Σύμφωνα με πληροφορίες του ιστοτόπου Deadline, σε μια νέα πολεμική ταινία που δεν έχει ακόμη τίτλο, ο Τομ Χάρντι και ο Τσάνινγκ Τέιτουμ θα υποδυθούν δύο επίλεκτους στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ, οι οποίοι «επιστρέφουν στα χαρακώματα» του Αφγανιστάν, μετά την απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων στα μέσα του περασμένου Αυγούστου, για να σώσουν οικογένειες και συμμάχους, που έμειναν πίσω.
Αλλά η ανακοίνωση ότι η Universal έχει χρησιμοποιήσει το σενάριο του Τζορζ Νόλφι (σκηνοθέτη του θρίλερ «Οι Ρυθμιστές» του 2011, με τους Ματ Ντέιμον και Εμιλι Μπλαντ), το οποίο βασίζεται σε αληθινές ιστορίες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας «σε πρωτοσέλιδα», έχει προκαλέσει ανατριχίλα. Κάποιοι λένε ότι η βιασύνη να γυριστεί μια τέτοια ταινία δείχνει έλλειψη «ευαισθησίας», δεδομένου ότι στο Αφγανιστάν συνεχίζεται η ανθρωπιστική κρίση.
Και όχι μόνο αυτό. Το έργο εγείρει δύσκολα ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπιση των στρατιωτικών συγκρούσεων στις οθόνες μας, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι: «Πόσο νωρίς είναι το πολύ νωρίς; Και στο Χόλιγουντ, υπάρχει όντως κάτι τέτοιο;», αναρωτιέται ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.
Ιστορικά, οι παραγωγοί σπάνια δίστασαν να απεικονίσουν στην οθόνη παρόμοια γεγονότα όσο ήταν ζεστά ακόμη. Μάλιστα, σε μερικές από τις πιο μακροχρόνιες στρατιωτικές εκστρατείες των ΗΠΑ του περασμένου αιώνα, η κινηματογραφική βιομηχανία συμμετείχε ενεργά στην πολεμική προσπάθεια.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα μεγάλα στούντιο επιστρατεύτηκαν για να τονώσουν το ηθικό και έγιναν ο ανεπίσημος βραχίονας του προπαγανδιστικού μηχανισμού της κυβέρνησης. Σκηνοθέτες όπως οι Τζον Φορντ, Γουίλιαμ Γουάιλερ, Φρανκ Κάπρα και Τζον Χιούστον έκαναν ντοκιμαντέρ από την πρώτη γραμμή. Οι πολεμικές αναφορές σε ταινίες μεγάλου μήκους είχαν, φυσικά, πολλές διαφορετικές μορφές, από τη σάτιρα του Χίτλερ στον «Μεγάλο δικτάτορα» (1940) του Τσάρλι Τσάπλιν μέχρι τα κατασκοπευτικά θρίλερ του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Αλλά η αντιμετώπιση των πραγματικών μαχών ακολουθούσε μια συγκεκριμένη γραμμή.
Η «Λαίλαψ στη Μπούρμα» («Objective, Burma!», 1945), του Ραούλ Γουόλς με τον Ερολ Φλιν, την οποία οι New York Times είχαν χαρακτηρίσει «μια από τις καλύτερες πολεμικές ταινίες του Χόλιγουντ», γυρίστηκε αμέσως μετά από ένα πραγματικό γεγονός κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία δείχνει μια ομάδα αμερικανών αλεξιπτωτιστών που παίρνουν εντολή να μεταβούν στη Βιρμανία με την αποστολή να καταλάβουν εξ απήνης τους Ιάπωνες και να κρατήσουν στρατηγικής σημασίας θέσεις μέχρι την προέλαση των φιλικών δυνάμεων. Ωστόσο, ενόχλησε τόσο πολύ τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και τους Βρετανούς ώστε η ταινία αποσύρθηκε αμέσως μετά την πρεμιέρα της στο Λονδίνο. Ο βρετανός πρωθυπουργός διαμαρτυρήθηκε έντονα γιατί ενώ στην αποστολή εκείνη συμμετείχαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στρατιώτες από τη Βρετανία, την Ινδία και τις αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στην ταινία είχαν «αμερικανοποιηθεί».
