Προ έτους, γκρουπούσκουλο από μειράκια και «μειρακιάδες» απείλησαν να σταματήσουν τη λειτουργία του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών του ΕΜΠ (ΕΠΙΣΕΥ), που μαζί με το Πολυτεχνείο αποτελούν την πρώτη ερευνητική δύναμη της χώρας από πλευράς απόκτησης επιχορηγούμενων ερευνητικών έργων, επειδή ορισμένα από τα ερευνητικά έργα του (όλα χρηματοδοτούμενα από την Ε.Ε.) ήταν κατά την άποψή τους «πολεμοχαρή»!
Παρόμοια φαινόμενα υπήρξαν πρόσφατα και στο Α.Π.Θ. με θύμα τον καθηγητή Κύρο Υάκινθο σχετικά με τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα ανάπτυξης ελληνικών αυτόνομων εναέριων οχημάτων (UAV, drones), το οποίο τελεί υπό την διεύθυνση της Ε.Α.Β. και χρηματοδοτείται (πρωτοποριακά) από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Εδώ θέλω να χαιρετίσω το γεγονός ότι το ΥΠΟΙΚ χρηματοδοτεί απ’ ευθείας τρία πανεπιστήμια: το ΑΠΘ, το Δ.Π.Θ. και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας για την ανάπτυξη χρήσιμης για την οικονομία της χώρας βιομηχανικής τεχνολογίας με προέκταση προς τις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η σχετική προτροπή μπορεί να βρεθεί στο δοκίμιο μου ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΚΕΝΩ/ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΝ ΔΙΩΓΜΩ1 και προέκυψε από το γεγονός ότι το Υπ. Παιδείας ουδεμία σχέση έχει με την έρευνα!
Την παθολογική ακόμα και ως σήμερα λειτουργία των πανεπιστημίων στα χέρια ανεύθυνων νέων και νεανίδων και ιδιαίτερα την (αριστερής προέλευσης) αντίδραση τους σε οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει την εθνική άμυνα, πράγμα ιδιαίτερα ανησυχητικό την εποχή που βρωμάει μπαρούτι, ελπίζω ότι θα καταφέρει κάποτε η κυβέρνηση και η Βουλή να διαχειριστούν και τα ΜΜΕ να καταδικάσουν όπως πρέπει! Το θέμα όμως του άρθρου απασχολεί το υπό έκδοση βιβλίο μου «Εξήντα πέντε χρόνια στο Πολυτεχνείο και 284 άρθρα στο ΒΗΜΑ»2 και επίκαιρα σχετικά γεγονότα, όπως η υπόθεση των UAV και τα τεκταινόμενα για την αμυντική έρευνα στο υφυπουργείο Έρευνας και Καινοτομίας, καθιστούν ενδεδειγμένη την δημοσίευση ορισμένων στοιχείων.
Θα ήθελα να αρχίσω με την παρατήρηση ότι το ΜΙΤ (απ’ όπου έχω τρία μεταπτυχιακά πτυχία) λειτουργεί ανέκαθεν τόσο ως παγκοσμίως εξαίρετο ερευνητικό πανεπιστήμιο όσο και ως τόπος παραγωγής ερευνητικών, τεχνολογικών και αναπτυξιακών προϊόντων για την εθνική άμυνα των Η.Π.Α. Και επειδή διαβαθμισμένη και απόρρητη έρευνα δε μπορεί να γίνεται κοντά στις αίθουσες διδασκαλίας, το ΜΙΤ έχει υπό την πλήρη κυριότητα του μεγάλο παράλληλο ερευνητικό οργανισμό, το Lincoln Laboratory, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με την εκτέλεση έργων έρευνας και ανάπτυξης (προφανώς με μη δημοσιεύσιμα αποτελέσματα) αποκλειστικά για τις ανάγκες της εθνικής άμυνας και με κύρια χρηματοδότηση από το κράτος.
