Το «Σουέζ του Τραμπ»: Μια υπερδύναμη ταπεινώνεται
Το «Σουέζ του Τραμπ»: Μια υπερδύναμη ταπεινώνεται
H κρίση της Διώρυγας του Σουέζ, το 1957, θεωρείται –συμβολικά, αλλά και ουσιαστικά– το σημείο καμπής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν συνήλθε ποτέ. Ο δασμολογικός πόλεμος του Ντόναλντ Τραμπ έχει αρχίσει να περιγράφεται από τους διεθνείς αναλυτές ως το «Σουέζ των ΗΠΑ», το σημείο που οι μακροχρόνιες παγκόσμιες αντιλήψεις για την πλέον αξιόπιστη υπερδύναμη και το πανίσχυρο νόμισμά της γκρεμίστηκαν μέσα σε μια εβδομάδα.
Τον Νοέμβριο του 1957, η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ αποφάσισαν να απαντήσουν στην εθνικοποίηση της εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ, από τον αιγύπτιο Πρόεδρο Νάσερ, με μια συνδυασμένη στρατιωτική επιχείρηση. Οι αποβάσεις των Αγγλογάλλων προκάλεσαν τη διεθνή καταδίκη. Κάτω από έντονη πίεση, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, τα στρατεύματα αποσύρθηκαν γρήγορα και αντικαταστάθηκαν από μια δύναμη του ΟΗΕ.
Η βασική συνέπεια της επιχείρησης που εξελίχθηκε σε φιάσκο, ήταν ότι όλος ο υπόλοιπος πλανήτης είδε πλέον ξεκάθαρα τη φθίνουσα θέση της Βρετανίας στο παγκόσμιο στερέωμα. Η κατηγοριοποίηση της, άλλοτε κραταιής, αυτοκρατορίας ως «μια δύναμη τρίτης κατηγορίας», ανάγκασε τον πρωθυπουργός της, Αντονι Ιντεν, σε παραίτηση και η Αίγυπτος έλαβε την κυριότητα της Διώρυγας του Σουέζ, η οποία άνοιξε ξανά τον Απρίλιο του 1957.
Για τους Βρετανούς η υπόθεση του Σουέζ είναι κάτι παραπάνω από μια μελανή σελίδα στην Ιστορία τους. Είναι το σημείο στο οποίο έπαψαν να είναι υπερδύναμη. Οι Times του Λονδίνου σημειώνουν ότι, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, ίσως οι ΗΠΑ ζουν σήμερα μια παρόμοια κατάσταση.
Ο Τραμπ οραματίστηκε ότι θα μπορούσε να κάνει τις ΗΠΑ πιο ευημερούσες και αυτοδύναμες μέσω ενός πολύ επιθετικού προστατευτισμού. Αυτό που κατάφερε, όμως, τελικά, είναι να υπογραμμίσει τα τρωτά σημεία της οικονομίας τους, να αναγκαστεί σε υποχώρηση από τους υψηλότερους δασμούς και να οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος δανεισμού.
Οι συνεργάτες του Τραμπ συνεχίζουν να υπερασπίζονται τις πολιτικές του, επιμένοντας ότι μπορεί να κάνει «90 συμφωνίες σε 90 ημέρες», με όλες τις χώρες που διαμαρτύρονται και ζητούν μείωση των δασμών που ανακοινώθηκε στις 2 Απριλίου. Οι σύμβουλοί του υποστηρίζουν ότι η στρατηγική του εξαρχής ήταν να χρησιμοποιήσει τους δασμούς για να αναγκάσει τις χώρες να μεταρρυθμίσουν τις εμπορικές πρακτικές τους, τις οποίες κατηγορεί για «ξεζούμισμα» της Αμερικής.
Ομως, σημειώνουν οι Times, στο τέλος της πιο σημαντικής εβδομάδας της δεύτερης προεδρίας του Τραμπ, οι ΗΠΑ βρίσκονται μπλεγμένες σε μια εμπορική μάχη υψηλού διακυβεύματος με την Κίνα και έχουν το μεγαλύτερο μέσο επίπεδο δασμών εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, παρά την τρίμηνη αναστολή των υψηλότερων από αυτούς.
«Τα πάμε πολύ καλά με την ΤΙΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ μας. Πολύ συναρπαστικό για την Αμερική και τον κόσμο!!! Προχωράμε γρήγορα», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα του, Truth Social. Είπε ότι θα προσλάβει εκατοντάδες δικηγόρους για να συνάψουν συμφωνίες πριν από τη νέα προθεσμία, ώστε να αποφύγει την επιβολή υψηλότερων δασμών στις 9 Ιουλίου.
Ωστόσο, το χρηματιστήριο συνέχισε την ταραχώδη πορεία του και τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου συνέχισαν να υποχωρούν, δίνοντας ένα σαφές μήνυμα μη εμπιστοσύνης στην αμερικανική οικονομία.
Ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, υπό τον Πρόεδρο Κλίντον, είπε στην Washington Post: «Υποψιάζομαι ότι η κυβέρνηση υπαναχώρησε επειδή είδε το δικό της Σουέζ να πλησιάζει, με τη γενική έλλειψη εμπιστοσύνης στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ να διαχέεται και στο δολάριο».
Οταν η Βρετανία επιχείρησε να εισβάλει στην Αίγυπτο για να καταλάβει τη Διώρυγα του Σουέζ, ο τότε αμερικανός πρόεδρος, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, απείλησε τους Βρετανούς ότι θα πουλήσει όλα τα αμερικανικά ομόλογα που είχαν ως εγγύηση αγγλικές λίρες.
Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι η Αμερική αποεπένδυσε στη Βρετανία, αποσύροντας την εμπιστοσύνη της από τη βρετανική οικονομία και τη λίρα. Τα κρατικά ομόλογα είναι μετοχές που εκδίδει ένα κράτος και διαθέτει στις διεθνείς αγορές, προκειμένου ξένοι επενδυτές (χώρες ή ιδιώτες) να του δανείσουν χρήματα με εγγύηση τις οικονομικές του επιδόσεις. Οσο πιο αξιόπιστο είναι ένα κράτος και το νόμισμά του, τόσο μεγαλύτερη ζήτηση υπάρχει. Και το αντίστροφο. Υπό αυτή την έννοια, το ελληνικό «Σουέζ» ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Εκτίος από τον έλεγχο της Διώρυγας, η Βρετανία έχασε τότε κάτι πολύ σημαντικότερο: Την υπεροχή της στερλίνας ως αποθεματικό νόμισμα. Το δολάριο παραμένει έκτοτε το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα και αντιπροσώπευε περισσότερο από το 70% των αποθεματικών το 2000. Πέρυσι, όμως, ήταν σε επίπεδα μικρότερα του 60%.
Αυτή η πτώση φαίνεται να επιταχύνεται υπό τον Τραμπ, καθώς άλλα νομίσματα, από το ελβετικό φράγκο έως το γεν και το ευρώ, ανεβαίνουν φέτος με ταχείς ρυθμούς. Ο χρυσός τιμολογείται επίσης σε υψηλά ρεκόρ, γράφουν οι Times, δείχνοντας ότι οι επενδυτές απομακρύνονται από το δολάριο.
Ο Τραμπ υποχώρησε από τους υψηλότερους δασμούς του αφού οι παγκόσμιοι επενδυτές άρχισαν να ξεφορτώνονται τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Ανάμεσδά τους και η Ιαπωνία, η οποία έχει στείλει αντιπροσωπεία στην Ουάσιγκτον για να διαπραγματευτεί τη μείωση του δασμού 24% που της επιβλήθηκε.
Ο Πίτερ Ναβάρο, ο ανώτερος σύμβουλος του Λευκού Οίκου για το εμπόριο, είπε στο Fox Business: «Ξεκινήσαμε να εργαζόμαστε για αυτές τις συμφωνίες πριν από μήνες. Επομένως, θα πραγματοποιήσουμε 90 συμφωνίες σε 90 ημέρες. Είναι εφικτό».
Ο Ναβάρο είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Death by China (Θάνατος από την Κίνα), το οποίο περιγράφει πώς οι πολιτικές του Πεκίνου καθιστούν το δίκαιο εμπόριο «πρακτικά αδύνατο» μέσω «παράνομων εξαγωγικών επιδοτήσεων και χειραγώγησης νομισμάτων».
Συμμερίζεται, γράφουν οι Times, την επιθυμία του Τραμπ να επαναπροσδιορίσει τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, η οποία έχει πληγεί με δασμούς 125% στον εμπορικό πόλεμο και ένα επιπλέον 20% για την παροχή παράνομης φαιντανύλης στις ΗΠΑ.
Ο Ναβάρο είπε: «Από τη δική μας οπτική γωνία, η Κίνα έχει σκοτώσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο Αμερικανούς με θανατηφόρα φαιντανύλη και συναφή φάρμακα, και απλώς αρνείται να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό. Ταυτόχρονα, η Κίνα έχει καταστρέψει πάνω από 60.000 αμερικανικά εργοστάσια και έχει κλέψει πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βιομηχανία».
Η κλιμάκωση των δασμών από τον Τραμπ προς την Κίνα, που προκάλεσε δασμούς 125% από το Πεκίνο προς την ουάσινγκτον, έχει ουσιαστικά στραγγαλίσει το εμπόριο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παγκόσμιων οικονομιών. Ενας υπολογισμός της Washington Post έδειξε ότι ο μέσος δασμός των ΗΠΑ στις εισαγωγές είναι 27%, λαμβάνοντας υπόψη το μερίδιο 13% των εισαγωγών της Κίνας τη στιγμή που επιβλήθηκε. Την «ημέρα της απελευθέρωσης», ο Τραμπ ανακοίνωσε ένα βασικό 10% και υψηλότερα ποσοστά για περισσότερες από 80 χώρες, με μέσο όρο το 26,8%.
Ο Τραμπ μπορεί να αυξήσει κι άλλο τον μέσο δασμό, είπε ο ίδιος σε μια ανάρτηση στο Truth Social απειλώντας το Μεξικό, το οποίο ήδη χρεώνεται με δασμούς 25%. Κατηγόρησε τη χώρα ότι δεν τηρεί μια συνθήκη κοινής χρήσης νερο, του 1944. Εγραψε: «Θα συνεχίσουμε να κλιμακώνουμε τις συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων ΔΑΣΜΩΝ και, ίσως ακόμη και ΚΥΡΩΣΕΩΝ, μέχρι το Μεξικό να τιμήσει τη Συνθήκη και να ΔΩΣΕΙ στο ΤΕΞΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ!».
Ο Λάρι Φινκ, επικεφαλής της επενδυτικής εταιρείας BlackRock, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ είναι «πολύ κοντά, αν όχι ήδη σε ύφεση» ως αποτέλεσμα της απρόβλεπτης κατάστασης που δημιούργησε ο Τραμπ. Ο Φινκ είπε στο CNBC: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ένας παγκόσμιος παράγοντας σταθερότητας. Τώρα είμαστε ένας παγκόσμιος παράγοντας αποσταθεροποίησης. Αυτό δεν είναι μια πανδημία, δεν είναι μια οικονομική κρίση. Αυτό είναι κάτι που δημιουργήσαμε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Το «Σουέζ του Τραμπ»: Μια υπερδύναμη ταπεινώνεται
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.