«Σε καιρούς κυνηγιού μαγισσών, νέων υπουργών που πυροβολούν θανάσιμα τα σκυλιά τους, μεγιστάνων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που αυτοχρίζονται σύμβουλοι και σκιώδεις υπουργοί του ηγεμόνα, μαζικών απελάσεων μεταναστών, στοχοποίησης κοινωνικών ομάδων και αντιπάλων, δεν είναι κακό να θυμόμαστε κάποια γεγονότα, τουλάχιστον για να διαπιστώσουμε για ακόμα μία φορά ότι τα διδάγματα της Iστορίας επαναλαμβάνονται μεν στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, αλλά δεν εμπεδώνονται ποτέ αρκετά» γράφει ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera.
«Η δημοκρατία μπορεί να ξεφουσκώσει σαν τις ρόδες ενός ποδηλάτου. Αρκεί ένα καρφί, μια μικρή οπή. Η αρχή γίνεται με υποψίες, κατηγορίες, ελέγχους ανεπιθύμητων προσώπων. Ακολουθούν η προπαγάνδα και οι ψευδείς ειδήσεις με στόχο ομάδες, μειονότητες και αντιπολιτευόμενους, και όλα αυτά μετατρέπονται σε καθεστώς μόλις αποκτηθεί η εξουσία. Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και η έλξη που ασκεί ο συνεργάτης του Ελον Μασκ στην κοινή γνώμη μαρτυρούν τον εκφυλισμό μιας δημοκρατίας και ένα νέο σύστημα οργάνωσης της εξουσίας, χωρίς αντίβαρα και ελέγχους, η άσκηση της οποίας προσομοιάζει ανησυχητικά με την άσκηση της εξουσίας στις απολυταρχίες» προσθέτει, κάνοντας λόγο για «τραμπουτινισμό».
Οσον αφορά τους κινδύνους που επισημαίνει, ο Μάσιμο Νάβα θεωρεί ιδιαίτερα κατατοπιστικό ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία και παρουσιάζει τη δίωξη –από το FBI– ενός από τους πιο διάσημους και ενοχλητικούς για την καθεστηκυία τάξη συγγραφείς της εποχής του, του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Ο ιταλός δημοσιογράφος χαρακτηρίζει τον συγγραφέα «αιρετικό, φιλελεύθερο, Αμερικανό ως το κόκαλο», αλλά και «υπερβολικά ανεξάρτητο, τόσο διανοητικά όσο και συναισθηματικά, ώστε να είναι φίλος του Φιντέλ Κάστρο, να εκφράζει τη συμπάθειά του για τους “κόκκινους” και τους “αναρχικούς” του Ισπανικού Εμφυλίου και να γράψει μνημειώδεις σελίδες για τον παραλογισμό του πολέμου».
Σύμφωνα με τον Ζεράρ ντε Κορτάνζ, συγγραφέα του «Il ne Rêvait plus que de Paysages et de Lions au Bord de la Mer», η δίωξη του Χέμινγουεϊ από το FBI υπήρξε τόσο συστηματική που ο συγγραφέας αρχικά έπεσε σε κατάθλιψη, στη συνέχεια άρχισε να αισθάνεται πως ήταν στόχος διάφορων συνωμοσιών, ενώ στο τέλος αποφάσισε να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Ο Ζεράρ ντε Κορτάνζ ανατρέχει στους τελευταίους μήνες της ζωής του αμερικανού συγγραφέα, όταν, τον Ιούλιο του 1960, μετακόμισε από την Αβάνα στη Μαδρίτη για να παρακολουθήσει μια τελευταία ταυρομαχία (ένα από τα μεγάλα πάθη του) και μετά στο εξοχικό του στο Αϊνταχο, όπου αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα με ένα κυνηγετικό όπλο.
Εκείνη την περίοδο ο συγγραφέας των βιβλίων «Αποχαιρετισμός στα Οπλα» και «Μια Κινητή Γιορτή» (μεταξύ πολλών άλλων) έπασχε από κατάθλιψη, ήταν αλκοολικός και στερούνταν έμπνευσης, αν και κατάφερε να γράψει και υπό αυτές τις συνθήκες μνημειώδεις σελίδες. Σύμφωνα, όμως, με τις έρευνες του ντε Κορτάνζ, εκείνο που τον ταλάνιζε περισσότερο ήταν η αίσθηση ότι βρισκόταν υπό διωγμόν, με τον Μάσιμο Νάβα να κάνει λόγο για «ανθρωποκυνηγητό, πραγματικό ή φανταστικό, που έφτανε στα όρια της παράνοιας».
