Στην τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα «πραγματικά γελοία οφέλη που κατάφεραν να αποκομίσουν διαφθορείς και διεφθαρμένοι για το Κατάρ και το Μαρόκο» και την «τεράστια ζημιά που προκάλεσε η συμπεριφορά τους στην εικόνα της Ευρώπης και της Αριστεράς» εστιάζει την προσοχή του ο Αντρέα Μπονάνι, ένας από τους ανταποκριτές της La Repubblica στις Βρυξέλλες. «Μετά τα τριάντα αργύρια του Ιούδα, σε λίγες προδοσίες η δυσαναλογία μεταξύ της ζημιάς που προκλήθηκε και του οφέλους που αποκτήθηκε ήταν τόσο μεγάλη», αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο του.
Παρά τις βαλίτσες ευρώ που δαπάνησε το Κατάρ, τα επικριτικά για το εμιράτο ψηφίσματα υιοθετήθηκαν εν τέλει από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και παρά το εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς που έστησαν οι μυστικές υπηρεσίες του Ραμπάτ, η Ευρώπη εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την κατοχή της Δυτικής Σαχάρας από το Μαρόκο.
«Φυσικά, είναι πιθανό η “Παντσέρι και Σία” να κατάφερε να αμβλύνει μια πρόταση εδώ και ένα επίθετο εκεί, για να απαλύνει κάποιες αποχρώσεις της διπλωματικής γλώσσας υπέρ των εντολοδοτών τους. Το αν αυτό άξιζε όλα τα χρήματα που δαπανήθηκαν, εναπόκειται στους διαφθορείς να το κρίνουν. Σίγουρα δεν άλλαξε η πολιτική ουσία των ευρωπαϊκών θέσεων», συνοψίζει ο Μπονάνι.
Με την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύψουν νέα στοιχεία σε βάρος άλλων, ακόμη και πιο σημαντικών προσώπων εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, την ντροπή των Βρυξελλών μπορεί να μετριάσει το γεγονός πως υπήρξε δωροδοκία μεν, που είναι κάτι εξαιρετικά σοβαρό, αλλά δεν έφερε αποτέλεσμα, και αυτό θα μπορούσε να είναι παρήγορο.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως η ηθική βλάβη που υπέστη η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι τεράστια. «Αποδεικνύεται από το πόσο χαίρονται οι εχθροί της ΕΕ, με πρώτο τον ούγγρο πρωθυπουργό Ορμπαν, που τα χρήματα τα παίρνει από τον Πούτιν και καταφέρνει να μπλοκάρει τις ευρωπαϊκές πολιτικές, αλλά δεν καλείται να λογοδοτήσει γι’ αυτό», σημειώνει πολύ εύστοχα ο ιταλός δημοσιογράφος.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, ο Μπονάνι θυμίζει πως το 1999, υπό το βάρος αποκαλύψεων για σκάνδαλα κακοδιαχείρισης, απάτης και νεποτισμού, με κύρια, αλλά όχι αποκλειστική, πρωταγωνίστρια την επίτροπο και πρώην πρωθυπουργό της Γαλλίας Εντίτ Κρεσόν, και τα 20 μέλη της Κομισιόν υπό τον Ζακ Σαντέρ υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν, παρότι δεν έφεραν όλα ευθύνες. Αναλογικά, λοιπόν, «τι θα έπρεπε να κάνει τώρα η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μετσόλα, αφού ο θεσμός της δεν κατάφερε να εντοπίσει και να αποκαλύψει ένα τεράστιο εσωτερικό δίκτυο διαφθοράς;», διερωτάται ο ιταλός ανταποκριτής.
Σημειώνοντας πως η μοναδική αντίδραση του Ευρωκοινοβουλίου μέχρι στιγμής ήταν η ενίσχυση των κανόνων για τη ρύθμιση των λόμπι και την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του, ο Μπονάνι γράφει πως «κανένα από αυτά τα μέτρα, ούτε καν θα δυσαρεστούσε τη συμμορία των διεφθαρμένων, οι οποίοι στην πραγματικότητα κρατούσαν καλά κρυμμένα τα παράνομα συμφέροντά τους».
