Το είχε κάνει στο παρελθόν και έπιασε. Λίγο πριν από τη συμφωνία του Μαρτίου 2016 για τις επιστροφές μεταναστών στην Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν απειλούσε να στείλει εκατομμύρια πρόσφυγες στην Ευρώπη.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2016, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Αγκυρα, ανέφερε στο ακροατήριό του ότι από τα τέλη του 2015 είχε καταστήσει σαφές στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι θα μπορούσε να ανοίξει τις πύλες σε 2,7 εκατ. πρόσφυγες που βρίσκονταν -τότε- στα εδάφη της χώρας του.
Μετά τη συμφωνία του Μαρτίου 2016, σε χρονικό διάστημα περίπου δύο ετών, η Τουρκία έλαβε 3 δισ. ευρώ για την εφαρμογή της συμφωνίας, υπό τον όρο ότι τα χρήματα θα διατεθούν σε προγράμματα υπέρ των σύρων προσφύγων. Στα μέσα του 2018 εγκρίθηκε και η διάθεση του υπόλοιπου ποσού που είχε συμφωνηθεί – το σύνολο, 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Oταν η Ευρώπη εμφάνιζε καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις ποσών ή υπήρχαν εντάσεις με ευρωπαϊκά κράτη, ο Ερντογάν υπενθύμιζε ότι θα ανοίξει την κάνουλα του Προσφυγικού: το έκανε τον Νοέμβριο του 2016, μέσω του υπουργού Εσωτερικών του, τον Μάιο του 2017, το υπονόησε τον Σεπτέμβριο του 2018, αναφέροντας ότι η Ιντλίμπ έχει 3,5 εκατ. πρόσφυγες και ότι «η Τουρκία δεν μπορεί να τους αντέξει».
Στα τέλη Οκτωβρίου 2019 απείλησε και πάλι, λέγοντας με το χαρακτηριστικό, άμεσο ρητορικό ύφος του κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης του κόμματός του στην Αγκυρα: «Εϊ, Ευρωπαϊκή Ενωση, αν αποπειραθείς να βάλεις στις στρατιωτικές επιχειρήσεις μας την ταμπέλα της “εισβολής”, θα ανοίξουμε τις πύλες μας και θα στείλουμε 3,6 εκατ. πρόσφυγες». Στις αρχές του Οκτωβρίου ο Τραμπ είχε ήδη διατάξει τα αμερικανικά στρατεύματα να αποχωρήσουν από τη Βορειοανατολική Συρία, όπου υποστήριζαν του Κούρδους, και αμέσως μετά η τουρκική πολεμική αεροπορία ξεκίνησε επιδρομές στις συνοριακές πόλεις, με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν, σύμφωνα με υπολογισμούς, τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι.
Την ίδια ημέρα που έβγαλε τον λόγο στα κομματικά στελέχη του, ο Ερντογάν κατηγόρησε την Ευρώπη ως «ψεύτρα», επειδή είχε υποσχεθεί 6 δισ. για τη στέγαση και σίτιση των σύρων προσφύγων και είχε δώσει μόνο τα μισά. Ηταν μία προσπάθεια να κλιμακώσει τις πιέσεις προς την ΕΕ, ώστε αυτή να αναγκαστεί να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία. Εκεί ο Ερντογάν θέλει να φιλοξενήσει περίπου το 1/3 των προσφύγων που βρίσκονται στα εδάφη του, με το κόστος του πρότζεκτ να φτάνει τα 27 δισ. ευρώ. Ομως, τόσο η Μέρκελ όσο και ο Μακρόν αναγνώρισαν την πολιτική τοξικότητα μιας χρηματοδότησης ή έστω υιοθετήσης των σχεδίων του Ερντογάν στη Βόρεια Συρία.
Και μετά ήρθε η Ιντλίμπ: Από τις αρχές Δεκεμβρίου που ξεκίνησαν οι συγκρούσεις μεταξύ τουρκικών και συριακών –υπό το καθεστώς Ασαντ– στρατευμάτων υποστηριζόμενων από τη Ρωσία, έως και τα μέσα Φεβρουαρίου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ εκτοπίστηκαν τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι από την περιοχή. Μάλιστα, από την αρχική ανάλυση των ειδικών του ΟΗΕ, επρόκειτο για τον μεγαλύτερο αριθμό εκτοπισμένων από την αρχή του συριακού πολέμου το 2011.
Oταν ο ΟΗΕ έκανε αυτές τις εκτιμήσεις, οι απώλειες των τούρκων στρατιωτών κατά τις επιθέσεις ανέρχονταν σε περισσότερες από 10, προκαλώντας εσωτερικές αντιδράσεις στην Τουρκία, με κόμματα της αντιπολίτευσης και απλούς πολίτες να αναρωτιούνται γιατί τα τουρκικά στρατεύματα έχουν εμπλακεί σε αυτή την υπόθεση. «Είπαμε ξανά και ξανά ότι δεν θα αποσύρουμε το προσωπικό μας, τους στρατιώτες από εκεί. Θα συνεχίσουν την αποστολή τους», ήταν τότε οι δηλώσεις του τούρκου υπουργού Αμυνας, όπως αποτυπώθηκαν σε συνέντευξή του στο Associated Press στα μέσα Φεβρουαρίου.
Λίγες ημέρες μετά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάλεσαν τον Ερντογάν να ξεκινήσει διάλογο με τον Ασαντ, θεωρώντας ότι η ένταση θα κλιμακωθεί και ότι θα θρηνήσουν περισσότερους νεκρούς.
Με τις επιθέσεις της 27ης Φεβρουαρίου, κατά τις οποίες τουλάχιστον 33 τούρκοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες τραυματίστηκαν, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό αναμένεται να αυξηθούν εκθετικά. Και μέσα σε λίγες ώρες, το «παιχνίδι» με τις κάνουλες ξεκίνησε ξανά: τόσο για εσωτερική κατανάλωση, με τη βιντεοσκόπηση ομάδων προσφύγων να κινούνται προς τα σύνορα με την Ελλάδα, όσο και για να ασκηθούν πιέσεις στο εξωτερικό για τη χρηματοδότηση των σχεδίων του. Ωστόσο, τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να αποπροσανατολίζονται από το παιχνίδι του. Πρότειναν ραντεβού για τις 29 Φεβρουαρίου στη Βουλή, ενώ η κυβέρνηση αντιπροτείνει κλειστή συνεδρίαση για τις 3 Μαρτίου. Και όπως φαίνεται, η μάχη στο εσωτερικό της Τουρκίας για την εμπλοκή των τουρκικών στρατευμάτων στην Ιντλίμπ δεν πρόκειται να είναι εύκολη για τον Ερντογάν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News