Αυτό που είναι τώρα ενδιαφέρον είναι το μέγεθος της δραστηριότητας αυτής τα πλαίσια της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Αυτό γιατί οι εισπράξεις του ΜΙΤ από την μη ακαδημαϊκή αυτή η δραστηριότητα ανέρχονται στο 27% των ετήσιων εσόδων του ενώ αντίστοιχα οι εισπράξεις από όλα τα άλλα επιχορηγούμενα ερευνητικά έργα με δημοσιεύσιμα αποτελέσματα ανέρχονται στο 15% ( MIT, Report of the Treasurer, June 30, 2021).
Τα παραπάνω ποσοστά αποκτούν οικονομικό μέγεθος από το γεγονός ότι τα συνολικά έσοδα του ΜΙΤ για το 2021 ήταν 3,945 δισ. $ ενώ τα αντίστοιχα έσοδα του ΕΜΠ ήταν περίπου το 4% των του ΜΙΤ! Αναφέρω όμως ότι το ΕΜΠ, που έχει σήμερα μόνο 400 καθηγητές, δηλαδή το 40% των καθηγητών του ΜΙΤ, έχει εγγεγραμμένους φοιτητές που είναι πάνω από δύο φορές περισσότεροι! Αναφέρω επίσης το εντυπωσιακό γεγονός ότι το ΜΙΤ, αφού εισπράξει ετησίως 300 εκατ. € ως δίδακτρα από τους έχοντες, επιδοτεί τους μη έχοντες και πολλούς μεταπτυχιακούς με 625 εκατ. €!
Μεταξύ των δύο πανεπιστημίων ένα μόνο μέγεθος είναι σε συγκρίσιμα πλαίσια. Στο ΕΜΠ έγιναν κατά το 2020 ακαδημαϊκά ερευνητικά έργα με προϋπολογισμό 84 εκατ.$ έναντι των 592 εκατ.$ του ΜΙΤ. Εάν όμως ληφθεί υπόψη ότι το ετήσιο κόστος ενός ερευνητή χρεώνεται στην Αμερική πολλές φορές περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα και ότι το κόστος των ερευνητών είναι το μεγαλύτερο έξοδο ενός ερευνητικού έργου, τότε η ετήσια ερευνητική προσπάθεια στο ΕΜΠ σε ερευνητικούς ανθρωπομήνες μετρούμενη είναι συγκρίσιμη με αυτή του ΜΙΤ και αυτό με μόνο το 40% των καθηγητών! Το γιατί μόνο μικρή οικονομική ωφέλεια για τη χώρα προκύπτει από τη μεγάλου οικονομικού αντικειμένου έρευνα που γίνεται στο ΕΜΠ, τελείως αναντίστοιχα από ό,τι συμβαίνει στο ΜΙΤ, πχ. ετήσιος αριθμός ευρεσιτεχνιών ή νέων εταιρειών, έχει εξηγηθεί στο δοκίμιο1.
Παρά τη μεγάλη ερευνητική του δραστηριότητα, η σημερινή χρηματοδότηση του ΕΜΠ για έρευνα ή παροχή υπηρεσιών χρήσιμων για την εθνική άμυνα είναι ουσιαστικά μηδενική! Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα μερικές δεκαετίες πριν. Αυτό θα τεκμηριωθεί με δύο παραδείγματα, που έχουν παρθεί αποσπασματικά από το προς έκδοση βιβλίο2, με τη διευκρίνιση ότι εμπιστευτική ή απόρρητη έρευνα (πρώτο παράδειγμα) δεν μπορεί να γίνει μέσα στο πανεπιστήμιο, ενώ η παροχή τεχνολογικών υπηρεσιών προς τις ένοπλες δυνάμεις, χωρίς όμως δημοσίευση τον αποτελεσμάτων χωρίς άδεια, μπορεί και γίνεται (δεύτερο παράδειγμα).