Το Qatagate αποκαλύφθηκε χάρη στη «συνεργασία μεταξύ των μυστικών υπηρεσιών διαφορετικών χωρών» και ένα από τα διδάγματα αυτής της υπόθεσης είναι ότι «δεν μπορεί να υπάρξει κυριαρχία δίχως μυστικές υπηρεσίες», υποστηρίζει ο δημοσιογράφος της La Repubblica. «Και ο ισχυρισμός της Ευρώπης ότι έχει εξωτερική πολιτική, ακόμη και αμυντική, χωρίς καν να σκέφτεται να αποκτήσει τη δική της υπηρεσία πληροφοριών που θα παρακολουθεί εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, καταδεικνύει όλη τη δυσαναλογία μεταξύ των φιλοδοξιών των Βρυξελλών και του πόσο πραγματικά αδύναμη είναι», προσθέτει.
Ομως, το Qatargate αποτέλεσε βαρύ πλήγμα όχι μόνο για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και για την Αριστερά, στην οποία πρόσκεινται οι κύριοι πρωταγωνιστές του σκανδάλου. «Γιατί η ευρωπαϊκή Αριστερά έχει στοχοποιηθεί από ξένες κυβερνήσεις, οι οποίες σίγουρα δεν είναι αριστερές, ακριβώς λόγω του ρόλου που διαδραματίζει η Αριστερά ως θεματοφύλακας και φορέας των ηθικών και πολιτικών αξιών που αυτές οι κυβερνήσεις ήθελαν να παρακάμψουν», εξηγεί ο Μπονάνι, σημειώνοντας πως το δίδαγμα για όσους δηλώνουν αριστεροί είναι ότι «η αδιαλλαξία είναι καθήκον, όχι σε πολιτικό, αλλά σε ηθικό επίπεδο».
Ακόμη και δίχως τα ευρώ στις βαλίτσες και στις σακούλες, οι διακοπές με εισιτήρια που πληρώνει η Qatar Airways ή τα Σαββατοκύριακα στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία του Μαρακές δεν είναι μικρές παρατυπίες που συγχωρούνται. «Πρόκειται για χειρονομίες που προδίδουν την πολιτική εντολή που υποτίθεται ότι ακολουθείται», και την ώρα που η Αριστερά στην Ιταλία –αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη– διερωτάται για το μέλλον της και την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, «αυτές οι προδοσίες δίνουν περισσότερες απαντήσεις από τα πολλά προγραμματικά σχέδια που κυκλοφορούν», σημειώνει, προφανώς απογοητευμένος, ο ιταλός ανταποκριτής στις Βρυξέλλες.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, υποστηρίζει πως το Qatargate θα πρέπει επίσης να μας οδηγήσει και σε ένα άλλο, λιγότερο απαισιόδοξο συμπέρασμα, σχετικά με το εύρος της ευρωπαϊκής ήπιας ισχύος. «Στην εξωτερική πολιτική, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει ουσιαστικά καμία εξουσία. Η λίγη εξουσία που διαθέτει η ΕΕ βρίσκεται στα χέρια της Κομισιόν και κυρίως των κρατών-μελών. Ενα κοινοβουλευτικό ψήφισμα εξ ορισμού μη δεσμευτικό για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ ή τη Δυτική Σαχάρα δεν αξίζει σχεδόν καμία αναφορά στις σελίδες των εφημερίδων μας», αναφέρει.
Γιατί, λοιπόν, να επιδιώξει κάποιος, καταβάλλοντας σοβαρότατες προσπάθειες, να επηρεάσει έστω και ελάχιστα τον πολιτικό λόγο των Βρυξελλών; «Ισως επειδή αυτός ο λόγος, ο οποίος δεν υποστηρίζεται από μια ισχυρή στρατιωτική ή πολιτική δύναμη, έχει καταστεί στη συνείδηση ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου η πιο αξιόπιστη φωνή της δημοκρατίας, η έκφραση της ελεύθερης συλλογικής του συνείδησης. Πρόκειται για μια δύναμη που η Ευρώπη δεν συνειδητοποιεί πάντα ότι διαθέτει. Αλλά όσοι φοβούνται αυτή τη φωνή το ξέρουν πολύ καλά. Οπως και εκείνοι που δωροδοκούνται για να την κλείσουν».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News