Το 2017 ξεκίνησε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη έρευνα. Νορβηγοί και έλληνες επιστήμονες αποφάσισαν να ερευνήσουν την επιρροή της κουλτούρας οδικής ασφάλειας ανάμεσα στις δύο χώρες. Εκείνη την περίοδο η Νορβηγία είχε το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από τροχαία ατυχήματα, ενώ η Ελλάδα ένα από τα χειρότερα ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Οι επιστήμονες εξέτασαν τους παράγοντες που επηρεάζουν τις -ανάμεσα σε άλλα και επιθετικές- συμπεριφορές των οδηγών στον δρόμο και τις συνέκριναν εστιάζοντας στην οδική κουλτούρα.
Στις συνεντεύξεις που έδωσαν οι έλληνες ιδιώτες οδηγοί περιέγραψαν τους εαυτούς τους και άλλους οδηγούς ως εκνευρισμένους στην κίνηση, και το εξήγησαν αυτό παραπέμποντας στις δύσκολες συνθήκες κυκλοφορίας και στην πίεση χρόνου. Ανέφεραν ότι αυτές οι συνθήκες οδηγούν σε ένταση και νευρικότητα, ενώ η απρόβλεπτη οδήγηση άλλων στον δρόμο τούς προκαλεί νεύρα και άγχος.
Είπαν ότι αυτές είναι καταστάσεις που συμβαίνουν, αν όχι καθημερινά, πολύ συχνά. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα –το 2017 διανύαμε ακόμα την οικονομική κρίση– τους έκανε πιο επιρρεπείς στο να «εκρήγνυνται» στην κίνηση. Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των νορβηγών ιδιωτών οδηγών ανέφερε ότι μερικές φορές ενοχλούνται ή θυμώνουν όταν οδηγούν. «Ωστόσο δεν φαίνεται ότι αυτό είναι ένα ευρέως διαδεδομένο χαρακτηριστικό της οδήγησης των Νορβηγών που ρωτήθηκαν. Πρώτον, μίλησαν για λίγο εκνευρισμό και θυμό από άλλους οδηγούς. Δεύτερον, ο εκνευρισμός και ο θυμός εμφανίζονταν σχετικά σπάνια, και δεν αναφέρονταν στους εαυτούς τους ως “ερεθισμένους οδηγούς”, όπως έκαναν οι έλληνες οδηγοί», επισημαίνουν οι ερευνητές στην έκθεσή τους.
Με λίγα λόγια, η κίνηση και οι δύσκολες κυκλοφοριακές συνθήκες αναφέρονται ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους οι Ελληνες εμφανίζουν επιθετικότητα στον δρόμο. Από τα αποτελέσματα, δε, της έρευνας προέκυψε ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ της επιθετικότητας των οδηγών όταν διαπράττουν παραβάσεις (για παράδειγμα απότομη αλλαγή λωρίδας χωρίς φλας, προσπέραση από τα δεξιά από τη βοηθητική ή ανέβασμα σε πεζοδρόμιο για να ξεκολλήσουν από την κίνηση) και όταν εμπλέκονται σε ατυχήματα.
Δεν θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να σκεφτεί κανείς ότι αφού η κίνηση στους δρόμους προκαλεί επιθετικότητα και παραβάσεις που σχετίζονται με ατυχήματα, τότε το μεγάλο φρακάρισμα που ζούμε στην Αθήνα μπορεί εμμέσως να στοιχίζει ζωές.
Τα 758 μποτιλιαρίσματα
Λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, η σημειωτόν οδήγηση στο κέντρο της Αθήνας είχε μία άνευ προηγουμένου έξαρση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της TomTom, μιας πολυεθνικής εταιρείας που από το 2004 κατασκευάζει συστήματα δορυφορικής πλοήγησης και καταγράφει δεδομένα για το κυκλοφοριακό σε περισσότερες από 387 πόλεις σε 55 χώρες, στην Αθήνα την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου σημειώθηκε το εξής «ρεκόρ»: στις 6 το απόγευμα τα συστήματα της εταιρείας κατέγραψαν 758 επεισόδια κυκλοφοριακής συμφόρησης και 436,7 χιλιόμετρα ουρών αυτοκινήτων – χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα μίνι μποτιλιαρίσματα στα προάστια. Ενα τέταρτο πριν, το φρακάρισμα μετρούσε 728 επεισόδια συνολικού μήκους 432,6 χιλιομέτρων. Ενώ στις δυόμιση το μεσημέρι η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη –αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη για την Αθήνα–, με 474 μποτιλιαρίσματα μήκους 267,5 χιλιομέτρων
Παρόμοια ήταν η κατάσταση το απόγευμα της Πέμπτης 19 Δεκεμβρίου. Στις έξι παρά τέταρτο, στην ίδια περιοχή μέτρησης τα μποτιλιαρίσματα ήταν 596 και το συνολικό μήκος του φρακαρίσματος 350,8 χιλιόμετρα. Μισή ώρα αργότερα ο αριθμός των επεισοδίων κυκλοφοριακής συμφόρησης είχε ανέβει στα 667 και οι ουρές στα 382,8 χιλιόμετρα.
