Το πρωί της Δευτέρας, ο απόστρατος υποναύαρχος Τζεμ Γκιουρντενίζ, εκ των πνευματικών γονέων της «Γαλάζιας Πατρίδας», συνελήφθη με ακόμα εννέα απόστρατους συναδέλφους του τού τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Αφορμή ήταν η επιστολή του ιδίου και 102 ακόμα αποστράτων ναυάρχων που, πρακτικά, αποτελούσε έκκληση για παραμονή της Τουρκίας στη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936 για το Καθεστώς των Στενών, αλλά και για σεβασμό των κοσμικών αρχών του κράτους.
Η εικόνα ενός εν ενεργεία στελέχους του τουρκικού Ναυτικού να προσεύχεται με θρησκευτική ενδυμασία σε τζαμί, αποτέλεσε, επίσης, έναυσμα ώστε οι 103 να μιλήσουν για κίνδυνο «ισλαμοποίησης» των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Ταγίπ Ερντογάν συγκάλεσε στην Αγκυρα έκτακτη σύσκεψη, κατά την οποία ήταν προεξοφλημένη η καταδίκη εκείνου που από τη πρώτη στιγμή η τουρκική κυβέρνηση εξέλαβε ως «δεύτερη απόπειρα πραξικοπήματος». Μάλιστα, ο κεντρικός συντονιστής διασποράς προπαγάνδας, διευθυντής Επικοινωνίας της τουρκικής Προεδρίας, Φαρετίν Αλτούν, έσπευσε να ταΐσει τα τουρκικά ΜΜΕ με πληροφορίες που έδιναν και σημειολογικά χαρακτηριστικά στην επιστολή των 103.
Η αυστηρότητα με την οποία η άποψη της κυβέρνησης επιβλήθηκε άμεσα στα ΜΜΕ της Τουρκίας ήταν ενδεικτική της μηδενικής ανοχής που επιδεικνύει το Ακ Σαράι κυρίως έναντι των κοσμικών κύκλων του εσωτερικού. Για την κυβέρνηση Ερντογάν η κίνηση των 103 ήταν ένα πλήγμα στην πιο δύσκολη στιγμή. Την ώρα που η ηγεμονία του αρχηγού της έχει τρωθεί λόγω της κακοδιοίκησης, της διαφθοράς και, πλέον, των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί και ροκανίζουν το εισόδημα των Τούρκων, η έκφραση αντίδρασης προς το καθεστώς, μάλιστα από ανθρώπους οι οποίοι σε γενικές γραμμές υποστηρίζουν την εξωτερική πολιτική της Αγκυρας, αναγνωρίστηκε ως κήρυξη πολέμου.
Η κατάσταση vertigo στην οποία περιήλθε ο Ερντογάν και το ΑΚΡ εξηγούνται, βέβαια, και από την εμμονή που έχει ο τούρκος πρόεδρος έναντι των στρατιωτικών, καθώς τους θεωρεί το μακρύ χέρι των «ξένων δυνάμεων», εκείνων δηλαδή των δυνάμεων που δηλώνει σίγουρος ότι επιχείρησαν να τον ανατρέψουν τον Ιούλιο του 2016. Διόλου τυχαία, η προπαγάνδα που προωθείται από το Ακ Σαράι, περιέγραψε ταχύτατα τους 103 ως «πιόνια» των ξένων δυνάμεων, εκείνων που δεν επιθυμούν να γίνει η Τουρκία «μεγαλύτερη».
Στη πραγματικότητα, η σύγκρουση αυτή είναι ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που επιθυμεί την ταχεία ισλαμοποίηση της Τουρκίας και στους άλλοτε πανίσχυρους και πλέον καταδιωκόμενους εγγυητές της κοσμικής ταυτότητας του κράτους.