Ιδρυση και Λειτουργία του ΓΕΤΕΝ (περίοδος 1974-1982)
Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 μέλη του ΕΜΠ (καθηγητές και απόφοιτοι) ίδρυσαν και λειτούργησαν το ΓΕΤΕΝ (Γραφείο Έρευνας και Τεχνολογικών Εξελίξεων Ναυτικού). Μόλις ορκίστηκε η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή το 1974, τρείς καθηγητές του ΕΜΠ της Σχολής Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων οι Ι. Διάμεσης, Ν. Αθανασιάδης (αείμνηστοι και οι δύο) και Δ. Κουρεμένος, με παρότρυνση του πρώτου και ύστερα από συνεννόηση με τον πρώην αξιωματικό του ΠΝ και τότε Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Αλ. Παπαδόγγονα επισκέφτηκαν τον υπουργό Αμυνας Ευ. Αβέρωφ και πρότειναν την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη του ΕΜΠ προς το ΠΝ, η οποία έγινε άμεσα αποδεκτή.
Επακολούθησε σύσταση και οργάνωση της ομάδας, που ήταν νομικά ανύπαρκτη. Προτάθηκε και έγινε δεκτό, να επιλεγούν δέκα Μηχανικοί ΕΜΠ, οι οποίοι υπηρετούσαν τη θητεία τους στο ΠΝ και να γίνουν αποσπάσεις άλλων από δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ. Διατέθηκαν δύο οχήματα, χώρος στο κτήριο ΠΝ στη πλατεία Κλαυθμώνος και ορίστηκε αξιωματικός σύνδεσμος. Βουλή όμως ακόμη δεν υπήρχε και έτσι η ίδρυση του ΓΕΤΕΝ έγινε με ειδική πράξη. Συστήθηκαν ομάδες κατά ειδικότητες: ομάδα αντιτορπιλικών (υπεύθυνος Ι. Διάμεσης) και ομάδα πυραυλακάτων (ΤΠΚ) και υποβρυχίων (υπεύθυνος Δ. Κουρεμένος). Όλοι οι Καθηγητές ΕΜΠ είχαν, με απόφαση της Συγκλήτου του ΕΜΠ, άδεια συμμετοχής στις δραστηριότητες του ΓΕΤΕΝ, παράλληλα προς τα πλήρη καθήκοντα τους στο ΕΜΠ.
Το έργο το οποίο παρήχθη στη περίοδο 1974-1982 ήταν σημαντικό από πλευράς ποσότητας αλλά και ιδιαίτερης σημασίας κυρίως λόγω των καίριων για την εθνική άμυνα περιοχών που αφορούσε. Χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες, πρόκειται για περιοχές όπως: ηλεκτρονικός πόλεμος, εκτροπή κατευθυνόμενων βλημάτων, χρήση TV για μηνύματα, ηλεκτρομαγνητικές και IR υπογραφές και αντίμετρα, μετρήσεις για τοποθέτηση νέων πυροβόλων επί Α/Τ, προσομοιωτές, σύνδεση με ερασιτέχνες ραδιοτηλεγραφητές, κατασκευή συστήματος βολής υποβρυχίων κα.
Το σύστημα βολής υποβρυχίων που κατασκεύασε και εγκατέστησε το ΓΕΤΕΝ έτυχε δημοσιότητας από την εταιρεία UNIVAC των ΗΠΑ και συνεπώς μπορεί να αναφερθούν ορισμένα από τα στοιχεία της ιστορίας του. Λίγο πριν και μετά το 1974 παραλήφθηκαν τα 4 νεότευκτα γερμανικά υποβρύχια τύπου Γλαύκος. Το σύστημα βολής ήταν κατασκευή συνεργασίας των εταιρειών PHILIPS (Hengelo Ολλανδίας) και ATLAS (Bremen Γερμανίας).Είχε όμως Hardware και Software με αρκετές αδυναμίες ταχύτητας και ακρίβειας και ως εκ τούτου αποφασίστηκε η βελτίωση του. Το Hardware έπρεπε να είναι από τις ΗΠΑ με στρατιωτικές προδιαγραφές, ενώ το Software έπρεπε να γραφτεί ολόκληρο από την αρχή στο ΓΕΤΕΝ. Έγινε πρώτα ένας πρόχειρος τηλεχειριστής τορπιλών με ηλεκτρονόμους και αγοράστηκε ένας Η/Υ εμπορικών προδιαγραφών της UNIVAC, η οποία προμήθευε και το αμερικανικό ΠΝ. Στη συνέχεια γράφτηκε ένα πρώτο λογισμικό, έγιναν δοκιμαστικές βολές τορπιλών, εκκρίθηκαν επιτυχείς και ακολούθησε η τελική κατασκευή. Αγοράστηκαν από την UNIVAC πέντε υπολογιστές στρατιωτικών προδιαγραφών (είναι σαν ισχυρά χρηματοκιβώτια) και παραγγέλθηκαν πέντε κονσόλες χειρισμού τορπιλών και εντοπισμού στόχου, όλα τελευταίας ψηφιακής τεχνολογίας.
