργαζόμενους να τελειώνουν τη δουλειά τους στις οκτώ ή και αργότερα, πράγμα που δυσκολεύει τη ζωή ιδιαίτερα των γονέων. Το ισπανικό δείπνο μετατίθεται στις δέκα το βράδυ (πράγμα πολύ ανθυγιεινό, όπως επισημαίνουν οι γιατροί), και η νυχτερινή ζωή ακόμη αργότερα. Με ένα τέτοιο πρόγραμμα, λοιπόν, οι άνθρωποι πρέπει να βρουν χρόνο για τη σιέστα ή να πιέζουν τον εαυτό τους με διεγερτικά και να ζουν σε ανθυγιεινές συνθηκες χρόνιας στέρησης ύπνου.
Μια μελέτη, εξάλλου, που πραγματοποιήθηκε επί έξι χρόνια σε 23.000 Ελληνες, από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ σε συνεργασία με την Ιατρική Σχολή Αθηνών, διαπίστωσε, αύξηση 37% στον κίνδυνο θανάτου από καρδιακές παθήσεις σε όσους είχαν εγκαταλείψει τον μεσημεριανό ύπνο, με την επίδραση να είναι ιδιαίτερα έντονη στους εργαζόμενους άνδρες.
Κάντε τη δική σας έρευνα
Αν πάλι δεν πείθεστε από τους επιστήμονες, όπως λένε οι συνωμοσιολόγοι, κάντε τη δική σας έρευνα, προτείνει ο αρθρογράφος του Economist, ο οποίος είναι ο ανταποκριτής του βρετανικού περιοδικού στην Ισπανία και συχνά του είναι δύσκολο να κάνει οτιδήποτε τα απογεύματα, μερικές φορές εξαιτίας ενός μεγάλου γεύματος με επαφές και άλλοτε επειδή αυτές οι επαφές είχαν γευματίσει με κάποιον άλλο και το απόγευμα δεν σηκώνουν το τηλέφωνο, όπως γράφει.
Ετσι, κατά καιρούς έχει βρει ότι είναι αποτελεσματικό να το κάνει όπως οι Madrileños (οι κάτοικοι της Μαδρίτης). Ξαπλώνοντας γύρω στις τρεις και ξυπνώντας σχεδόν αυτόματα 45 λεπτά αργότερα, διαπίστωσε ότι είχε πάντα ένα καλό αποτέλεσμα. Του αρκούσαν λίγα λεπτά για να συνέλθει από τον ύπνο και το υπόλοιπο απόγευμα ήταν πιο παραγωγικό, όπως και οι συναντήσεις με φίλους ή το γράψιμο μέχρις αργά το βράδυ.
Και προς Θεού μην το ονομάσετε «power nap» (υπνάκο εξουσίας), επιμένει, γιατί κάτι τέτοιο θα αμαύρωνε τη σιέστα, υποδηλώνοντας ότι όλα πρέπει να γίνονται για ακόμη πιο σκληρό ανταγωνισμό. Οχι. Ο ρόλος της σιέστας είναι η αποκατάσταση του οργανισμού, όχι η τεμπελιά. Η σιέστα ταιριάζει με βαθιά ριζωμένους βιολογικούς ρυθμούς και το να τους καταπολεμάτε έχει μόνο κόστος. Αυτό το καλοκαίρι, λοιπόν, εάν βρεθείτε κάπου στον ευρωπαϊκό Νότο -ακόμα κι αν είστε Αθηναίοι- παραδοθείτε της και μην απορείτε γιατί τα μαγαζιά είναι κλειστά το μεσημέρι και οι ρυθμοί τόσο χαμηλοί. Ξεκουραστείτε και ετοιμαστείτε αναζωογονημένοι για τη διασκέδση της βραδιάς. Θα την απολαύσετε περισσότερο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News