Μιλώντας στο Le Point, ο γάλλος συγγραφέας σημείωσε ότι «προφανώς το FBI δεν “δολοφόνησε” τον Χέμινγουεϊ, αλλά τον ώθησε να αυτοκτονήσει, τουλάχιστον με το να τον αναστατώσει βαθιά και να τον κάνει να αισθάνεται πως ήταν διαρκώς υπό διωγμόν. Τους μήνες πριν τον θάνατό του ο Χέμινγουεϊ ήταν πεπεισμένος ότι τον παρακολουθούσαν πράκτορες του FBI. Το δήλωσαν όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι. Γνωρίζουμε ότι η αλληλογραφία του ελεγχόταν, ενώ τα τηλεφωνήματά του υποκλέπτονταν. Η τελευταία του σύζυγος, Μέρι Γουέλς, θυμόταν ότι την παραμονή της αυτοκτονίας του, ενώ δειπνούσαν οι δυο τους σε ένα εστιατόριο, ο Χέμινγουεϊ είχε εντοπίσει δύο αξιωματούχους και είχε αναγνωρίσει δύο πράκτορες».
To FBI υποπτευόταν ότι ο Χέμινγουεϊ ήταν κομμουνιστής, κυρίως λόγω των άρθρων του και της άμεσης συμμετοχής του στον Ισπανικό Εμφύλιο, καθώς και για τη συγγραφή του «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα;». Ο συγγραφέας έγραψε εξαιρετικά φιλορεπουμπλικανικά ρεπορτάζ, συμμετείχε σε συνέδρια του Κομμουνιστικού Κόμματος, αγόραζε ασθενοφόρα για μαχητές, παρείχε καταφύγιο σε πρόσφυγες.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ωστόσο, ο κλοιός έσφιξε: ο Χέμινγουεϊ δεν δίστασε να συνυπογράψει μια αναφορά που επέκρινε δριμύτατα το FBI, περιγράφοντας την υπηρεσία ως «αντιφιλελεύθερη» και «επικίνδυνη». Μια μέρα συνάντησε τυχαία έναν πράκτορα και τον σύστησε σε έναν φίλο του ως μέλος της Γκεστάπο. Ως αντίποινα, το FBI επιδίωξε να υπονομεύσει το κύρος του, παρουσιάζοντάς τον ως μαχόμενο κομμουνιστή.
Η απάντηση του Χέμινγουεϊ ήταν ξεκάθαρη: «Δεν είμαι κομμουνιστής, είμαι αντιφασίστας!», με τον αρθρογράφο της Corriere della Sera να χαρακτηρίζει τη δήλωση του νομπελίστα συγγραφέα «εξαιρετικά επίκαιρη, και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Το να δηλώνει κάποιος αντιφασίστας δεν σημαίνει πως είναι φιλοκομμουνιστής, αν και πάντα υπάρχει κάποιος έτοιμος να το υποψιαστεί. Οπως το να είσαι αλληλέγγυος προς τους Παλαιστίνιους που σφαγιάζονται δεν σημαίνει ότι είσαι αντισημίτης» σχολιάζει ο Μάσιμο Νάβα.
Ο Ντε Κορτάνζ διευκρινίζει επίσης το νόημα της σχέσης του συγγραφέα με τον Φιντέλ Κάστρο. Στην πραγματικότητα ήταν μια συμπάθεια για έναν ηγέτη που πολέμησε τη δικτατορία στο όνομα της ελευθερίας του λαού του, ωστόσο αυτή η συμπάθεια δεν μεταφράστηκε σε ιδεολογική προσχώρηση, ούτε, φυσικά, σε στροφή προς τον κομμουνισμό. Ομως ακόμη και αυτή η αυθόρμητη και ανθρώπινη συμπάθεια ήταν προφανώς ενοχλητική για το κατεστημένο στις ΗΠΑ, ειδικά αφότου η κουβανική «πίσω αυλή» της Αμερικής, υπό τη δικτατορία του Φουλχένσιο Μπατίστα, κατάφερε να περάσει υπό την ηγεσία του Κάστρο στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
Σε μια συνέντευξή του, ο Χέμινγουεϊ είχε αναφέρει σχετικά: «Προσεύχομαι στον Θεό οι Ηνωμένες Πολιτείες να μη σταματήσουν να αγοράζουν ζάχαρη, γιατί αυτό θα ήταν το τέλος των πάντων. Θα ήταν σαν να εκχωρούσαμε την Κούβα στους Ρώσους».