Ο ιστορικός Αλεξ φον Τούνζελμαν, ειδικός στον τομέα και σεναριογράφος του «Churchill» (2017), της βιογραφικής δραματικής ταινίας του Τζόναθαν Τεπλίτζκι με πρωταγωνιστή τον Μπράιαν Κοξ, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες για το πιο είναι το κατάλληλο χρονικό διάστημα. Χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς σε επιφυλακή για τον σκοπό που επιτελεί μια ταινία. «Οποτε κι αν γυρίζεται», λέει στην Telegraph, «χρειάζεται να σκεφτεί κανείς ποιος την έφτιαξε και γιατί, αυτές είναι οι ερωτήσεις που θα έκανα ως ιστορικός».
Η ερώτηση ως προς το πόσο «σύντομα» μετά από ένα περιστατικό γυρίζεται μια ταινία «είναι ενδιαφέρουσα», προσθέτει ο φον Τούνζελμαν, «επειδή υπάρχει αυτή η σύγκρουση μεταξύ της προσπάθειας να διατηρηθεί η αυθεντική ανάμνηση της εποχής, αλλά επίσης, οι άνθρωποι προσπαθούν να ορίσουν γρήγορα αυτή την ανάμνηση για τους δικούς τους λόγους, είτε είναι θετικοί ή αρνητικοί, για προπαγάνδα, ή γιατί προσπαθούν να αποκαλύψουν την αλήθεια, που βίωσαν οι άνθρωποι».
Το κλασικό μοτίβο είναι μια περίοδος καθυστέρησης προτού αντικατασταθεί η επίσημη θέση από τοποθετήσεις οι οποίες θέτουν ερωτήματα, ασκούν κριτική ή είναι αντιπολεμικές. Για παράδειγμα, όταν γύριζε τα «Πράσινα Μπερέ» (1968), ο Τζον Γουέιν είχε ζητήσει την πλήρη συνεργασία του προέδρου Λίντον Τζόνσον και του Υπουργείου Αμυνας για να φτιάξει μια προπαγανδιστική ταινία, που θα ενίσχυε το πατριωτικό, αντικομμουνιστικό αίσθημα δοξάζοντας τις Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ. Η ιδέα ήταν να καταπολεμηθεί το αυξανόμενο εγχώριο αίσθημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Μια δεκαετία αργότερα, η σύγκρουση είχε φτάσει στο τέλος της, αλλά το δημόσιο αίσθημα είχε στραφεί τόσο πολύ εναντίον της που μέσα σε δύο χρόνια το Χόλιγουντ εξαπέλυσε ένα κύμα συγκλονιστικών επών («Ο Ελαφοκυνηγός» 1978, «Ο Γυρισμός», 1978, «Αποκάλυψη, Τώρα!», 1979). Το χάος του Βιετνάμ σήμαινε ότι η πολεμική ταινία δεν ήταν πλέον χώρος ηθικής βεβαιότητας.
Οι ταινίες που γυρίζονται αμέσως μετά από έναν πόλεμο, μπορεί μερικές φορές να είναι οι πιο στοιχειωμένες από όλες, παρατηρεί ο Τιμ Ρόμπι στο άρθρο του στην Telegraph. Και αναφέρεται στον φον Τούνζελμαν, ο οποίος επισημαίνει ένα έπος του βωβού κινηματογράφου για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που γυρίστηκε λίγο μετά το τέλος του, και είναι πολύ πιο ζοφερό και τραυματικό από τις περισσότερες σύγχρονες αφηγήσεις: Η ταινία με τις υψηλότερες εισπράξεις του 1921, «Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης», παρουσιάζει τη βαθιά ζοφερή εικόνα μιας Ευρώπης σημαδεμένης από τις μάχες. Μια γενιά αργότερα, η ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ «Τα Καλύτερα Χρόνια της Ζωής μας» (1946), που απέσπασε εφτά βραβεία Οσκαρ, ασχολήθηκε για πρώτη φορά με ειλικρίνεια με τα προβλήματα των βετεράνων, που επιστρέφουν στην πατρίδα, παρουσιάζοντας ένα γενναίο πορτρέτο της εθνικής κόπωσης.
