Κατά γενική ομολογία, πολλές από τις απόψεις και τις διακηρύξεις του Ντόναλντ Τραμπ για τις εξωτερικές υποθέσεις είναι ανισόρροπες. Πολλοί, ωστόσο, ειδικοί και αναλυτές, στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, υποστηρίζουν πως δεν έχει άδικο όταν υποστηρίζει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να αυξήσουν δραστικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Καταγγέλλοντας την Ευρώπη ότι δεν κάνει αρκετά για την άμυνα της, ο πρώην και πιθανώς μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ αναδεικνύει, αν και ακούσια, την τεράστια πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν άμεσα οι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: πώς να στραφούν από την πρόνοια στην άμυνα, κάνοντας ό,τι απαιτείται για αυτό, δίχως να δώσουν περαιτέρω ώθηση στα ήδη ενισχυμένα εξτρεμιστικά κόμματα.
Οπως γράφει ο Λι Χόκσταντερ, αρθρογράφος της Washington Post με ειδίκευση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, η εστίαση στις όποιες εξωφρενικές δηλώσεις του Τραμπ –όπως το ότι θα επέτρεπε στη Ρωσία να επιτεθεί σε ευρωπαϊκά κράτη που δεν ξοδεύουν όσα έχουν συμφωνήσει (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) να ξοδεύουν– είναι όχι μόνο λανθασμένη, αλλά και παραπλανητική.
Αυτό που ουσιαστικά λέει ο Τραμπ είναι πως οι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον πρέπει να αυξήσουν αισθητά τις ετήσιες αμυντικές τους δαπάνες –κοντά στο 3% του ΑΕΠ τους– ώστε να πλησιάσουν τις ΗΠΑ. Αυτή, όμως, είναι μια αύξηση της τάξης του 50% σε σχέση με το 2% του ΝΑΤΟ, ένα ελάχιστο σημείο αναφοράς που καθορίστηκε πριν από μια δεκαετία, ενώ εννέα από τα 32 κράτη-μέλη της συμμαχίας εξακολουθούν να δαπανούν λιγότερα και από το 2% για την άμυνά τους.
Τι ακριβώς επιδιώκει ο Τραμπ κανείς δεν ξέρει. Ισως να επικαλείται τις ισχνές αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης, περισσότερο για να βάλλει κατά του ΝΑΤΟ παρά για να παροτρύνει τα ευρωπαϊκά κράτη να ανασυντάξουν και να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους ενόψει της ρωσικής απειλής. Ανεξάρτητα, όμως, από τον όποιο προσωπικό του στόχο, «το αίτημά του θα έπρεπε να στρέψει την προσοχή στην εύλογη υπόθεση ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει λόγο να θέλει να διαλύσει το ΝΑΤΟ, επιτιθέμενος στα πιο ευάλωτα κράτη-μέλη του, και θα έχει τα μέσα να το πράξει αυτή τη δεκαετία» γράφει ο αρθρογράφος της Washington Post.
Ομως η σημαντική ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της Ευρώπης –σύμφωνα όχι μόνο με τα αιτήματα του Τραμπ, αλλά και με τις αναλύσεις των ειδικών της ίδιας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας– συνεπάγεται καταρχάς μεγάλες οικονομικές θυσίες, καθώς και αμφισβήτηση ορισμένων εκ των πιο βασικών ευρωπαϊκών αξιών.
Το πρώτο που σημειώνει στην ανάλυσή του ο Λι Χόκσταντερ είναι πως, δεδομένου ότι η Ευρώπη προσπαθεί εδώ και χρόνια αλλά δεν μπορεί να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, η εστίαση στην άμυνα θα έπληττε αναπόφευκτα τα γενναιόδωρα συστήματα πρόνοιας των ευρωπαϊκών κρατών που καθιερώθηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρεται ενδεικτικά στην πάλαι ποτέ κραταιά Γερμανία.
Σύμφωνα με τον Κρίστιαν Μόλινγκ, διευθυντή του Προγράμματος για το Μέλλον της Ευρώπης στη γερμανική δεξαμενή σκέψης Bertelsmann Stiftung, η κάλυψη των πολλών κενών έπειτα από χρόνια περιορισμένων επενδύσεων στην άμυνα και η επίτευξη του στόχου του 2% του ΝΑΤΟ θα κόστιζε στο Βερολίνο περίπου 103 δισ. ευρώ σε απρογραμμάτιστες, πρόσθετες αμυντικές δαπάνες, έως το 2030. Ωστόσο μια τέτοιου μεγέθους αύξηση των αμυντικών δαπανών, περί τα 20 δισ. ετησίως, στην παρούσα φάση θεωρείται απίθανη, ενώ δεν θα επαρκούσε ώστε να ξεπεράσει η χώρα το κατώτατο όριο δαπανών, πλησιάζοντας προς το επιθυμητό 3%.