Στο βιβλίο γίνεται λόγος και για την εμμονή του Εντγκαρ Χούβερ (του περιβόητου διευθυντή του FBI και πρωτεργάτη ενός απίστευτου κυνηγητού μαγισσών όσων θεωρούσε κομμουνιστές) με τον συγγραφέα. «Ο Χούβερ τον είχε πάντα στο στόχαστρό του. Το 1954 ο Χέμινγουεϊ επικρίθηκε ακόμη και για τις συναντήσεις του με την Αβα Γκάρντνερ και ιδιαίτερα με τον Φρανκ Σινάτρα, του οποίου οι δεσμοί με τη μαφία ήταν γνωστοί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 τού έκαναν φάκελο. Μπόρεσα να το συμβουλευτώ: 133 σελίδες γεμάτες ανοησίες! Ο Χέμινγουεϊ μισούσε τον Χούβερ, τον οποίο συνέκρινε με τον Χίτλερ!» είπε ο Ντε Κορτάνζ.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής του ο Χέμινγουεϊ ήταν ράκος, όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και οργανικά. «Επινε έως και δύο λίτρα ουίσκι την ημέρα… Τα νεφρά και τα μάτια του εξασθενούσαν, του έλειπε τρομερά η ατμόσφαιρα της Κούβας, αλλά δεν θα επέστρεφε ποτέ… Το βιβλίο μου περιγράφει τον τελευταίο αγώνα αυτού του γίγαντα με τα πήλινα πόδια. Ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, που τον γνώρισε τότε, μου άφησε μια συγκινητική περιγραφή: “Ηταν ήδη πολύ στενοχωρημένος, πολύ ηλικιωμένος και πολύ σοβαρός με τα άσπρα γένια του, αν και υπήρχαν στιγμές εξαιρετικής ζωντάνιας. Νομίζω πως ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν θα έγραφε ποτέ ξανά τίποτα σημαντικό…”».
Με την προτροπή του γιατρού του, ο Χέμινγουεϊ συμφώνησε να υποβληθεί σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ σε μια αμερικανική κλινική, από τον Δεκέμβριο του 1960 έως την άνοιξη του 1961, λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατό του. Ο φίλος και βιογράφος του Ααρον Χότσνερ περιέγραψε την όλη διαδικασία ως «διανοητική και ψυχική σφαγή». Σε γράμματα που έγραφε στην τελευταία σύζυγό του, ο Χέμινγουεϊ ανέφερε ότι είχε χάσει τη μνήμη του, καθώς και τη διάθεση και τη δύναμη να γράφει, επειδή δεν ήταν πλέον σε θέση να ακούει τις «φωνές του κόσμου» που τόσο πολύ χρειάζεται ένας συγγραφέας.
Σύμφωνα με τις έρευνες του Ντε Κορτάνζ, το FBI γνώριζε για αυτές τις θεραπείες: πράκτορες της υπηρεσίας βρίσκονταν σε επικοινωνία με τον θεράποντα ψυχίατρο Χάουαρντ Ρόουμ, παρότι ο Χέμινγουεϊ τον είχε προσεγγίσει με πλαστό όνομα, ακριβώς για να μην τον εντοπίσει το FBI.
«Ο Χούβερ ήταν ενήμερος από τον Ιανουάριο (του 1961), ο δρ Ρόουμ επικοινωνούσε με την υπηρεσία, είχε συζητήσει την περίπτωσή του μαζί τους. Ο Χέμινγουεϊ εντοπίστηκε μέσα στην κλινική και μάλιστα ανησυχούσε ότι ένας από τους ειδικευόμενους γιατρούς ήταν μεταμφιεσμένος πράκτορας του FBI! Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες δεν το άφηναν να βρει ησυχία, τον καταδίωξαν μέχρι τελικής πτώσεως και ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό για την ψυχική του ευθραυστότητα. Μόλις βγήκε από την κλινική αυτοπυροβολήθηκε με κυνηγετική καραμπίνα».
Ο Χέμινγουεϊ ήταν εξοικειωμένος με την αυτοκτονία. Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, όντας άρρωστος και χρεοκοπημένος, είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει, ενώ ο πατέρας του, τον οποίο ο συγγραφέας θαύμαζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είχε αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι. Κάποια στιγμή Χέμινγουεϊ βρήκε το όπλο του πατέρα του και το πέταξε σε μια λίμνη του Ουαϊόμινγκ.
«Η αυτοκτονία τον στοίχειωνε σε όλη του τη ζωή και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στο έργο του. Η αυτοκτονία του πατέρα του ήταν μια μόνιμη πληγή στην ψυχή του, τόσο που τον μιμήθηκε. Είχε προσπαθήσει και άλλες φορές, και ακόμα περισσότερες τους τελευταίους μήνες. Συνυπολογίζοντας την καθημερινή παρουσία του FBI και τα ηλεκτροσόκ, να πώς σκοτώνεται ένας συγγραφέας. Η ζωή είναι περίεργη: ξέρετε ποιος ήταν ο τίτλος του βιβλίου που είχε στο προσκεφάλι του όταν ήταν παιδί; “Η Λέσχη της Αυτοκτονίας”» ανέφερε ο Ντε Κορτάνζ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News