Για ποιο λόγο όμως επέλεξαν οι 103 να προχωρήσουν τώρα σε μια κίνηση η αντιμετώπιση της οποίας από το κυβερνών κόμμα ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη;
Η βασική αιτία είναι η σαφής επιτάχυνση της ισλαμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης Ερντογάν. Πρώτον, η αυξανόμενη διάχυση των ισλαμιστικών αξιών στο στράτευμα. Αν και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, προέρχεται από αυτή τη μακρά παράδοση των Ενόπλων Δυνάμεων με τη κοσμική ταυτότητα να υπερέχει όλων των υπολοίπων, παρακολουθεί μάλλον αμέτοχος τη μεταμόρφωσή τους. Κύριος παράγοντας ώσμωσης εκείνου που κάποτε ήταν το βαθύ κράτος της Τουρκίας με τις αξίες του ισλαμικού ΑΚΡ είναι ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού. Ο ίδιος ο Σοϊλού (προερχόμενος, βέβαια, από εθνικιστικό κόμμα του πολιτικού περιθωρίου και όχι από το ΑΚΡ) ήταν κάπως πιο προσεκτικός στις δηλώσεις που έκανε για το κείμενο των 103 ναυάρχων, λέγοντας ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα αξιώματα και τις στολές τους ως μέσο προώθησης της πολιτικής ατζέντας τους.
«Καμπανάκι» για τους κοσμικούς ήταν και η αποχώρηση της Άγκυρας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών. Αποτελεί μια από τις πιο ορατές κινήσεις απόκλισης από τις αξίες της Δύσης που, μάλιστα, ανακοινώθηκε λίγο πριν τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ με θέμα τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Οι τούρκοι ναύαρχοι έκρουσαν, επίσης, τον κώδωνα του κινδύνου για την απειλή αποχώρησης της Άγκυρας από τη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών.
Θεματοφύλακες, βέβαια, οι ίδιοι του κοσμικού χαρακτήρα του κεμαλικού κράτους, θυμούνται πολύ καλύτερα από τους ισλαμιστές του ΑΚΡ, ότι η Συνθήκη του Μοντρέ ήταν μια επιτυχία της Τουρκίας, καθώς ουσιαστικά επανέφερε τον Βόσπορο σε εθνικό έλεγχο, παίρνοντάς τον από τα χέρια μιας Διεθνούς Επιτροπής η οποία τον ήλεγχε από το 1923. Το επίτευγμα πιστώνεται, βεβαίως, στον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε τη γεωπολιτική συγκυρία, προκειμένου να ανακτήσει η Τουρκία ένα τελευταίο, πολύ σημαντικό στοιχείο της κυριαρχίας της εκείνη την εποχή. Οι ναύαρχοι αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι αποχώρηση της Τουρκίας από τη Συνθήκη του Μοντρέ, θα δημιουργήσει άμεσα ζήτημα ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στα Στενά και θα προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις.
Το «Κανάλι της Κωνσταντινούπολης» (Kanal Istanbul), αυτό των τεραστίων διαστάσεων πρότζεκτ που θεωρητικά θα συνδέσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, ιδέα την οποία είχε πρώτος ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής τον 16ο αιώνα, είναι ο βασικός μοχλός πίεσης του Ερντογάν προς τη Συνθήκη του Μοντρέ. Το φιλόδοξο πρότζεκτ αποτελεί, παράλληλα, και ένα μοχλό χρηματοδότησης επιχειρηματιών φιλικών προς το Ακ Σαράι, καθώς τα δάνεια και οι επενδύσεις γι’ αυτό το σκοπό, τυγχάνουν κρατικών εγγυήσεων. Επιπλέον, η οικογένεια του Ερντογάν, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος γαμπρός, μέχρι πρότινος (αποτυχημένος) «τσάρος» της τουρκικής οικονομίας, έχουν αποκτήσει γη στην περιοχή της χάραξης του Kanal Istanbul, όπως και φιλικοί εξωτερικοί παράγοντες, σαν τη βασιλική οικογένεια του Κατάρ.
Τους επόμενους μήνες η σύγκρουση στο εσωτερικό της Τουρκίας θα παροξυνθεί. Ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή εμφανίζεται να έχει το πάνω χέρι. Ωστόσο το ρήγμα στη τουρκική κοινωνία είναι πολύ βαθύτερο απ’ όσο είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό έξω από τη χώρα, κυρίως λόγω του ασφυκτικού ελέγχου της πληροφορίας από την κυβέρνηση Ερντογάν. Είμαστε ακόμα στην αρχή, με την απότομη στροφή της Τουρκίας προ ένα ακόμα πιο βαθύ πολιτικό Ισλάμ να μην μπορεί να αποκλειστεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News