Οι τιμές αγοράς ήταν πολύ φθηνές διότι οι προμηθευτές ανέμεναν την αγορά του Software για να εισπράξουν. Εκεί ήλθε η έκπληξη! Ο Δ. Κουρεμένος ζήτησε από τα στελέχη του ΓΕΤΕΝ να δημιουργήσουν το λογισμικό και αυτοί το έκαναν! Σε γλώσσα μηχανής, με real time interrupts, να ελέγχει όλα τα περιφερειακά να επιλύει τον εντοπισμό στόχου με φίλτρα, να κατευθύνει και να παρακολουθεί την τορπίλη, να ενημερώνει την οθόνη και όλα αυτά σε χρόνο ολίγων msec! Στην Ελλάδα τοποθετήθηκαν τέσσερα τέτοια συστήματα, ένα σε κάθε υποβρύχιο και έγινε και πέμπτο ως εκπαιδευτικό.
Η συνεργασία του ΕΜΠ και των αποφοίτων του με το ΠΝ μέσω του ΓΕΤΕΝ έδειξε πόσα μπορούν να γίνουν με λίγα χρήματα. Το σύστημα βολής των γερμανικών υποβρυχίων είχε πουληθεί στην Ελλάδα για περίπου 4 εκατ. $ το ένα και το ΓΕΤΕΝ κατασκεύασε πέντε ανώτερης ποιότητας, με αγορά υλικών συνολικής αξίας μόνο ενός εκατ. $ συν τους μικρούς μισθούς.
Ο Δ. Κουρεμένος είχε ήδη εκλεγεί το 1981 ως ο επόμενος πρύτανης του ΕΜΠ και υπηρετούσε ήδη ως αντιπρύτανης όταν το 1982 το ΠΑΣΟΚ κατέλαβε χωρίς άδεια την Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου για να κάνει τριήμερη κομματική φιέστα. Για τον λόγο αυτόν παραιτήθηκε η μισή σύγκλητος (του συγγραφέα του άρθρου ως κοσμήτορα της Σχολής Μηχανολόγων περιλαμβανομένου) και η τριμελής πρυτανεία. Ως επόμενος πρύτανης εξελέγη ο «κομμουνιστής» Γ. Βουδούρης, ο οποίος μαζί με τη Σύγκλητο, ανακάλεσαν τις άδειες των Ι. Διάμεση και Δ. Κουρεμένου για συμμετοχή στο ΓΕΤΕΝ διότι δήθεν «παρεμποδιζόταν» η εργασία τους στο ΕΜΠ!
Το Ε.Ν.Θ.Υ. και το Π.Ν.
Το Εργαστήριο Ναυτικής και Θαλάσσιας Υδροδυναμικής (Ε.Ν.Θ.Υ.) της Σχολής Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών σχεδιάστηκε από εμένα έτσι ώστε, εκτός από εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες, να μπορεί να καλύψει και σχετικές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού, άλλων δημοσίων οργανισμών αλλά και πρωτίστως τις ανάγκες της εντόπιας ναυπηγικής βιομηχανίας. Τα παραπάνω έχουν σχέση με το μέγεθος των προτύπων που μπορούν να δοκιμαστούν στην Πειραματική Δεξαμενή και συνεπώς με το μέγεθος της ίδιας (100μ×5μ×3μ).
