«Οι πτήσεις στους ουρανούς αυτού του πολέμου με ακαθόριστα σύνορα, ο οποίος συχνά διεξάγεται με αόρατα όπλα, όπως τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, καθίστανται ολοένα πιο επικίνδυνες. Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει αποτρελαθεί» γράφει ο Τζανλούκα ντι Φέο στη Repubblica.
«Από τη Μολδαβία έως τον Καύκασο εκτοξεύονται ανεξέλεγκτα drones και πύραυλοι, από τη Νορβηγία έως τη Μαύρη Θάλασσα διεξάγονται μάχες ηλεκτρομαγνητικών παλμών και ραδιοσυχνοτήτων που ακυρώνουν τις συντεταγμένες δορυφορικής πλοήγησης, από τη Βαλτική έως την Αλάσκα σημειώνονται ολοένα “λιγότερο επαγγελματικές” αερομαχίες, όπως χαρακτηρίζονται σε δελτία τύπου του ΝΑΤΟ» εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
«Το μέτωπο της σύρραξης δεν περιορίζεται στην Ουκρανία, αλλά διευρύνεται συνεχώς ανάλογα με τις επιθέσεις που πραγματοποιούνται με τηλεκατευθυνόμενες βόμβες που εκτοξεύονται από μέχρι και 1.500 χλμ. μακριά, ενώ υπάρχουν και τα σμήνη των drones των Χούθι της Υεμένης που πετούν πάνω από την Ερυθρά Θάλασσα. Αρκεί ένας υπερβολικά νευρικός διοικητής αντιαεροπορικού σταθμού –ή ένα ραντάρ της σοβιετικής εποχής που δεν μπορεί να ταυτοποιήσει τον στόχο στην οθόνη– για να προκληθεί φρίκη» συμπληρώνει αναφερόμενος στη συντριβή, ανήμερα τα Χριστούγεννα, αεροσκάφους της Azerbaijan Airlines στο Καζακστάν.
Κυβερνητικές πηγές του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και ένας ουκρανός αξιωματούχος εθνικής ασφάλειας, υποστήριξαν πως την τραγωδία προκάλεσαν ρωσικά αντιαεροπορικά πυρά, ενώ προς το παρόν αυτό συμπεραίνουν και οι ΗΠΑ, όπως δήλωσε αμερικανός αξιωματούχος, μιλώντας στο Reuters. «Οχι σε πρόωρες εικασίες» απάντησε η Μόσχα.
Το να εξακριβωθεί ποια πορεία ακολούθησε το Embraer κατά τη μοιραία τελευταία πτήση μετά την απογείωσή του από το Μπακού με προορισμό το Γκρόζνι της Τσετσενίας είναι ιδιαίτερα δύσκολο, κυρίως επειδή τα δεδομένα GPS όσον αφορά τη θέση και ύψος του αεροσκάφους είναι αναξιόπιστα, όπως εξηγεί ο Ντι Φέο στην ανάλυσή του.
Μόλις εισήλθε στην επικράτεια της Μόσχας, το αεροσκάφος εξαφανίστηκε από τους χάρτες του Flightradar24 και άλλων ιστοτόπων που παρακολουθούν τις πτήσεις εμπορικών αεροσκαφών ανά τον κόσμο, καθώς σε ολόκληρη την περιοχή είχαν ενεργοποιηθεί στρατιωτικά ηλεκτρονικά συστήματα που παρακωλύουν τη μετάδοση δεδομένων από τους δορυφόρους πλοήγησης.
Ομως το αποκαλούμενο «jamming» δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο στους ρωσικούς αιθέρες, καθώς το Κρεμλίνο εξαπολύει συχνά και πέρα από τα σύνορά του ηλεκτρομαγνητικές επιθέσεις, με τον δημοσιογράφο της Repubblica να αναφέρει ενδεικτικά ότι το 2023 στη βόρεια Νορβηγία το GPS ήταν αναξιόπιστο επί 294 ημέρες. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισαν επίσης η Σουηδία, η Πολωνία, η Φινλανδία, η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία και η Ρουμανία: «Επιχειρήσεις ηλεκτρονικού πολέμου, που όλες ξεκίνησαν ξαφνικά, με τη σφραγίδα της Ρωσίας» συνοψίζει ο Ντι Φέο.
