Πέρασε μισός αιώνας. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας, τον Οκτώβριο του 1972 στη Νέα Υόρκη, η τσαρίνα της κριτικής κινηματογράφου Πολίν Κάελ έκανε λόγο στις σελίδες του New Yorker για «ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου», για μια ταινία τόσο επαναστατική όσο επαναστατική υπήρξε η «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» (1913) του Ιγκόρ Στραβίνσκι για την ιστορία της μουσικής. «Σήμερα, ωστόσο, έπειτα από μισό αιώνα, αυτή η επανάσταση μνημονεύεται ψιθυριστά», γράφει ο Μάρκο Τσικάλα στο ilvenerdi, το ένθετο εβδομαδιαίο περιοδικό της La Repubblica. «Κάθε εποχή έχει τα δικά της τοτέμ και ταμπού», προσθέτει. Σε τι ακριβώς, όμως, αναφέρεται;
Μετά την προβολή του, το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» επικρίθηκε από πολλούς ως χυδαίο και προσβλητικό, ενώ σε πολλές χώρες προβλήθηκε λογοκριμένο ή δεν προβλήθηκε καθόλου. Ωστόσο, πολλά χρόνια μετά βρέθηκε εκ νέου στο εδώλιο, με κατηγορίες πολύ πιο βαριές και κύρια κατηγορούμενη την ίδια την πρωταγωνίστρια της ταινίας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2007, με αφορμή τη συμπλήρωση 35 χρόνων από την προβολή της, η Μαρία Σνάιντερ κατήγγειλε την «ανούσια» σκηνή του σοδομισμού της (στην οποία ο συμπρωταγωνιστής της, ο Μάρλον Μπράντο, κάνει ό,τι κάνει χρησιμοποιώντας λίγο βούτυρο) ως βιασμό. «Βιασμός ψυχολογικός – στο πλατό η βία ήταν φυσικά προσποιητή – αλλά δεν έχει σημασία» γράφει ο Μάρκο Τσικάλα, σημειώνοντας πως ο αρνητικός ντόρος που δημιουργήθηκε τότε, μετατράπηκε σταδιακά –λόγω του Διαδικτύου και του αναδυόμενου κινήματος #MeToo– σε δημόσια καταδίκη, που αμαύρωσε, ίσως, ανεξίτηλα την ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Τι ακριβώς, όμως, είπε η Μαρία Σνάιντερ στη συνέντευξή της; «Εκείνη η σκηνή δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο. Μου μίλησαν για αυτήν λίγο πριν τη γυρίσουμε. Ημουν έξαλλη. Επρεπε να είχα καλέσει τον ατζέντη μου ή τον δικηγόρο μου, επειδή δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να κάνει κάτι που δεν υπάρχει στο σενάριο. Αλλά τότε δεν το ήξερα. Ο Μάρλον μου είπε: “Μην ανησυχείς, είναι μόνο μια ταινία”. Κατά τη διάρκεια της σκηνής, εκείνος υποκρινόταν, αλλά τα δικά μου δάκρυα ήταν αληθινά. Ενιωσα ταπεινωμένη και, ειλικρινά, λίγο βιασμένη από τον Μάρλον και τον Μπερτολούτσι. Στη συνέχεια, κανένας δεν με παρηγόρησε, ούτε ζήτησε συγγνώμη. Ευτυχώς, ήταν μόνον μία λήψη», είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ηθοποιός.
Δεδομένου ότι ο Μάρλον Μπράντο εγκατέλειψε τα εγκόσμια το 2004, η Μαρία Σνάιντερ το 2011 και ο Μπερτολούτσι το 2018, θέλοντας να μάθει περισσότερα για την επίμαχη σκηνή, ο Μάρκο Τσικάλα βάλθηκε να βρει τους τελευταίους από τους συντελεστές της ταινίας που παραμένουν εν ζωή. Τα κατάφερε «και, υποθέτοντας ότι δεν έχουν υπογράψει κάποιο σατανικό συμβόλαιο ομερτάς, παρέχουν όλοι την ίδια εκδοχή των γεγονότων», γράφει.
«Γυρίζαμε με δύο κάμερες. Εγώ βρισκόμουν σε απόσταση ενός μέτρου από τον Μπράντο. Εκείνος υποδύθηκε δίχως καν να κατεβάσει το παντελόνι του. Μετά το γύρισμα της σκηνής, η οποία προβλεπόταν στο σενάριο, ο Μάρλον και η Μαρία άρχισαν να αστειεύονται. Το έχω ήδη πει και το επαναλαμβάνω: αν πιστεύετε πως αυτό που βλέπετε στον κινηματογράφο είναι η πραγματικότητα, τότε πρέπει να πιστεύετε ότι ο Μάρλον Μπράντο δεν πέθανε το 2004, αλλά το 1972, σε μια παρισινή ταράτσα: τον σκότωσε η Μαρία Σνάιντερ με ένα πιστόλι», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κορυφαίος ιταλός διευθυντής φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο («Αποκάλυψη Τώρα», «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας», κ.ά.), αναφερθείς στο τέλος της ταινίας.
«Ημουν 22 χρονών», είπε ο Ζαν-Νταβίντ Λεφέβρ, δεύτερος βοηθός του Μπερτολούτσι στην ταινία. «Ηταν τα χρόνια μετά το 1968, μια εποχή ελαφρώς ανεύθυνη… τσιγαριλίκια, σεξ… Θεωρούσαμε πως ήμασταν ικανοί για όλα και δεν υπολογίζαμε τίποτα. Δεν θυμάμαι εντάσεις στο πλατό. Ημασταν ένα είδος συμμορίας. Τώρα μιλάνε όλοι μόνο για τη σκηνή με το βούτυρο, αλλά ξεχνούν εκείνη όπου η Μπράντο λέει στη Μαρία: “Κόψε τα νύχια σου και βάλε μου δύο δάχτυλα στον κώλο”», προσέθεσε.