Οταν ο Πολ Γκρίγκρας αποφάσισε να κάνει το ντοκιμαντέρ και δραματική ταινία ταυτόχρονα, «Πτήση 93» («United 93», 2006), πέντε χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο παραγωγός του Τιμ Μπέβαν δεν αντιμετώπισε καμία ανησυχία από το στούντιο (επρόκειτο και πάλι για τη Universal) ότι ήταν «πολύ νωρίς». Ωστόσο, μόλις δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα, μια τέτοια προσέγγιση της εθνικής τραγωδίας θα ήταν αδύνατη. Η έμφαση στο ηρωικό έμοιαζε να είναι προϋπόθεση για να βγει η ταινία στην οθόνη, μαζί με τη συνεργασία και την ευλογία των πενθούντων αμερικανικών οικογενειών. Το στοιχείο του πατριωτισμού ήταν βαθιά ριζωμένο. (Αλλά δεν συμφώνησαν όλοι. Η χήρα του Κρίστιαν Ανταμς, για παράδειγμα, του γερμανού επιβάτη που απεικονίζεται ως διαμεσολαβητής με τους αεροπειρατές, και ως εκ τούτου μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο, είναι γνωστό ότι απέσυρε την υποστήριξή της.)
Σχεδόν 40 χρόνια μετά, σίγουρα δεν είναι πολύ νωρίς για μια ταινία για τον Πόλεμο των Φόκλαντ, μεταξύ Βρετανίας και Αργεντινής, που κράτησε 10 εβδομάδες την άνοιξη του 1982: αν μη τι άλλο, δεδομένης της πολιτικής ευαισθησίας και της σχετικής στενοκεφαλιάς αυτής της σύγκρουσης, είναι μάλλον πολύ αργά. Προς το παρόν δεν έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Υπάρχει, όμως, το τηλεοπτικό δράμα του BBC «Tumbledown» του 1988, σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Εαρ, με πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φερθ, στον ρόλο του αξιωματικού της Φρουράς της Σκωτίας, που έμεινε παράλυτος, όταν χτυπήθηκε από έναν ελεύθερο σκοπευτή. Λόγω του ό,τι ήταν τεκμήριο κατά της Θάτσερ, το BBC έπρεπε να αντικρούσει τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και την αντίθεση της κυβέρνησης σε αυτό που ο Εαρ υπερασπίζεται ως «μια στοχαστική ταινία για νεαρούς άνδρες που πηγαίνουν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν».
Τεράστιας κλίμακας υπερπαραγωγές για τον πόλεμο –ιδιαίτερα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο– αναπόφευκτα πραγματοποιούνται με στρατιωτική συμμετοχή, κάτι που κατ’ επέκταση σημαίνει έλεγχο ολόκληρου του σεναρίου. Πώς αλλιώς θα εξασφάλιζαν ένα αεροπλανοφόρο ή όλες αυτές τις ναυτικές εγκαταστάσεις και τα αεροπλάνα που χρειάστηκαν στα γυρίσματα του καθηλωτικού «Περλ Χάρμπορ» του Μάικλ Μπέι (2001); Αυτό φωτίζει άλλον ένα λόγο για τον οποίο το Βιετνάμ κατέχει μια μοναδική θέση στην ιστοριογραφία του αμερικανικού κινηματογράφου. Οταν το μόνο που χρειάζεσαι είναι αλεπούδες, αψιμαχίες στη ζούγκλα και επιδρομές σε χωριά, μπορείς πολύ πιο εύκολα να το κάνεις ακόμα και με χαμηλό προϋπολογισμό. Τα γυρίσματα μπορούν να γίνουν σχεδόν οπουδήποτε, όπως για παράδειγμα το «Platoon» (1986) του Ολιβερ Στόουν, που γυρίστηκε στις Φιλιππίνες, το υποτιμημένο «Hamburger Hill» (1987, επίσης στις Φιλιππίνες) ή το «Full Metal Jacket» του Stanley Kubrick (1987, στα Docklands του Λονδίνου, που μεταμορφώθηκαν σε Βιετνάμ, πριν ανακαινιστούν ριζικά).
Προφανώς, οι κινηματογραφιστές είναι πολύ πιο ελεύθεροι να πραγματοποιήσουν ένα συγκεκριμένο όραμά τους χωρίς την καυτή ανάσα του Υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ στο σβέρκο τους. Εν τω μεταξύ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι καμία πολεμική ταινία – συμπεριλαμβανομένου του έργου για την «Πτώση του Αφγανιστάν» με τους Χάρντι και Τέιτουμ- δεν εμφανίζεται ποτέ πολύ σύντομα, αν είμαστε συλλογικά προετοιμασμένοι για τη στάση που θα κρατήσει. Γιατί το παν είναι η ετοιμότητα του κοινού, λέει ο κινηματογραφικός κριτικός της Telegraph.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News