Κάντε ένα τεστ στους φίλους σας. Πείτε τους ένα ονοματεπώνυμο: Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Και συλλέξτε αντιδράσεις. Συλλέξτε τραγούδια. Εμβληματικά. Πενήντα χρόνια τραγούδια…
Είναι το δικό του «Χαιρετίσματα στην εξουσία». Είναι ο «Κουρσάρος» στην άσφαλτο. Είναι «Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς». Είναι «Ο Γουίλι, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί». Είναι το δυναμικό σύνθημα «Ελλάς, τι θα γίνει, φίλε μου, με μας». Είναι πολλά. Πάρα πολλά.
Αν με καλούσατε στην παρέα, θα κατέθετα και τα δικά μου «σύμβολα» από το Βασίλη.
Καταρχάς, το ευλαβικό, σπαρακτικό και τρυφερό «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου, / κι αν έχασα για πάντα τη χαρά, / κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου, / πουλάκι με σπασμένα τα φτερά». Πάνω στις νότες του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη (που χρησιμοποίησε ξανά το μουσικό θέμα του στο Canto Olympico). Και στα λόγια του αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Υμνος. Παλλινδρομικός!
Και όχι μόνον. Η φωνή του έχει δώσει ζωή σε ένα συνταρακτικό μονόπρακτο – τραγούδι, σπάνια ακουγόμενο: «Φυσάει». Σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Και μουσική του αξέχαστου συνθέτη και ανθρώπου του ραδιοφώνου Γιώργου Τσαγκάρη. Σπάνιο. Με αφετηρία τη φράση «Το έθνος μας απειλείται…». «…Ενας άνεργος / Λιποθύμησε / Τίποτα / Μπορεί και να πέθανε / Τίποτα / Σκασμός! Σκασμός λοιπόν! / Μιλάει ο Υπουργός / Πρέπει να εξοπλισθόμεν / Να διαφυλλάξομεν την ασφάλεια του έθνους / Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες / Ω… sorry / Ε… με συγχωρείτε / Η ελευθερία της πατρίδος ήθελα να πω…».
Κοιτάζοντας από το… αεροπλάνο τούτη την καριέρα μισού αιώνα, ένας μού φαίνεται κοινός παρονομαστής. Σε όλα. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πάντα είχε κάτι να μάς πει. Τραγουδούσε όταν είχε κάτι, σημαντικό δικό του, να μάς πει. Κάτι που τον δονούσε, που τον συγκινούσε. Πάντως, κάτι. Με τους στίχους; Με τη φόρα του; Με την τρυφεράδα του; Με τη βραχνάδα; Με τον λυγμό στο λαιμό; Με όλα μαζί;
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο «Βασίλης» απλά, που όλοι ξέρουν ποιος Βασίλης είναι, είναι ο μόνος που ακούει, εν χορώ, στις συναυλίες του το σύνθημα «Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε»! Είναι από εκείνους που τούς έχει, σε κάποια στιγμή, «μιλήσει». Και κάτι τούς έχει πει.
Θέλετε κι ένα ακόμη προσωπικό και εμβληματικό – πέρα από τα τόσα πολύ γνωστά και πολυαγαπημένα; Το μοιρασμένο ντουέτο του με τη Χαρούλα Αλεξίου. «Οι μέρες που δικάζουν». Μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, στίχοι Οδυσσέα Ιωάννου: «Ερχονται πια οι μέρες που δικάζουν / Θα μετρηθούν τα ποσοστά μας / Και θα τα βρούμε όλα μπροστά μας / Δεν το φοβάμαι ούτε το θέλω / Μα δεν υπάρχουν λαγοί μεσ’ στο καπέλο / Τώρα θα δούμε τα λεφτά μας τι αγοράζουν…».
Και δεν είναι μόνον η Χαρούλα Αλεξίου. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου –και δεν είναι τυχαίο αυτό– έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους. Με την άμμο της θάλασσας στο ελληνικό τραγούδι.
Μα, κυρίως, έχει συνδεθεί με τον τραγουδιστικό σπαραγμό, την τραγουδιστική καταγγελία του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου. Κρατάω από εκεί τον εμβατηριακό «Στρατιώτη» τους, πάνω στα λόγια της Κωστούλας Μητροπούλου, από τα θρυλικά «Τραγούδια του Δρόμου»: «Του ‘παν θα βάλεις το χακί / θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή / θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή / και ήρωας θα γίνεις… / Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει / είναι μονότονο και του ‘ρχεται να κλαίει…». Μπρεχτικό!
