Με τα δηκτικά κείμενά της για την κουλτούρα και το χάος της δεκαετίας του 1960 στην Καλιφόρνια, η Τζόαν Ντίντιον καθιερώθηκε ως κορυφαία εκπρόσωπος της Νέας Δημοσιογραφίας, ενώ τα μυθιστορήματα της «Play It as It Lays» και «A Book of Common Prayer» σήμαναν την άφιξη μιας σκληρής, λακωνικής, χαρακτηριστικής φωνής στην αμερικανική μυθοπλασία. (Τα βιβλία είχαν κυκλοφορήσει στα Ελληνικά με τίτλους «Παίξτο όπως πάει» και «Ενα βιβλίο για κοινή προσευχή», από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική και Οδυσσέας αντίστοιχα, αλλά έχουν εξαντληθεί. Κυκλοφορεί, ωστόσο, «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» από τον Κέδρο, και το συλλογικό «Η Γη της Επαγγελίας», Κοάν).
Οπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του Knopf, εκδότη της Τζόαν Ντίντιον στις ΗΠΑ, η σπουδαία αμερικανίδα συγγραφέας πέθανε την Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου στο σπίτι της στο Μανχάταν σε ηλικία 87 ετών. Και ο θάνατός της οφείλεται σε επιπλοκές της νόσου του Πάρκινσον.
Η Ντίντιον, γράφει στους New York Times ο Γουίλιαμ Γκράιμς, ήρθε στο προσκήνιο με μια σειρά από διεισδυτικά άρθρα στα περιοδικά Life και The Saturday Evening Post, τα οποία εξερευνούσαν τα ξέφτια στα άκρα της μεταπολεμικής αμερικανικής ζωής. Αντλώντας το υλικό από την πατρίδα της την Καλιφόρνια, η Τζόαν Ντίντιον αποτύπωσε στα αιχμηρά της χρονογραφήματα τη σκληρότητα και την ομορφιά της αμερικανικής ζωής, τον ρόλο της σαν μαγνήτης για ανήσυχους αποίκους, τις χρυσές υποσχέσεις της και το ταχύτατα εξαφανιζόμενο παρελθόν της, καθώς και τη δύναμή της σαν πολιτισμικό εργαστήριο.
«Πιστεύαμε σε νέα ξεκινήματα», έγραψε στο «Where I Was From» (2003), ένα ψυχολογικό πορτρέτο της πολιτείας, «Πιστεύαμε στην καλή τύχη. Πιστεύαμε στον ανθρακωρύχο που μάζευε δεκάρα δεκάρα μέχρι που χτύπησε το Κόμστοκ Λόουντ [ορυχείο αργύρου]».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Σε δύο πρώιμες πρωτοποριακές συλλογές δοκιμίων, τις «Slouching Towards Bethlehem» (1968) και «The White Album» (1979), η Ντίντιον έστρεψε το ψύχραιμο βλέμμα της στους χίπις και σε εκκεντρικούς τύπους όπως ο Χάουαρντ Χιουζ, στη βιομηχανία του κινηματογράφου στην εποχή μετά τα στούντιο, και στην μουσική των Doors. Τα ρεπορτάζ της αντανακλούσαν τη συνταγή του Νόρμαν Μέιλερ για «εξαιρετικά εξατομικευμένη δημοσιογραφία στην οποία ο χαρακτήρας του αφηγητή ήταν ένα από τα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης θα αξιολογούσε τελικά την εμπειρία», γράφει ο Γουίλιαμ Γκράιμς στους New York Times.
Η έλξη, που της ασκούσαν προβληματικά σημεία, διαλυμένες προσωπικότητες και αρχόμενο χάος, ήρθε φυσικά. Στο δοκίμιο του από το «White Album», που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, συμπεριέλαβε τη δική της ψυχιατρική αξιολόγηση όταν πήγε στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου St. John’s στη Σάντα Μόνικα με συμπτώματα ιλίγγου και ναυτίας: «Κατά την άποψή της ζει σε έναν κόσμο ανθρώπων που συγκινούνται από παράξενα, συγκρουσιακά, δυσνόητα και, κυρίως, δόλια κίνητρα τα οποία τους δεσμεύουν αναπόφευκτα σε σύγκρουση και αποτυχία» έγραφε μεταξύ άλλων. Αυτή η περιγραφή, την οποία η σπουδαία αμερικανίδα συγγραφέας δεν αμφισβήτησε, θα μπορούσε να περιγράψει την αρχετυπική ηρωίδα των μυθιστορημάτων της.
Η Ντίντιον στράφηκε αργότερα στο πολιτικό ρεπορτάζ, δημοσιεύοντας μακροσκελή δοκίμια στο περιοδικό The New York Review of Books σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο στο Ελ Σαλβαδόρ και την κουλτούρα των Κουβανών μεταναστών στο Μαϊάμι, τα οποία εκδόθηκαν σε μορφή βιβλίου ως «Σαλβαδόρ» και «Μαϊάμι».