Οσο για το μοιραίο αεροσκάφος της Azerbaijan Airlines και το ενδεχόμενο να καταρρίφθηκε από ρωσικά αντιαεροπορικά πυρά, ο ιταλός αναλυτής θεωρεί πολύ πιθανό οι Τσετσένοι να θεώρησαν πως είχαν μπει και πάλι στο στόχαστρο ουκρανικών drones μεγάλης εμβέλειας.
Από τα τέλη Οκτωβρίου έως και τις 12 Δεκεμβρίου τα τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά του Κιέβου έπληξαν τέσσερις φορές στρατώνες και κέντρα διοίκησης του προσωπικού στρατού του Ραμζάν Καντίροφ, του ισχυρού άνδρα της Τσετσενίας και ανθυπάτου του Πούτιν. Ετσι, οι Τσετσένοι έσπευσαν να ενισχύσουν τα μέτρα προστασίας, εξοπλίζοντας την αεροπορική βάση Κχανκάλα, περίπου 15 χλμ. μακριά από το αεροδρόμιο του Γκρόζνι, με αυτοκινούμενους εκτοξευτές πυραύλων Pantsir και Tor.
«Οι εικόνες του αεροπλάνου που επιχειρεί αναγκαστική προσγείωση πέριξ του αεροδρομίου του Ακτάου, στο Καζακστάν, στην άλλη πλευρά της Κασπίας, δείχνουν βλάβες στο πηδάλιο της ουράς. Και οι φωτογραφίες της ατράκτου γεμάτης θραύσματα ενδέχεται να επιβεβαιώνουν τις υποψίες για την έκρηξη ενός πυραύλου εδάφους-αέρος του οποίου η κεφαλή ήταν σχεδιασμένη ακριβώς για να διαλύεται σε ένα σύννεφο θραυσμάτων» γράφει ο Ντι Φέο.
Ωστόσο επιβατικά αεροσκάφη γεμάτα ανθρώπους έχουν καταρριφθεί ξανά στο παρελθόν, στα απροσδιόριστα πεδία των όποιων συρράξεων. Στις 17 Ιουλίου 2014, στους αιθέρες πάνω από το Ντονμπάς, αεροσκάφος της Malaysia Airlines που εκτελούσε την πτήση Αμστερνταμ-Κουάλα Λουμπούρ επλήγη από πύραυλο εδάφους-αέρος, με αποτέλεσμα να συντριβεί (από τους 298 επιβαίνοντες δεν επέζησε κανείς). Στο πλαίσιο των ερευνών που διεξήχθησαν από τους Ολλανδούς διαπιστώθηκε πως το αεροσκάφος είχε πληγεί από ρωσικής κατασκευής πύραυλο Bouk-Telar.
Εξίσου τραγική ήταν και η κατάρριψη του Boeing 737 της Ukraine International Airlines (176 νεκροί) στις 8 Ιανουαρίου 2020 λίγο μετά την απογείωσή του από το αεροδρόμιο της Τεχεράνης με προορισμό το Κίεβο: το αεροσκάφος επλήγη από δυο πυραύλους αέρος-εδάφους των Φρουρών της Επανάστασης, αφού θεωρήθηκε λανθασμένα πως επρόκειτο για αμερικανικό πύραυλο.
Ακόμη πιο παλιά, στις 3 Ιουλίου 1988, και ενώ στον Περσικό Κόλπο μαινόταν ο Πόλεμος των Τάνκερ μεταξύ Βαγδάτης και Τεχεράνης, αμερικανικό καταδρομικό άνοιξε πυρ εναντίον ιρανικού Airbus με 290 επιβαίνοντες. Η Ουάσινγκτον αποζημίωσε τους συγγενείς των θυμάτων, δίχως όμως να αναλάβει επίσημα την ευθύνη.
Περίπου μία πενταετία νωρίτερα, την 1η Σεπτεμβρίου του 1983, αεροσκάφος των Κορεατικών Αερογραμμών που είχε αναχωρήσει από τη Νέα Υόρκη με 269 επιβαίνοντες καταρρίφθηκε από σοβιετικά πολεμικά αεροσκάφη αναχαίτισης: έχοντας παρεκκλίνει κατά λάθος από την πορεία του, το επιβατικό αεροσκάφος βρέθηκε να πετάει σε απαγορευμένο εναέριο χώρο της τότε ΕΣΣΔ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News