Ο αριθμός των χρηστών των υπηρεσιών του εργαστηρίου από το 1980 μέχρι σήμερα είναι περίπου 80 και τα έργα παροχής υπηρεσιών περίπου 350. Αυτό μαζί με πλήρες ακαδημαϊκό και ερευνητικό φορτίο. Ο μεγαλύτερος δε χρήστης υπηρεσιών (πελάτης) του Εργαστηρίου με 21 έργα ήταν, από το 1980 που άρχισε η λειτουργία του μέχρι το 2005, οπότε εγώ αποχώρησα, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Στο παραπάνω διάστημα έγιναν εκτεταμένες πειραματικές και αναλυτικές μελέτες για τα αρματαγωγά πλοία και δύο είδη περιπολικών ανοικτής θάλασσας και λιγότερο εκτεταμένες για τη φρεγάτα Έλλη, μία τορπιλάκατο, μια κανονιοφόρο, το υδρογραφικό πλοίο του ΠΝ και ένα υδροφόρο. Παράλληλα έγιναν για διάφορα πλοία υπολογισμοί σχεδίασης ελίκων, βελτίωσης γεωμετρίας πρύμνης, δυναμικής συμπεριφοράς σε κυματισμούς και επιχειρησιμότητας στο Αιγαίο πέλαγος και μελέτης κατακόρυφων ταλαντώσεων γάστρας. Ειδικά για τη φρεγάτα Έλλη, έγιναν πειράματα (τόσο στην αεροδυναμική σήραγγα όσο και στη θάλασσα) και υπολογισμοί επιδράσεων ανέμου κατά τις προσαπονηώσεις ελικοπτέρων μαζί με το Εργαστήριο Μετεωρολογίας του ΕΚΠΑ.
Εν γένει, καλύφθηκε κάθε σχετική ανάγκη του Πολεμικού Ναυτικού κατά το διάστημα μιας 25ετίας. Από τα παραπάνω πλοία, τα αρματαγωγά και τα περιπολικά ανοικτής θάλασσας κατασκευάστηκαν σε Ελληνικά ναυπηγεία, πρώτη (και τελευταία ) φορά στην ιστορία για πολεμικά πλοία Ελληνικής σχεδίασης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι και το κόστος κατασκευής τους ήταν συμφέρον για το κράτος και αυτό λόγω της ζημιογόνου οικονομικής λειτουργίας των ναυπηγείων κυρίως υπέρ του προσωπικού τους, εργαζομένου και μη, όπως περιγράφεται στο δοκίμιο «Η θλιβερή ιστορία των ναυπηγείων στην Ελλάδα»3.
Δυστυχώς, για ανεξήγητους λόγους, η τελευταία ανάθεση έργου από το Π.Ν. στο Εργαστήριο χρονολογείται από το 2011!
Και έρχομαι τώρα στο γενικότερο θέμα της διεξαγωγής έργων έρευνας και ανάπτυξης για την εθνική άμυνα καθώς και το της εντόπιας παραγωγής οπλικών συστημάτων που προφανώς δουλειά των πανεπιστημίων δεν είναι. Επί του θέματος η πρακτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά είναι όχι ικανοποιητική από όσα μπορώ να γνωρίζω. Δηλαδή το μέγιστο μέρος των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων καλύπτεται με εισαγωγές. Η ελληνική κρατική πολεμική βιομηχανία είναι εν πολλοίς ζημιογόνα και προσπάθειες εντόπιας παραγωγής ξένων οπλικών συστημάτων δεν απέδωσαν οικονομικά. Προφανώς για να γίνει εντόπια παραγωγή ελληνικής σχεδίασης οπλικών συστημάτων πρέπει να προηγηθεί περίοδος έρευνας και ανάπτυξης σε οργανισμούς των ενόπλων δυνάμεων. Το πώς ήταν η κατάσταση επί του προκειμένου δύο δεκαετίες πριν, περιγράφεται στο άρθρο μου «Η άμυνα και η έρευνα», 17.5.1998 στο «ΒΗΜΑ».