«Ηταν ατρόμητη, πρωτότυπη και ένας θαυμάσιος παρατηρητής», είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του ο Ρόμπερτ Μπ. Σίλβερς, εκδότης του περιοδικούThe New York Review of Books, που άρχισε να δημοσιεύει το έργο της Ντίντιον στις αρχές της δεκαετίας του 1970, «Ήταν πολύ δύσπιστη για τη συμβατική άποψη και ήταν πανέξυπνη στο να βρίσκει το άτομο ή την κατάσταση που θα μιλούσε για την ευρύτερη εικόνα. Ηταν μια σπουδαία ρεπόρτερ».
Καλιφορνέζα πέμπτης γενιάς, η Τζόαν Ντίντιον γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1934 στο Σακραμέντο. Καταγόταν από τους 87 εποίκους Ντόνερ, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1846 από το Μιντγουέστ και έπεσαν σε σφοδρή χιονοθύελλα κάπου στη Σιέρα Νεβάδα. Ευτυχώς οι πρόγονοί της είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα την ομάδα, ακολουθώντας μια πιο ασφαλή διαδρομή, ενώ από τους υπόλοιπους οι επιζήσαντες κατέφυγαν σε κανιβαλισμό.
Ως έφηβη, η Ντίντιον δακτυλογραφούσε κεφάλαια από τα μυθιστορήματα του Χέμινγουεϊ για να δει πώς λειτουργούσαν. Και επηρεάστηκε βαθιά από τον τρόπο που Χέμινγουεϊ χειριζόταν τον διάλογο και τη σιωπή. Ο Τζόζεφ Κόνραντ την επηρέασε επίσης καθοριστικά.
View this post on Instagram
Στο πρώτο της έτος στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, από το οποίο πήρε πτυχίο στα Αγγλικά το 1956, η Ντίντιον υπέβαλε ένα προσχέδιο διηγήματος στο Mademoiselle και κέρδισε μια θέση φιλοξενούμενης συντάκτριας μυθοπλασίας στο περιοδικό. Την επόμενη χρονιά κέρδισε έναν διαγωνισμό δοκιμίου της Vogue. Απορρίπτοντας ένα ταξίδι στο Παρίσι (το κορυφαίο βραβείο), πήγε κατευθείαν για δουλειά στο περιοδικό, όπου η πρόζα της πέρασε από μια αυστηρή, αν και ιδιότυπη εκπαίδευση, ξεκινώντας από τη συγγραφή διαφημιστικών: «Σε μια λεζάντα οκτώ γραμμών όλα έπρεπε να λειτουργούν, κάθε λέξη, κάθε κόμμα», είχε πει σε συνέντευξή της στο περιοδικό The Paris Review το 1978.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Ντίντιον έγραφε για τη Vogue, τη Mademoiselle και το National Review, συχνά για θέματα όπως «Ζήλια: Είναι ιάσιμη ασθένεια;» Ταυτόχρονα, δημοσίευσε ένα πρώτο μυθιστόρημα με μεγάλη απήχηση, «Run, River» (1963), για την αποσύνθεση μιας οικογένειας του Σακραμέντο, εισάγοντας τις ανησυχίες, που διέπουν τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της: βία, τρόμος και η νοσηρή αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν ανεξέλεγκτος. Γνώρισε, επίσης, στους αναγνώστες τη «γυναίκα Ντίντιον», την οποία η Μιτσίκο Κακουτάνι περιέγραψε στο περιοδικό των New York Times ως τη θλιμμένη κάτοικο «μιας ξεκάθαρα προσωπικής ερημιάς, που περιπλανιέται σε αυτοκινητόδρομους ή σε χώρες σε μια προσπάθεια να εξαλείψει τον πόνο της συνείδησης».
Το 1964 παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο του Time Τζον Γκρέγκορι Νταν με τον οποίο τη συνέδεε φιλία χρόνων. Μετακόμισαν στην Καλιφόρνια και άρχισαν να γράφουν σενάρια. Υιοθέτησαν επίσης μια κόρη, στην οποία έδωσαν το όνομα Κιντάνα Ρο, από την πολιτεία του Μεξικού, την οποία είχε τύχει να δουν κοιτάζοντας έναν χάρτη.
Με τον καιρό έγιναν ένα γκλάμουρ ζευγάρι, με το ένα πόδι στο Χόλιγουντ και το άλλο στα λογοτεχνικά σαλόνια του Μανχάταν. Ο Νταν απεβίωσε το 2003 από καρδιακή προσβολή στα 71 του, ενώ δύο χρόνια αργότερα, πέθανε και η Κιντάνα Ρο Νταν, στα 39 της, από παγκρεατίτιδα και σηπτικό σοκ. Η Ντίντιον έγραψε για τον θάνατο του συζύγου της και την ασθένεια της κόρης της στη «Χρονιά της μαγικής σκέψης». Το βιβλίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου nonfiction του 2005 και δύο χρόνια αργότερα διασκευάστηκε σε μονόλογο για τη σκηνή του Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνίστρια τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Ωστόσο, η συγγραφέας ασχολήθηκε με το θέμα του θανάτου της κόρης της και στα απομνημονεύματά της το 2011, «Blue Nights».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News