Στο peak της κυκλοφοριακής συμφόρησης την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου το απόγευμα, για να διανύσει κάποιος δέκα χιλιόμετρα στο κέντρο, κατά μέσο όρο –όχι δηλαδή να έχει απαραίτητα πέσει θύμα ενός τέτοιου κυκλοφοριακού επεισοδίου– χρειαζόταν 33 λεπτά και 31 δευτερόλεπτα, περισσότερο ακόμα και από την υψηλότερη τιμή που είχε καταγραφεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, όταν η χειρότερη ημέρα είχε μέση τιμή τα 32 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα για μια απόσταση 10 χιλιομέτρων.
Και ύστερα είναι όλος αυτός ο χαμένος χρόνος και η αβεβαιότητα –ξεκινάς να πας κάπου χωρίς να ξέρεις πότε θα φτάσεις–, που προκαλούν έξτρα εκνευρισμό και επιθετικότητα. Κατά μέσο όρο, αν κάποιος κινείται σε ώρες αιχμής, εκτιμάται ότι χάνει τουλάχιστον ένα τέταρτο με είκοσι λεπτά την ημέρα περισσότερο από όσο χάνει ούτως ή άλλως με τους αργούς ρυθμούς που κινούνται τα οχήματα στην Αθήνα. Δηλαδή, αν ο μέσος όρος για να διανύσει 20 χιλιόμετρα σε καλές συνθήκες είναι περί τα 45-50 λεπτά, όταν το κάνει σε ώρες αιχμής φτάνει τα 65-70 λεπτά. Αυτός όμως είναι και πάλι ένας μέσος όρος – για παράδειγμα, την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου το απόγευμα, γύρω στις 6, από Ψυχικό σε Μετς, δηλαδή για μια απόσταση επτά χιλιομέτρων, οδηγός χρειάστηκε περισσότερο από μία ώρα και επτά λεπτά.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της TomTom, ο χαμένος χρόνος, μετρούμενος καθημερινά για μια απόσταση 20 χιλιομέτρων που διανύεται 230 φορές (εργάσιμες ημέρες), ανέρχεται σε 225 ώρες – δηλαδή εννέα ολόκληρες ημέρες και εννέα ώρες. Και αυτός δεν είναι ο χρόνος που περνάμε στο αυτοκίνητο συνολικά, αλλά ο χαμένος χρόνος εξαιτίας των κυκλοφοριακών συμφορήσεων σε ώρες αιχμής και μόνο, από τις 7:30 έως τις 10:00 και από τις 16:30 έως τις 18:30.
Ευρώ χαμένα στην κίνηση
Και βέβαια, είναι και το χρήμα που χάνεται: κινούμενος κάποιος για 20 χιλιόμετρα σε ώρες αιχμής πληρώνει ετησίως κατά μέσο όρο 440 ευρώ βενζίνης επιπλέον. Αν μάλιστα μπορούσε να εξασφαλίσει τηλεργασία μία φορά την εβδομάδα, θα γλίτωνε καύσιμα αξίας 315 ευρώ μέσα σε ένα έτος. Συν, βέβαια, τον χαμένο χρόνο για τη μετάβαση προς και από τη δουλειά. Αυτές, δε, οι 225 χαμένες ώρες «αιχμής» είναι αυξημένες κατά 6-7% σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια – κάθε πέρυσι και καλύτερα δηλαδή.
Το 2023 η Αθήνα κατείχε τη 16η θέση σε ολόκληρη την Ευρώπη όσον αφορά τις ταχύτητες που αναπτύσσουν τα οχήματα για να διανύσουν 10 χιλιόμετρα. Τα πρωτεία –όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως– κατείχε το Λονδίνο, με περισσότερο από 37 λεπτά κατά μέσο όρο, ενώ στην Αθήνα χρειαζόμασταν πάνω από 23 λεπτά. Οσον αφορά όμως τον χαμένο χρόνο των οδηγών από τα μποτιλιαρίσματα σε ώρες αιχμής, βλέπουμε ότι η Αθήνα εκτοξεύεται, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση πανευρωπαϊκώς και τη 14η θέση παγκοσμίως – μαζί με τη Νέα Υόρκη, που έχει πολλαπλάσιο πληθυσμό. Η εξήγηση για αυτό πιθανώς να κρύβεται στο ότι αναγκαζόμαστε (ή σε κάποιες περιπτώσεις μαζοχιζόμαστε) να οδηγούμε τις ώρες αιχμής.
Αλλο Αθήνα, άλλο Νέα Υόρκη
Πάντως, την ίδια ώρα που την Παρασκευή το απόγευμα στην Αθήνα σημειωνόταν το ρεκόρ των 758 μποτιλιαρισμάτων και των 437 χιλιομέτρων ουρών αυτοκινήτων, στο Λονδίνο, την πρωτεύουσα με τις πιο χαμηλές ταχύτητες οχημάτων στην υφήλιο, καταγράφηκαν 1.266 μποτιλιαρίσματα συνολικού μήκους 780 χιλιομέτρων. Στο Δουβλίνο, που κατέχει τα παγκόσμια πρωτεία όσον αφορά τις χαμένες ώρες «αιχμής» για τους οδηγούς, 266 μποτιλιαρίσματα και ουρές 156 χιλιομέτρων. Στη Νέα Υόρκη, όπου ήταν ακόμα 11 το πρωί, 608 μποτιλιαρίσματα με μήκος 370 χιλιομέτρων. Και στο Βερολίνο μόλις 193 κυκλοφοριακά επεισόδια 100 χιλιομέτρων.
Εν τω μεταξύ, στο Οσλο της Νορβηγίας εκείνη την ώρα πήγαιναν με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι συνήθως…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News