Πέρα από τα φάρμακα και τα εμβόλια για τον κορονοϊό, εξίσου σημαντικά και για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι τα τεστ αντισωμάτων. Αυτά θα αποκαλύπτουν ποιος έχει ανοσία και ποιος είναι μεταδοτικός. Αρα και ποιος θα δικαιούται «διαβατήριο αντισωμάτων», με το οποίο θα βγαίνει χωρίς περιορισμούς από το σπίτι, θα μπορεί να ταξιδέψει, αλλά και να φροντίσει ασθενείς.
Τα τεστ αντισωμάτων είναι ο μόνος τρόπος για να ελεγχθεί η νόσος, ακόμη και στην περίπτωση που υπάρξει εμβόλιο, καθώς θα αποκαλύψει ακριβώς τους αριθμούς, ενώ παράλληλα θα δώσει σημαντικές πληροφορίες στους επιστήμονες.
Δύο μελέτες με εκτεταμένα τεστ αντισωμάτων στις ΗΠΑ και στη Γερμανία επιβεβαιώνουν ότι ο βαθμός εξάπλωσης του κορονοϊού είναι αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν που πιάνει το επίσημο «ραντάρ».
Ο έλεγχος ανίχνευσης αντισωμάτων από την ερευνητική ομάδα του έλληνα καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ Γιάννη Ιωαννίδη σε δείγμα 3.300 ατόμων, σταθμισμένο για να αντιπροσωπεύει τον γενικό πληθυσμό της επαρχίας Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνιας, επιβεβαίωσε τις υποψίες ότι η εξάπλωση της νόσου Covid-19 είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι δείχνουν τα επίσημα στατιστικά των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, κάτι που εκτιμάται ότι συμβαίνει σε όλες τις χώρες.
Η μελέτη, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν γρήγορα τεστ αντισωμάτων της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Premier Biotech, δείχνει ότι στη συγκεκριμένη περιοχή τα πραγματικά κρούσματα είναι 50 έως 85 φορές περισσότερα. Εκτιμάται ότι 48.000 έως 82.000 άνθρωποι από τους περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους είχαν μολυνθεί με τον κορονοϊό και όχι 1.000 που ήσαν τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στη Σάντα Κλάρα στις αρχές Απριλίου.
Δεκάδες εταιρείες, πανεπιστήμια και ερευνητικά εργαστήρια ανά τον κόσμο έχουν αναπτύξει και εξελίσσουν τέτοια τεστ. Μερικές κυβερνήσεις όμως βιάστηκαν να τα προμηθευθούν, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη Βρετανία, που παρήγγειλε τον Μάρτιο 3,5 εκατομμύρια τεστ από διάφορες εταιρείες και στην πορεία ανακάλυψε ότι κανένα δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά αξιόπιστο.
Τα περισσότερα τεστ αντισωμάτων που έχουν πλημμυρίσει την αγορά, δεν είναι αρκούντως ακριβή. Αλλά ακόμη κι αν ήσαν, σύμφωνα με Nature, δεν μπορούν να απαντήσουν το κρίσιμο ερώτημα: αν κάποιος έχει πράγματι αντισώματα έναντι του κορονοϊού SARS-CoV-2, πόσο θα διαρκέσει αυτή η ανοσία και πόσο πιθανό είναι να ξανακολλήσει σύντομα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) επεσήμανε και αυτός ότι, ακόμη και αν κάποιος έχει αντισώματα, δεν είναι σίγουρο ακόμη ότι δεν κολλάει πια άλλους ή δεν θα ξανακολλήσει ο ίδιος.
Ενα θετικό τεστ αντισωμάτων δεν μπορεί να αποκλείσει ότι κάποιος δεν συνεχίζει να μεταδίδει τον ιό σε άλλους, κάτι που αποτελεί πρόβλημα για ένα μελλοντικό «διαβατήριο αντισωμάτων».
