Το Πάσχα χωρίς Ανάσταση του 1941
Το Πάσχα χωρίς Ανάσταση του 1941
Η Μεγάλη Τετάρτη του 1941 έπεφτε στις 16 Απριλίου. Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει στο ημερολόγιό του εκείνη την ημέρα: «Το μέτωπο της Αλβανίας διαλύεται. Ύστερ’ από την εξωφρενική ανυπαρξία των Γιουγκοσλάβων. Κοντά σ’ αυτό ατμόσφαιρα φευγιού τούτες τις μέρες. Στην κυβέρνηση νεύρα. Κανένας ψύχραιμος άνθρωπος…» («Μέρες Δ’», εκδ. Ίκαρος). Hδη από τη Μεγάλη Δευτέρα εκείνης της χρονιάς η Μακεδονία και η Θράκη βρίσκονται παραδομένες στους Γερμανούς, ενώ η Θεσσαλονίκη έχει συνθηκολογήσει λίγες ημέρες νωρίτερα (παρεμπιπτόντως, είναι η περίοδος που φτάνει στην πόλη ο Βασίλης Τσιτσάνης για να μείνει τελικά έξι χρόνια γράφοντας ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια του).
Στις 14 Απριλίου η «Ακρόπολις» δημοσιεύει τη μαρτυρία του δημοσιογράφου Αντώνη Θεοδωρίδη από τις τελευταίες ώρες της πόλης: «Είμαι από τους τελευταίους αυτοεξορίστους κι έζησα το δράμα των τελευταίων ωρών της ελευθερίας της, που χάθηκε προσωρινά. Τι αγωνιώδης μέρα! Τι ώρες σπαραγμού! Από το πρωί, το λυπηρό νέο κυκλοφορούσε κατά δόσεις. Το επληροφορήθηκαν πρώτα οι αρχές και σιγά-σιγά το μάθαινεν ο κόσμος απ’ ό,τι έβλεπε. Και έβλεπε τον στρατό, τις υπηρεσίες, τους δημοσίους λειτουργούς να διαλύουν τα γραφεία των, να καίνε τα αρχεία των, να φεύγουν προς το λιμάνι και προς τον σταθμό… Εικόνες ενός ανείπωτου δράματος. Όλα τα πλοία και πλοιάρια του Θερμαϊκού Κόλπου είχαν επιταχθή. Πλήθη έτρεχαν προς την παραλία να φύγουν, να μη αντικρύσουν τον κατακτητή, να μη ιδούν τα μάτια των την σκλαβιά της πολύπαθης μεγαλόπολης».
Το έπος της Αλβανίας διαδέχεται η ανασφάλεια και η ηττοπάθεια. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου, πρωθυπουργός γίνεται ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, αλλά ουσιαστικά η εξουσία ασκείται από τον –ανέτοιμο– βασιλιά Γεώργιο Β’. Σε κλίμα πολιτικού κενού και τρόμου μπροστά στην επερχόμενη εισβολή των Γερμανών η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να αναχωρήσει για το Κάιρο. Μην αντέχοντας την τραγικότητα των στιγμών ο πρωθυπουργός επιλέγει την αυτοκτονία το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, ύστερα από επεισοδιακό Υπουργικό Συμβούλιο.
Και πάλι ο Γ. Σεφέρης: «Η κατάσταση είχε ξεφύγει πια από τα χέρια των υπουργών, που ήταν άλλωστε και διχασμένοι. Ο Κορυζής δεν ήξερε τι να κάνει. Πήγε στον βασιλιά και τον παρακάλεσε να δεχτεί την παραίτησή του. Ο βασιλιάς αρνήθηκε. Ο Κορυζής του φίλησε το χέρι κι έφυγε. Ο βασιλιάς, που κάτι υποψιάστηκε, μισάνοιξε την πόρτα κι έστειλε πίσω του το Διάκο. Αυτός δεν πρόλαβε τον ανελκυστήρα. Ώσπου να προφτάσει, ο Κορυζής είχε [φύγει] και πήγε να τραβήξει δυο σφαίρες στην καρδιά του».
