Ο στόχος είναι οι δέκα εκατομμύρια ψηφιακοί συνδρομητές έως το 2025 και παραπάνω από διπλάσιοι κατά τα επόμενα χρόνια, οι οποίοι θα κερδηθούν κυρίως με προϊόντα που δεν σχετίζονται με την αρχική αποστολή της δημοσίευσης «όλων των ειδήσεων που αξίζει να τυπωθούν».
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη γίνεται κατανοητό γιατί οι κραταιοί New York Times (ΝΥΤ) αποφάσισαν να δαπανήσουν περισσότερα από μισό δισεκατομμύριο δολάρια, 550 εκατομμύρια για την ακρίβεια, ούτως ώστε να αποκτήσουν το The Athletic, μια ψηφιακή αθλητική εφημερίδα που έχει μόνον συνδρομητές και καθόλου διαφημίσεις ενώ εστιάζει την προσοχή της στα τοπικά και πανεπιστημιακά πρωταθλήματα του αμερικανικού φούτμπολ, μπάσκετ, μπέιζμπολ και χόκεϊ επί πάγου αλλά και στην πρώτη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, τη γνωστή Premier League.
Αξιοσημείωτο αλλά και σημάδι των καιρών μας, όσον αφορά το The Athletic και την εξαγορά του, αποτελεί καταρχάς το γεγονός πως κανένας από τους ιδρυτές του δεν έχει σχέση, τουλάχιστον άμεση, με τη δημοσιογραφία. Ο Αλεξ Μάδερ είναι ένας 42χρονος startuper ενώ ο 34χρονος Ανταμ Χάνσμαν ασχολείται με τα οικονομικά. Αποφάσισαν να ιδρύσουν το The Athletic το 2016, όντας απλά δύο δυσαρεστημένοι φίλαθλοι.
«Οταν μετακόμισα στο Σαν Φρανσίσκο ήμουν ένας θυμωμένος φίλαθλος γιατί ήταν αδύνατο να βρω ποιοτικά άρθρα για τις αγαπημένες μου τοπικές ομάδες της Φιλαδέλφειας. Τα περιεχόμενα που αναρτούσαν οι χρήστες ήταν απογοητευτικά. Οι εθνικές εφημερίδες μιλούν μόνο για τους Dallas Cowboys», είχε αναφέρει κατά το παρελθόν ο Αλεξ Μάδερ. Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν δουλεύοντας αμφότεροι για την Strava, μία εφαρμογή για δρομείς και ποδηλάτες.
«Δεν υπάρχουν μικρές ομάδες, υπάρχουν μόνον μεγάλες ιστορίες», ήταν το σλόγκαν της περιοδείας που πραγματοποίησε ο Αλεξ Μάδερ ανά τις ΗΠΑ, αναζητώντας δημοσιογράφους παθιασμένους με τα τοπικά πρωταθλήματα του αμερικανικού φούτμπολ καθώς και του μπάσκετ, του μπέιζμπολ και του χόκεϊ επί πάγου.
«Το Athletic έχει αποκληθεί “Netflix των αθλητικών εφημερίδων”. Αλλά το πραγματικό μοντέλο είναι η Uber», αναφέρει στο ρεπορτάζ του ο Μάσιμο Σιντέρι της Corriere della Sera, εξηγώντας πως επιδίωξη του The Athletic ήταν όχι να είναι απλά παρόν αλλά να κυριαρχήσει όπου υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τα τοπικά πρωταθλήματα και όχι μόνον στις ΗΠΑ. Και τα κατάφερε χάρη στην επιχειρηματική οξυδέρκεια των ιδρυτών του αλλά και τη δουλειά 500 δημοσιογράφων.
Σχολιάζοντας την είδηση ο Πάολο Μαστρολίλι, ανταποκριτής της La Repubblica στην Ουάσιγκτον εξηγεί πως η σεβάσμια «Grey Lady», όπως είναι γνωστοί οι New York Times, γνωρίζει πως το μέλλον της «όχι μόνον έχει αναπόφευκτα τα χρώματα, τους ήχους και τα βίντεο της ψηφιακής επικοινωνίας, αλλά θα βασίζεται κυρίως στις μη παραδοσιακές προσφορές, οι οποίες στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της ποιοτικής δημοσιογραφίας».
Εδώ και χρόνια οι καθηγητές της περίφημης Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια – αυτής που απονέμει τα βραβεία Πούλιτζερ, υπενθυμίζει ο ιταλός δημοσιογράφος – κατά τη διάρκεια της ετήσιας μάζωξης των αποφοίτων της σχολής επισημαίνουν και προειδοποιούν πως πλέον εφημερίδες αγοράζουν μόνον όσοι είναι άνω των σαράντα ετών.