Πάντως οι επιστήμονες υποθέτουν ότι μια νέα λοίμωξη στο ίδιο άτομο είναι σχετικά απίθανη μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες μετά την πρώτη. Από την άλλη, ακόμη δεν γνωρίζουν μετά από πόσες ακριβώς ημέρες μετά την έναρξη της λοίμωξης αναπτύσσονται τα αντισώματα.
Είναι σημαντικό να υπάρξουν αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων, όχι μόνο επειδή οι υγειονομικές αρχές πρέπει να γνωρίζουν πόσο τμήμα του πληθυσμού έχει εκτεθεί στον ιό και κατά πόσο ένας άνθρωπος δεν έχει αντισώματα, άρα είναι ευάλωτος στον κορονοϊό, αλλά επίσης επειδή τέτοια τεστ θα βοηθήσουν να αξιολογηθούν μελλοντικά τα υποψήφια εμβόλια κατά πόσο παρέχουν ανοσία στους ανθρώπους.
Τεστ στα τεστ
Υπάρχουν δύο τύποι τεστ αντισωμάτων. Τα εργαστηριακά, που χρειάζονται περίπου μια ημέρα για να δώσουν αποτέλεσμα και τα γρήγορα (rapid) και επιτόπια (point-of-care) που χρειάζονται 15 έως 30 λεπτά.
Ολα βασίζονται στην ίδια λογική: ανιχνεύουν την παρουσία προστατευτικών αντισωμάτων, χρησιμοποιώντας τμήματα του ιού (αντιγόνα). Κανένα τεστ αντισωμάτων δεν ανιχνεύει τον ίδιο τον κορονοϊό, δηλαδή την ενεργή λοίμωξη, κάτι που κάνουν τα μοριακά τεστ PCR.
Η ανάπτυξη των τεστ αντισωμάτων έγινε βιαστικά εν μέσω πανδημίας και έτσι δεν έχουν υποβληθεί προηγουμένως στους συνήθεις εξονυχιστικούς ελέγχους. Ετσι, καμία χώρα έως τώρα δεν φαίνεται να διαθέτει ένα τεστ αντισωμάτων δοκιμασμένο σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, ασθενών και υγιών.
Τα περισσότερα μέχρι σήμερα τεστ, ιδίως τα γρήγορα, δεν έχουν δοκιμασθεί επαρκώς για την ευαισθησία (sensitivity) και την ειδικότητα τους (specificity), δηλαδή για την πιθανότητα σωστής θετικής και σωστής αρνητικής διάγνωσης αντίστοιχα. Ενα υψηλής ποιότητας τεστ πρέπει να έχει ευαισθησία και ειδικότητα κοντά στο 99%, δηλαδή να εμφανίζει μόνο ένα ψευδώς θετικό και ένα ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα για κάθε 100 αληθώς θετικά και 100 αληθώς αρνητικά αποτελέσματα. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να αναπτυχθούν τέτοια ποιοτικά τεστ αντισωμάτων για τον HIV.
Μια εξέταση σε μικρές ομάδες ανθρώπων των τεστ αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2, που κυκλοφορούν στη Δανία, βρήκε ότι τρία εργαστηριακά τεστ είχαν ευαισθησία 67-93% και ειδικότητα 93-100%, ενώ πέντε γρήγορα τεστ είχαν ευαισθησία 80-93% και ειδικότητα 80-100%.
Σε όλα τα τεστ η ευαισθησία βελτιωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, με τη μεγαλύτερη να καταγράφεται δύο εβδομάδες μετά την πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Εως τώρα τουλάχιστον, τα γρήγορα τεστ είναι λιγότερο αξιόπιστα από τα εργαστηριακά, επειδή χρησιμοποιούν μικρότερο δείγμα αίματος και γίνονται σε λιγότερο ελεγχόμενο περιβάλλον. Ο ΠΟΥ συστήνει προς το παρόν τα γρήγορα τεστ να χρησιμοποιούνται μόνο για έρευνα και όχι για έλεγχο του πληθυσμού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News