Η περιγραφή των προσπαθειών που έγιναν κατά τις τελευταίες δεκαετίες για την ανάπτυξη διαδικασιών έρευνας και ανάπτυξης για θέματα εθνικής άμυνας δεν είναι σκοπός του άρθρου ούτε ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα λόγω της εμπιστευτικής φύσης των πληροφοριών να το κάνει. Ειδικά όσον αφορά την ιδιωτική πολεμική βιομηχανία. Γνωρίζει όμως ότι ορισμένες από αυτές, όπως όταν ανατέθηκε σε δήθεν «ειδικό»(αποτυχόντα όμως καθηγητή) από το ΜΙΤ να δημιουργήσει το πλήρες οικοδόμημα, υπήρξαν εντυπωσιακά αποτυχημένες. Αυτό όμως που μπορεί να διαπιστωθεί εκ του μακρόθεν είναι ότι η υπόθεση της αμυντικής έρευνας και ανάπτυξης έχει υποβαθμιστεί τόσο από πλευράς διατιθέμενων πιστώσεων όσο και διοικητικά. Έχει δηλαδή πάψει να υφίσταται η Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΔΑΒΕΤ), που μας χρηματοδοτούσε και υπάρχει μόνο ένα τμήμα «Αμυντικής Τεχνολογίας και Έρευνας» στη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ).
Η κακή κατάσταση στη χώρα επί του θέματος συμπληρώνεται και από την ανέκαθεν ουσιαστικά μηδενική σχέση του Υπ. Ανάπτυξης με την ελληνική πραγματικότητα σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης που σχετίζονται με την εθνική άμυνα. Το να μην έχει ποτέ υπάρξει χρηματοδότηση για την περιοχή, συγχωρείται. Όλα κι όλα 200 εκατ .€ διαθέτει το ΥΠΟΙΚ κάθε επτά χρόνια για ερευνητικούς σκοπούς από εθνικούς πόρους1, πού να βρει πιστώσεις για αμυντική έρευνα το Υπ. Ανάπτυξης;
Τα ΜΜΕ αναφέρουν ότι η Τουρκία εξάγει ετησίως οπλικά συστήματα αξίας άνω των τριών δισ. € και ο Υφυπουργός Έρευνας και Καινοτομίας του Υπ. Ανάπτυξης Χρ. Δήμας ερωτηθείς περί τούτου δήλωσε στις 27.5.2022 : «Έχουμε ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία να δούμε πώς θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία πολύ πιο εκτεταμένα και στην εθνική άμυνα»! Δηλαδή πόσο πιο πίσω μπορεί να βρισκόμαστε από τους Τούρκους επί του θέματος;
Έρχομαι τώρα στην αρχή του άρθρου όπου χαιρέτησα την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΒ και τριών πανεπιστημίων για την ανάπτυξη Αυτόνομου Εναερίου Οχήματος με τη χρηματοδότηση του ΥΠΟΙΚ, που στη συνέχεια θα κατασκευάσει η ΕΑΒ και σημειώνω τμήμα από τις δηλώσεις του υπουργού Χρήστου Σταΐκούρα:
«Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας διαπιστώνεται, παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, διαχρονική υστέρηση στην ανάπτυξη δημιουργικών συνεργασιών μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων και φορέων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με πολλαπλές συνέπειες στα πανεπιστήμια, τους φορείς, την οικονομία και συνολικά τη χώρα.
Με την πρωτοβουλία που από κοινού αναπτύσσουμε, δίνουμε ένα νέο καλό παράδειγμα .Εδώ και περίπου δύο χρόνια, με τη συμβολή Συνεργατών, της ΕΑΒ, των τριών πανεπιστημίων και αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί ώσμωση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, και σύνθετες συνεργασίες, με στόχο η Ελλάδα να καταστεί παραγωγός σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων».