Το πρόβλημα είναι καταρχάς το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους», αλλά και η εναντίωση των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη μείωση των κοινωνικών δαπανών. Σε αυτό το πλαίσιο, και έπειτα από έντονες συνεδριάσεις στη γερμανική Βουλή, οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας, ύψους 52 δισ. ευρώ, πρόκειται να αυξηθούν κατά μόλις ένα δισ., ποσό που μόλις και μετά βίας επαρκεί για την κάλυψη προγραμματισμένων αυξήσεων των μισθών στρατιωτών και αξιωματικών.
«Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι σημαντικά υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες θα καθιστούσαν απαραίτητες ανάλογες περικοπές στις μη αμυντικές δαπάνες, ή επώδυνες αυξήσεις φόρων σε χώρες με ήδη βαριά φορολογία. Θα χρειαζόταν επίσης μια ψυχολογική αλλά και πολιτική αναθεώρηση που θα έθετε εν αμφιβόλω τη θεμελιώδη ιδέα πολλών Ευρωπαίων ότι οι κοινωνίες τους είναι ανθρώπινες, γενναιόδωρες και στραμμένες προς το μέλλον» υποστηρίζει ο αμερικανός αρθρογράφος.
Με άλλα λόγια, εάν η Ευρώπη θέλει να αποκτήσει δική της ισχυρή άμυνα, θα πρέπει να ξεκινήσει να δαπανά λιγότερα για όλα εκείνα που την κάνουν «πιο ευχάριστο μέρος για να ζει κανείς σε σχέση με τις ΗΠΑ», όπως είναι η προσιτή και καθολική υγειονομική περίθαλψη, η στήριξη των οικογενειών, οι σύγχρονες και καλοσυντηρημένες υποδομές και η υποστήριξη των ανέργων και των οικονομικά ασθενέστερων.
«Το τεντωμένο σχοινί πάνω στο οποίο περπατά η Ευρώπη είναι ορατό στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλα βασικά μέλη της συμμαχίας, όπου το πετσόκομμα των κοινωνικών δαπανών για την αγορά περισσότερων όπλων θα εμβάθυνε την κοινωνική δυσαρέσκεια» σημειώνει ο Λι Χόκσταντερ, κάνοντας λόγο για «πιθανό δώρο στα εξτρεμιστικά κόμματα».
Προβλέπει επίσης ότι το δίλημμα «ευημερία ή περισσότερα όπλα» κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει ακόμη πιο έντονο στο μέλλον. Επίσημα το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να εμμένει στον στόχο του 2%, ωστόσο κορυφαίοι αξιωματούχοι της Συμμαχίας ιδιωτικά υποστηρίζουν πως δεν ανταποκρίνεται στις τρέχουσες, αυξημένες εκ των πραγμάτων, αμυντικές ανάγκες της Συμμαχίας. Σύμφωνα με τα σχέδια του ίδιου του ΝΑΤΟ για την προάσπιση της Ευρώπης (τα εκπόνησε ο αμερικανός στρατηγός Κρίστοφερ Καβόλι, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη), οι αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών μελών της Συμμαχίας πρέπει να κυμαίνονται κοντά στο 3%.
Αλλά σχεδόν κανένα από τα κράτη-μέλη δεν πλησιάζει αυτό το επίπεδο στρατιωτικών δαπανών, εξαιρουμένων των ΗΠΑ (οι δαπάνες τους αντιστοιχούν στα 2/3 των συνολικών αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ) και πιο ευάλωτων χωρών, που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία, όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής. Επιπλέον, πολλά κράτη που πέτυχαν πρόσφατα τον στόχο του 2%, όπως για παράδειγμα το νεότερο μέλος της Συμμαχίας, η Σουηδία, διαθέτουν ένοπλες δυνάμεις ανεπαρκώς προετοιμασμένες για πόλεμο. Σημειωτέον ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση σε αμυντικές δαπάνες μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ, με ποσοστό 3% επι του ΑΕΠ, μετά την Πολωνία (3,9%) και τις ΗΠΑ (3%).
«Το θέμα δεν είναι ότι ο Τραμπ έχει δίκιο. Ενα καλύτερο σημείο αναφοράς είναι ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ειρηνιστές του 20ού αιώνα. Επιβεβαίωσε μια απλή αλήθεια: ότι μόνο η οργανωμένη ισχύς μπορεί να αντιταχθεί στην οργανωμένη ισχύ. Αυτό που χρειάζεται απεγνωσμένα η Ευρώπη, και επί του παρόντος δεν διαθέτει, είναι σπουδαίοι ηγέτες, ικανοί να διαχειριστούν το ζήτημα αξιόπιστα, πριν να είναι πολύ αργά», καταλήγει ο Λι Χόκσταντερ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News