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία η εικόνα του Βασίλη, πρόσφατα, στο Θέατρο «Ολύμπια», στο μεγάλο αφιέρωμα στο Μάνο Λοΐζο: Συγκινημένος, μιάμιση ώρα σχεδόν ακίνητος στο σκαμπό, δοσμένος ψυχή τε και σώματι στο έργο του φίλου – και μέντορα του;
Ούτε είναι τυχαία όσα είδαν, πολύ λιγότεροι τυχεροί, στα παρασκήνια και στις πρόβες. Μακριά από τις εικόνες της πρόσφατης αποθέωσής του, στη συναυλία για τα 50χρονά του στο Καλλιμάρμαρο: έναν Βασίλη, που σχεδόν έτρεμε από προσμονή και, ας το πούμε, άγχος να «βγάλει όπως τούς πρέπει» τα τραγούδια – ύμνους του Λοΐζου. Μαθητής και στρατιωτάκι στην πρόβα. Κι άλλη πρόβα. Κι άλλη πρόβα. Μη μείνει τίποτα στην τύχη.
Διότι εκείνο που είχε να μάς πει έπρεπε να είναι πιστό, πιστότατο στο πνεύμα του δημιουργού. Ο Βασίλης ήταν πάντα πιστός. Και αυτό, εδώ, στη μικρή μας ιστορία, είναι ατού. Πιστός σε αυτό το «κάτι έχει να μάς πει». Πιστός στην αγάπη του για τα παιδιά. Πιστός στην ιδεολογία του. Αμετακίνητος. Από τους λίγους έλληνες ερμηνευτές, που υπήρξαν τόσο πιστοί και… α-λοξοδρόμητοι.
Αλλωστε, το βαφτιστικό του όνομα το πήρε από τον θείο του, τον αδερφό του πατέρα του, που τον αποκεφάλισαν οι Χίτες στον Εμφύλιο.
Και τη Μουσική; Αυτή ίσως την πήρε από την Παγκόσμια Ημέρα της Μουσικής, την 21η Ιουνίου, που γεννήθηκε. Και την μάζεψε από ψηλά. Από τα δέντρα που σκαρφάλωνε ή τα κεραμίδια και τραγουδούσε, τραγουδούσε, τραγουδούσε με μια φωνή στεντόρεια και τρυφερή μαζί.
Ακούστε πόσο τρυφερά και ερωτικά λέει το κύκνειο άσμα του Μάνου Λοΐζου, εμπνευσμένο από μια σφοδρή, περαστική αγάπη για μια κοπέλα: «Σ’ ακολουθώ, / στην τσέπη σου γλιστράω / σαν διφραγκάκι τόσο δα μικρό. / Σ’ ακολουθώ / και ξέρω πως χωράω / μεσ’ στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό…».
Ή το τραγούδι – σταθμό του Λούτσιο Μπατίστι (I Giardini di Marzo, στην πρωότυπη ιταλική εκδοχή), σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου: «Πριν το τέλος». «Μια φορά μου’ χες πει / δεν μπορεί θα το νοιώσανε κι άλλοι / Πριν το τέλος / πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη…».
Και κάπου, πίσω, στο στούντιο ο παραγωγός «του». Ο Αχιλλέας Θεοφίλου. Μάρτυρας και του τραγουδιού «Κουρσάρος», που γράφτηκε από τον Παύλο Μάτεσι για τον μηχανόβιο αδελφό του Λάκη Παπαδόπουλου, «με τα ψηλά ρεβέρ».
Στον ίδιο δίσκο του 1982 και το βροντερό και χαμηλόφωνο, ομότιτλο και εμβληματικό «Φοβάμαι». Σε νότες του Γιάννη Ζουγανέλη. Και λόγια του Ανδρέα Πανταζή: «Τα ρούχα μου παλιώσανε και δεν αντέχουν / τρύπες στα γόνατα από τις υποκλίσεις / τσέπες ξηλωμένες απ’ τα κέρματα / χαλασμένα φερμουάρ, χάσκουν χρεοκοπία… / Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα…». Τα ίδια ρούχα, που «παλιώσανε και πέφτουν σαν χρεοκοπημένες κυβερνήσεις».
Από έναν Βασίλη, που τη μία στιγμή «κολυμπούσε», σαν μέγας ροκ σταρ, στα υψωμένα χέρια των θαυμαστών του, στο Θέατρο Πέτρας, στέλνοντας «Χαιρετίσματα στην εξουσία», και την άλλη στιγμή έκλαιγε σαν παιδί στο στούντιο ηχογράφησης, για όσα έλεγαν εκείνα που μάς τραγουδούσε μπροστά στο μικρόφωνο.
Κι όλα αυτά να κυλάνε, ατέρμονα και συμβολικά για την ζωή μας. Σαν «Θάλασσα στη σκάλα», όπως ήταν και ο τίτλος μιας σημαντικής συνεργασίας του με τον αλησμόνητο Θάνο Μικρούτσικο και τον Οδυσσέα Ιωάννου.
Και πάντα, μα πάντα, με την αίσθηση ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κάτι έχει να μάς πει. Σε κάθε στίχο, σε κάθε τραγούδι, σε κάθε ανάσα, σε κάθε σιωπή του. Με έμφαση, πάντα, σε εκείνο το άφθαρτο –πενήντα χρόνια πάνω του– «κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News