Παρά το άκρως επαινετό της πρωτοβουλίας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι τα δημόσια πανεπιστήμια εξαρτώνται πλήρως από το κράτος για την ανάπτυξη και συντήρηση των ερευνητικών τους υποδομών, πράγμα που η πολιτεία έχει σταματήσει να κάνει από εικοσαετίας1! Αντίθετα η ίδια πολιτεία χρηματοδοτεί ικανοποιητικά υποδομές στα ερευνητικά κέντρα βασικής έρευνας που εκ των πραγμάτων ελάχιστη σχέση έχουν με την παραγωγή σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων και ιδιαίτερα για αμυντικούς σκοπούς. Πρόκειται μήπως το ΥΠΟΙΚ να διαθέσει προς το Υπ. Παιδείας πιστώσεις για το σκοπό αυτό; Αυτό τούτο το εγχείρημα της κατασκευής εγχώριου UAV (με απαράδεκτη, δεκαπενταετή περίπου συγκριτικά με την Τουρκία καθυστέρηση) και η σχέση του με τις πανεπιστημιακές ερευνητικές υποδομές θα καταστήσουν σαφή τα όσα λέω. Το πρωτοποριακό όχημα (drone, UAV) που πρόκειται να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί τώρα είναι μικρών διαστάσεων με μέγιστο άνοιγμα πτερύγων 1,80μ και στην εξέλιξή του μπορεί να έχει περιορισμένες μόνο εφαρμογές για πολεμικούς σκοπούς, τις οποίες επαγγέλλεται ο επικεφαλής της προσπάθειας, όπως πχ. γίνεται τώρα στην Ουκρανία, όπου για επιθετικές δράσεις χρησιμοποιούνται αφειδώς τα τουρκικά unmanned combat aerial vehicles (UCAV) Bayractar. Τα οχήματα όμως αυτά είναι μεγάλα και στην απογείωση τους ζυγίζουν περίπου 700 κιλά.
Για να σχεδιαστεί όμως ένα τέτοιο εναέριο όχημα είναι απαραίτητο να γίνουν εκτεταμένα πειράματα σε καταλλήλου μεγέθους και δυνατοτήτων (υποηχητική) αεροδυναμική σήραγγα, η οποία ευτυχώς υπάρχει στην Ελλάδα και δη στο Πολυτεχνείο. Σε μια τέτοια σήραγγα που σχεδίασε ο αείμνηστος Νίκος Αθανασιάδης, έγιναν τα πειράματα προσδιορισμού της ροής γύρω από τη φρεγάτα Έλλη, στην περιοχή βιομηχανικής αεροδυναμικής και μπορεί να γίνει η ανάπτυξη μεγαλύτερου Ελληνικού UAV. Η ΕΑΒ ποτέ δεν έχει χρησιμοποιήσει την εγκατάσταση. Τώρα που έχει μνημόνιο συνεργασίας με το Πολυτεχνείο μήπως θα το κάνει;
Φυσικά – για τον κ. Σταϊκούρα αυτό _ ας ερωτηθούν οι σύμβουλοι του ΥΠΟΙΚ πώς μπορεί μια τέτοια μεγάλη εγκατάσταση να λειτουργεί στο διηνεκές χωρίς την κρατική συνδρομή;
Ο Θεόδωρος Λουκάκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και ειδικός σε θέματα ναυτικής υδροδυναμικής
- «Λειτουργία εν κενώ/Λειτουργία εν διωγμώ», Δοκίμιο 2021, Εκδόσεις Bookstars (Προδημοσίευση: Protagon, 14.09.2021)
- «Εξήντα πέντε χρόνια στο Πολυτεχνείο και 284 άρθρα στο ΒΗΜΑ», βιβλίο υπό έκδοση, 2022
- «Η θλιβερή ιστορία των ναυπηγείων στην Ελλάδα», Δοκίμιο 2022, Διάθεση Bookstars (προδημοσίευση: Protagon, 08.05.2022)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News