Αυτό σημαίνει πως οι λάτρεις της παραδοσιακής δημοσιογραφίας δεν θα είναι ποτέ αρκετοί για την επιβίωση και την ανάπτυξη των δημοσιογραφικών οργανισμών οι οποίοι καλούνται εκ των πραγμάτων να διευρύνουν σημαντικά την γκάμα των προσφορών τους για να κερδίσουν την προσοχή όλων όσοι κινούνται στα αχανή πεδία του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της προηγούμενης χρονιάς οι ψηφιακοί συνδρομητές των New York Times αυξήθηκαν κατά 455 χιλιάδες. Από αυτούς οι 320.000 επέλεξαν τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα για την ενημέρωσή τους, ενώ οι υπόλοιποι για τα παιχνίδια, τη μαγειρική ή το Wirecutter, έναν ιστότοπο αξιολόγησης προϊόντων, την πρόσβαση στον οποίο η εφημερίδα χρεώνει, πλέον, σαράντα δολάρια τον χρόνο.
Η Μέρεντιθ Κόπιτ Λέβιεν, η 51χρονη διευθύνουσα σύμβουλος των New York Times, χαιρέτισε το αποτέλεσμα, κάνοντας λόγο για «την καλύτερη επίδοση από τότε που εφαρμόστηκε το μοντέλο digital pay». Πλέον οι Tάιμς της Νέας Υόρκης έχουν 8,4 εκατομμύρια συνδρομητές, εκ των οποίων 7,6 εκατομμύρια είναι ψηφιακοί ενώ όλοι όσοι αναζητούν ακόμη την έντυπη έκδοση έχουν μειωθεί από τις 831.000 στις 795.000.
Κάπως έτσι τα έσοδά του συγκροτήματος άγγιξαν τα 510 εκατομμύρια δολάρια, τα κέρδη ξεπέρασαν τα 65 εκατομμύρια ενώ στα ταμεία υπάρχει διαθέσιμο ένα δισεκατομμύριο σε μετρητά για την περαιτέρω διεύρυνση της γκάμας των προϊόντων που προσφέρει επί πληρωμή χάρη στον μόχθο των περισσότερων από 1.700 δημοσιογράφων του.
Σε αυτό το πλαίσιο η εξαγορά του The Athletic αποτελεί απλά ακόμη ένα βήμα, από τα πολλά που έχουν ήδη κάνει ή προετοιμάζονται να κάνουν οι πρωτοπόροι New York Times. Εναντι αμοιβής προσφέρονται ήδη μερικά από τα 50 ενημερωτικά δελτία (newsletters) τους ενώ έχει ανακοινωθεί και η δημιουργία μιας ραδιοφωνικής εφαρμογής που θα αντλεί περιεχόμενα από το αρχείο της ραδιοφωνικής εκπομπής «This American Life».
Το 2020 οι ΝΥΤ αγόρασαν έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων την εταιρεία παραγωγής Serial Production η οποία ειδικεύεται στα podcast του μέλλοντος. Στρέφοντας την προσοχή τους στις νέες γενιές λάνσαραν μια εφαρμογή για παιδιά ονόματι «How to» (Πώς να) μέσω της οποίας μικρά παιδιά μπορούν να μάθουν τα πάντα, να ψήνουν μία πίτσα, για παράδειγμα, ή να εφευρίσκουν νέες γλώσσες. Προς το παρόν διατίθεται δωρεάν, αλλά εύκολα μπορεί να προβλεφθεί το επόμενο βήμα, εάν και το εν λόγω εγχείρημα στεφθεί με επιτυχία. Επιπρόσθετα υπάρχουν οι προσφορές, οι προσωρινές συνδρομές καθώς και εκείνες που αφορούν την πρόσβαση σε συγκεκριμένα ειδησεογραφικά περιεχόμενα.
Ολοι όσοι δυσανασχετούν, ήτοι οι λάτρεις και οι νοσταλγοί της παλιάς, παραδοσιακής δημοσιογραφίας, απλά αρνούνται να αποδεχτούν την πραγματικότητα. Αναπόφευκτα τα παραδοσιακά μέσα καλούνται να προσαρμοστούν και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό καθώς οι εξελίξεις είναι διαρκείς. Ο ανταγωνισμός είναι όχι μόνο σκληρός αλλά και διεθνής και όποιος αρνείται να συμμετάσχει κινδυνεύει αναπόφευκτα να καταστεί παρωχημένος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News