Η πτώση του Τείχος του Βερολίνου, «Der Mauerfall» στα γερμανικά, στις 9 Νοεμβρίου 1989, προσέφερε μια εκπληκτική δυνατότητα στις νεότερες γενιές. Η επανένωση του Βερολίνου και των δύο Γερμανιών ανάγκασε δυο άγνωστους κόσμους, τον Δυτικό και τον Ανατολικό, να αρχίσουν να συμβιώνουν και να αλληλοκατανοούνται, αρχίζοντας σιγά σιγά να αναπτύσσουν μεταξύ τους δεσμούς.
Η νεολαία, ωστόσο, ήταν ήδη ενωμένη από μια ιδιαίτερη επιθυμία για ελευθερία, που εξακολουθεί να καθιστά το Βερολίνο μια πραγματικά ξεχωριστή μητρόπολη. Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η UNESCO ανακήρυξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πολιτιστικά προϊόντα εκείνης της εποχής, την techno μουσική σκηνή, Αϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας.
Οπως γράφει ο Λούκα Βαλτόρτα της ιταλικής Repubblica, το Δυτικό Βερολίνο είχε ήδη καταστεί καταφύγιο για όλους εκείνους που για κάποιο λόγο ένιωθαν διαφορετικοί. Ετσι, σε συνοικίες όπως το Κρόιτσμπεργκ ανθούσε το κίνημα των καταλήψεων και αναπτύσσονταν διάφορες υποκουλτούρες – πανκ, χίπις, φρικιά, ρασταφαριανοί και γκέι που ζούσαν ελεύθεροι, χωρίς να βιώνουν διακρίσεις. Οταν, δε, έπεσε το Τείχος, απελευθερώθηκαν και άλλες, πολύ ισχυρές ενέργειες. Και ενώ προηγουμένως η νεολαία της Ανατολής κοιτούσε προς τη Δύση, τότε άρχισε σταδιακά να συμβαίνει το αντίθετο.
Οι Ανατολικογερμανοί επιδόθηκαν σε μια ξέφρενη και πολυεπίδη καλλιτεχνική παραγωγή, που έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1990 μέσω του Tacheles, ενός κοινωνικού κέντρου στην Οριανενμπούργκερστάσε, το οποίο σύντομα μετατράπηκε σε πραγματικά πρωτοποριακό κέντρο σύγχρονης τέχνης, στο όνομα της πιο απόλυτης ελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους λογοκρισία (την οποία μεθοδικά είχε υποστεί η τέχνη στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας).
Οπως αναφέρει ο ιταλός δημοσιογράφος στο κείμενό του, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι το «Τacheles» προέρχεται από μια λέξη Γίντις που σημαίνει «να μιλάς καθαρά και ειλικρινά».
Τα πολλά εγκαταλελειμμένα στρατιωτικά κτίρια και εργοστάσια της γερμανικής πρωτεύουσας (κυρίως στο Ανατολικό Βερολίνο) έδωσαν νέα ώθηση στο κίνημα των καταλήψεων (Hausbesetzungen), που είχε ήδη ξεκινήσει να αναπτύσσεται στο Δυτικό Βερολίνο τη δεκαετία του 1980.
Αρχισαν, έτσι, να εμφανίζονται χώροι που ένας από τους προφήτες της υποκουλτούρας, ο αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής Χακίμ Μπέι, όρισε ως «Προσωρινές Αυτόνομες Ζώνες» (TAZ – Temporary Autonomous Zone). Εκεί οι πολίτες μπορούσαν να ζουν με εναλλακτικό τρόπο, σε σχέση τόσο με τον καταπιεστικό κομμουνισμό όσο και με τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό.