Το αποτέλεσμα είναι η Μεγάλη Εβδομάδα του πανικού, της απειθαρχίας του στρατεύματος και του διχασμού. Τα καταστήματα στην Αθήνα διατηρούν μεν κάποια κίνηση –καθώς συνεχίζονται ακόμη τα κυβερνητικά μέτρα για «…άτοκα δάνεια και διμήνους προκαταβολάς», αλλά στην πραγματικότητα οι Αθηναίοι σπεύδουν να αγοράσουν όσα πρόκειται να στερηθούν σε λίγες ημέρες. Άλλωστε, υπάρχουν ήδη περιορισμοί σε κρέας, τυρί, κάρβουνα και οινόπνευμα, που πωλούνται μόνο σε συγκεκριμένα σημεία στο κέντρο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι γνωστές ουρές. Την επομένη της αυτοκτονίας Κορυζή, εξάλλου, η εφημερίδα «Ακρόπολις» αφήνει την αίσθηση ότι ο ελληνικός στρατός συνεχίζει να ανθίσταται, ενώ διαψεύδονται οι φήμες για οπισθοχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών. Εξαιτίας της απαγόρευσης της κυκλοφορίας το βράδυ η περιφορά των Επιταφίων γίνεται μέσα στις εκκλησίες και οι πιστοί προσέρχονται «κατά χιλιάδας στους ιερούς ναούς». «Η πολεμική κατάστασις δεν ημπόδισε τους ευλαβείς Χριστιανούς να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα», γράφουν τα «Αθηναϊκά Νέα» στις 18 Απριλίου.
Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Την Κυριακή του Πάσχα η Ελλάδα ξυπνάει με τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού, να παραβαίνει τον όρκο του υπογράφοντας πρωτόκολλο ανακωχής με τους κατακτητές στο Μέτσοβο. Ο Εμμανουήλ Τσουδερός γίνεται πρωθυπουργός. Την ίδια μέρα σμήνος Στούκας επιτίθεται σε ελληνικά πλοία και βυθίζει το αντιτορπιλικό «Ψαρά». Το ηρωικό πλήρωμα, αντί να εγκαταλείψει το πλοίο, εξακολουθεί μέχρι τη στιγμή της βύθισης να εκτοξεύει αντιαεροπορικές βολές. Βομβαρδίζεται επίσης το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Και στην Αθήνα: «…Τα γεγονότα δεν επέτρεψαν να γίνει η Ανάσταση σύμφωνα με τα έθιμα. Ούτε οι καμπάνες ακούστηκαν χαρμόσυνες για το Χριστός Ανέστη. Σε λίγα σπίτια έφτιαξαν την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα. Ο κόσμος δεν είχε διάθεση να βάψει κόκκινα αυγά… Η πορεία προς τον Γολγοθά έχει αρχίσει. Η μια τραγική είδηση ακολουθεί την άλλη… Πασχαλιάτικα οι δρόμοι είναι άδειοι. Στις αίθουσες των κινηματογράφων δεν πατάει ψυχή. Κι έχουν βάλει ταινίες ωραίες, εορταστικές. Το ίδιο και στα θέατρα…» (Γ. Καιροφύλας « Η Αθήνα του ’40»). Τη Δευτέρα του Πάσχα γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την Άρτα συνεχίζοντας τις επιθέσεις που είχαν ξεκινήσει το Μεγάλο Σάββατο. Εκατοντάδες άμαχοι βρίσκουν φρικτό θάνατο και η πόλη μετατρέπεται σε ερείπια.
Το Πάσχα χωρίς ανάσταση εκείνης της χρονιάς ολοκληρώνεται φυσικά στις 27 Απριλίου, όταν οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και επιβάλλουν κατοχική διοίκηση. Γίνεται έπαρση του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη και η Πηνελόπη Δέλτα οδηγείται στην αυτοκτονία με δηλητήριο έχοντας σημειώσει στο ημερολόγιό της: «Finis Graeciae» (To τέλος της Ελλάδας). Hταν οι ίδιες λέξεις που είχε γράψει για πρώτη φορά την ημέρα θανάτου του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Το Πάσχα χωρίς Ανάσταση του 1941
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.