«Ενα βράδυ πήγαμε να δούμε “Το Κουρδιστό Πορτοκάλι” του Κιούμπρικ. Μόλις είχε βγει. Εξω από το σινεμά, ο Μπερνάρντο είπε: “Αυτή είναι η εξωτερική βία όσον αφορά τις σχέσεις άνδρα-γυναίκας. Εμείς ασχολούμαστε, αντιθέτως, με την εσωτερική βία, που είναι πολύ πιο τρομακτική”», συμπλήρωσε ο Ζαν-Νταβίντ Λεφέβρ.
Οσον αφορά την ταινία αυτή καθαυτή, δυο άγνωστοί, «ένας άνδρας και μια γυναίκα», σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπερτολούτσι, «αποφασίζουν να συναντηθούν σε ένα άδειο διαμέρισμα, δίχως να αποκαλύψουν τα ονόματά τους, το παρελθόν τους, τους κοινωνικούς εαυτούς τους. Θέλουν να συναντηθούν μόνο μέσω των κορμιών τους».
Ο γάλλος κριτικός κινηματογράφου Φαμπιέν Ζεράρ δεν ήταν παρών στα γυρίσματα, αλλά πέρα από συνεργάτης, υπήρξε και φίλος του Μπερτολούτσι. «Το “Τελευταίο Τανγκό” εντάσσεται στο πλαίσιο μιας εποχής και ενός κινηματογράφου που, για να απεγκλωβιστούν από την παράδοση, ήθελαν να πλησιάσουν το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αλλά η πραγματικότητα είναι φωτιά και όποιος παίζει μαζί της μπορεί να καεί» είπε, υπενθυμίζοντας πως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Η Μαμά και η Πουτάνα» (1973), «η σύντροφος του σκηνοθέτη Ζαν Εστάς αυτοκτόνησε και εκείνος κατέληξε σε θεραπευτήριο».
Το «Τελευταίο Τανγκό» σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία, γεγονός που επέτρεψε στον Μπερτολούτσι να γυρίσει το μεγαλεπήβολο «1900». Παρότι, όμως, «ήταν πολύ δεμένος με την ταινία, διερωτώταν εάν το “Τανγκό” ήταν μια λανθασμένη επιτυχία, μια παρεξήγηση», ανέφερε ο Φαμπιέν Ζεράρ. «Ισως να υπήρξε πολύ αφελής πιστεύοντας πως θα μπορούσε να αγγίξει τις “μάζες” με μια τόσο ακραία ταινία. Ισως ο κόσμος να μην ήταν έτοιμος. Ενδέχεται να περίμεναν στη σειρά μόνο και μόνο για να δουν τα στήθη της Σνάιντερ», συμπλήρωσε.
Με λίγα λόγια, παρότι πηγή έμπνευσης του Μπερτολούτσι αποτέλεσαν «η ριζοσπαστικότητα του Μποντλέρ, του Σελίν, του Μπατάιγ», το «Τανγκό» ξεχώρισε ως ένα «σόφτκορ, υψηλού επιπέδου μεν, αλλά ως τέτοιο», συνοψίζει ο ιταλός δημοσιογράφος.
«Δεν μπορώ να το κρίνω αμερόληπτα, γιατί αποτελεί κομμάτι της ζωής μου», παραδέχτηκε ο Ζαν-Νταβίντ Λεφέβρ. «Αλλά το “Τανγκό” δεν ήταν η “Εμμανουέλα”. Δεν είναι μια ερωτική ταινία, είναι μια ρομαντική ταινία, όμως ο ρομαντισμός της είναι απεγνωσμένος, βίαιος, ακόμη περισσότερο στα λόγια σε σχέση με τις εικόνες» είπε.
«Ο Μπερνάρντο δεν ήταν ο Τίντο Μπρας», σημείωσε από την πλευρά του και ο πρώην οπερατέρ Μάουρο Μαρκέτι. ,«Το “Τανγκό” εξέφραζε μια σεξουαλικότητα που σήμερα θα τη χαρακτηρίζαμε ρευστή, αμφίσημη, στο πλαίσιο της οποίας ο άνδρας και η γυναίκα ανταλλάσσουν ρόλους. Το είδα ξανά πριν λίγα χρόνια. Διατηρεί το συναισθηματικό του φορτίο. Σίγουρα, η νοσηρότητα ορισμένων σκηνών άφησε πολλούς από εμάς άναυδους. Αλλά ήταν η εποχή έτσι. Σε καμία περίπτωση δεν περιμέναμε ότι θα δημιουργούνταν σκάνδαλο» – όπως τελικά έγινε.
Ο Μάρκο Τσικάλα αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, όταν προβλήθηκε το «Τανγκό» στο Παρίσι, «εγκατέλειψε την αίθουσα τρομοκρατημένος μετά από δέκα λεπτά». Πάντως, έναν χρόνο πριν τον θάνατό της, η Μαρία Σνάιντερ δήλωσε πως «υπάρχει ένα πράγμα να πούμε και να κάνουμε: να απαλλάξουμε αυτή την ταινία, που έχει μπει και θα παραμείνει στην ιστορία του κινηματογράφου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News