Οσον αφορά τη μουσική techno, η εμβέλεια των Δυτικών ραδιοφωνικών σταθμών ξεπερνούσε τα σύνορα που χώριζαν τις δύο Γερμανίες. Αλλωστε η συγκεκριμένη ηλεκτρονική μουσική ήταν πιο ανεκτή στη Λαοκρατική Δημοκρατία από ό,τι η ροκ και η πανκ, αφού, λόγω έλλειψης στίχων, θεωρούνταν «μη ανατρεπτική». Γι’ αυτό η techno, μετά από την Πτώση του Τείχους, κατέστη η πρώτη κοινή «γλώσσα» μεταξύ της νεολαίας των δύο Γερμανιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, υγρά υπόγεια και επιβλητικά κτίρια σε αχρηστία μετατράπηκαν σε ναούς αυτής της νέας μουσικής σκηνής. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει αδιαμφισβήτητα το περίφημο «Berghain», που έχει χαρακτηριστεί ως «παγκόσμια πρωτεύουσα» της techno.
Η ιστορία του «Berghain» ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Οι ιδρυτές του, Μίχαελ Τόιφελε και Νόμπερτ Τόρμαν, που διηύθυναν το gay club Snax, μετακόμισαν το 1998 σε ένα τεράστιο βιομηχανικό κτίριο στη γειτονιά Φρίντριχσαϊν του πρώην Ανατολικού Βερολίνου, κοντά στις όχθες του ποταμού Σπρέε. Επρόκειτο για ένα μουντό και απρόσωπο οικοδόμημα όπου κάποτε επισκευάζονταν τρένα.
Oι δυο επιχειρηματίες to μετέτρεψαν σε κλαμπ με την ονομασία «Ostgut» και ήταν ανοιχτό σε τόσο σε γκέι όσο και σε στρέιτ κοινό. Στην αρχή δεν είχε καν διεύθυνση, αλλά σταδιακά άρχισε να επεκτείνεται, με το ανώτερο επίπεδο να μετατρέπεται έπειτα από λίγα χρόνια σε δεύτερη πίστα χορού.
Το 2003, ωστόσο, έκλεισε, καθώς τα παλιά βιομηχανικά κτίρια της ευρύτερης περιοχής ισοπεδώθηκαν, ούτως ώστε να ανοίξει ο χώρος για την ανέγερση της επιβλητικής O2 World Arena, χωρητικότητας 17.000 θέσεων. Σύντομα, όμως, τον Οκτώβριο του 2004, οι δyο συνεργάτες άνοιξαν ένα νέο κλαμπ, σε κοντινή απόσταση, το οποίο ονόμασαν «Berghain», από τα ονόματα των δύο γειτονιών που πλαισιώνουν το κλαμπ, το Κρόιτσμπεργκ και το Φρίντριχσαϊν.
Τα πολύ ψηλά ταβάνια και η βιομηχανική αισθητική αποδείχτηκαν ιδανικά για τη φιλοξενία των υπνωτικών ήχων της techno: κάπως έτσι γεννήθηκε το πιο διάσημο κλαμπ του κόσμου, το οποίο το 2016 χαρακτηρίστηκε πολιτιστικός θεσμός από ένα δικαστήριο της Γερμανίας, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας μετατράπηκε σε γκαλερί εφήμερης τέχνης.
Το έτερο θρυλικό κλαμπ της techno σκηνής του Βερολίνου, το «Tresor», άνοιξε τον Μάρτιο του 1991 στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου πολυκαταστήματος στο Ανατολικό Βερολίνο, κοντά στην Ποτσντάμερ Πλατς, στις στάχτες του Ufo, του πρώτου acid house κλαμπ της γερμανικής πρωτεύουσας που άνοιξαν οι ιδρυτές της δισκογραφικής εταιρείας Interfisch.
Σύντομα το «Tresor» κατέστη σημείο αναφοράς της αντεργκράουντ βερολινέζικης σκηνής: ήταν ένας τεράστιος πολυώροφος χώρος που επεκτεινόταν συνεχώς, έως το 2005 που έκλεισε, για να ανοίξει ξανά, το 2007 σε έναν παλιό θερμοηλεκτρικό σταθμό.
Σημειώνεται ότι, πέρα από τη μουσική αυτή καθαυτή, η απόφαση της UNESCO αφορά το σύνολο της βερολινέζικης techno σκηνής, συμπεριλαμβανομένων παραγωγών και καλλιτεχνών, ιδιοκτητών κλαμπ και διοργανωτών μουσικών φεστιβάλ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News