1638
| CreativeProtagon /ΕPΑ

Το φάσμα των Κίτρινων Γιλέκων πλανάται πάνω από την Ευρώπη

Protagon Team Protagon Team 8 Ιουλίου 2022, 21:03
|CreativeProtagon /ΕPΑ

Το φάσμα των Κίτρινων Γιλέκων πλανάται πάνω από την Ευρώπη

Protagon Team Protagon Team 8 Ιουλίου 2022, 21:03

«Το φάσμα των κίτρινων γιλέκων της Γαλλίας εμφανίζεται απειλητικό κατά τη διάρκεια του βρετανικού καλοκαιριού: φυσικά, δεν έχουμε φτάσει στα οδοφράγματα μπροστά από το Γουεστμίνστερ, αλλά οι πολιτικοί φοβούνται ότι βρισκόμαστε στην αρχή ενός κινήματος διαμαρτυρίας που θυμίζει εκείνο που τα τελευταία χρόνια πυρπόλησε το Παρίσι και τις άλλες πόλεις της Γαλλίας», γράφει o Λουίτζι Ιπόλιτο, ο ανταποκριτής της Corriere della Sera στο Λονδίνο.

Σήμερα στη Βρετανία, όπως και τότε στη Γαλλία, η θρυαλλίδα που προκάλεσε την αγανάκτηση των πολιτών ήταν η αύξηση των τιμών των καυσίμων (με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση αποτελεί ήδη δυσάρεστο γεγονός ενώ στη δεύτερη απλά είχε προταθεί). Και το μέλλον διαγράφεται ζοφερό, καθώς στη Γαλλία κατέστη ξεκάθαρο πόσο γρήγορα μπορεί να διογκωθεί και να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις το κύμα δυσφορίας και οργής. «Το υψηλό κόστος ζωής κατατρώει τις σάρκες των πολιτών και προκαλεί αλυσιδωτές απεργίες, στους σιδηροδρόμους στα σχολεία, στην Υγεία, στα δικαστήρια. Ο πληθωρισμός, που είναι υψηλός και εξαιτίας του Brexit, ξεπερνά το 10% και η Τράπεζα της Αγγλίας απαντά αυξάνοντας τα επιτόκια, το οποίο αποτελεί καταστροφή για εκατομμύρια κατόχους στεγαστικών δανείων», αναφέρει στο ρεπορτάζ του ο ιταλός δημοσιογράφος.

Ομως το πρόβλημα είναι ότι η εν λόγω κατάσταση δεν αφορά μόνον τη Βρετανία. «Υπάρχει ένα νήμα, μήκους τριών χιλιάδων χιλιομέτρων, που συνδέει την απεργία των οδηγών ταξί στην Ιταλία με αυτή των εργαζομένων στα πετρέλαια της Νορβηγίας;», διερωτάται σε άρθρο του στο Il Foglio ο Στέφανο Τσινγκολάνι. «Και υπάρχει και ένα άλλο που συνδέει τον αποκλεισμό του αεροδρομίου της Φρανκφούρτης, την ακινητοποίηση των αεροπλάνων της SAS επειδή οι εργαζόμενοι σταύρωσαν τα χέρια, την κρίση της EasyJet, την British Airways που καταργεί 1.500 πτήσεις; Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι “ναι”: πρόκειται για το νήμα του πληθωρισμού που προκαλείται από την αύξηση του κόστους των καυσίμων, άρα από την ενεργειακή κρίση που με τη σειρά της είναι συνέπεια του εμπάργκο κατά της Ρωσίας […] Μας περιμένει ένα νέο λαϊκιστικό κύμα που προκαλείται από μια πραγματική δυσφορία αλλά και από ένα κλίμα αδιαλλαξίας που είναι εύκολα εκμεταλλεύσιμο», προειδοποιεί ο Τσινγκολάνι, μην παραλείποντας να υπενθυμίσει πως «στο Κρεμλίνο τρίβουν τα χέρια τους».

«Κίτρινα γιλέκα» σε διαδήλωση στην Αψίδα του Θριάμβου, στο Παρίσι, τον Φεβρουάριο του 2019 / EPA/JULIEN DE ROSA

Αναπόφευκτα σε αυτό το πλαίσιο επέρχεται και η διαίρεση της κοινής γνώμης και, κατ’ επέκταση, και των κυβερνήσεων:

«Οσοι πιστεύουν στην οικολογική μετάβαση θα πουν ότι αυτή η κρίση είναι η ευκαιρία που καθιστά την αλλαγή μονόδρομο και πως το κόστος πρέπει να κατανεμηθεί δίκαια. Οσοι πιστεύουν ότι προτεραιότητα αποτελεί η διατήρηση θέσεων εργασίας θα ασκήσουν πιέσεις για αύξηση των δημοσίων δαπανών. Στη Γερμανία συμβαίνει ήδη, η Ιταλία έχει ελάχιστα περιθώρια, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι Ρεπουμπλικάνοι θα μπλοκάρουν κάθε προσπάθεια, τουλάχιστον έως τις ενδιάμεσες εκλογές τον Νοέμβριο. Για να αποφευχθεί η ηττοπαθής οπισθοδρόμηση, είναι απαραίτητη μια συναίνεση που είναι δύσκολο να επιτευχθεί σήμερα, ικανότητες διακυβέρνησης που σπανίζουν σχεδόν οπουδήποτε και μια πολιτική σταθερότητα που λίγο ή πολύ είναι επισφαλής παντού. Εάν αυτή είναι η πραγματικότητα, τότε έρχεται το φθινόπωρο της δυσαρέσκειας», προειδοποιεί ο ιταλός αρθρογράφος.

Στη γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Echos, ο φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος Γκασπάρ Κενίγκ αναδεικνύει αυτό που ίδιος θεωρεί πως, στο παραπάνω πλαίσιο, αποτελεί μια ξεκάθαρη αντίφαση της πολιτικής του Εμανουέλ Μακρόν αλλά και άλλων ηγετών, δεξιών και αριστερών: δεν γίνεται να απευθύνεται έκκληση για εγκράτεια, με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης, και συγχρόνως να δίνονται επιδοτήσεις για τη διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.

«Το Insee (η ΕΛΣΤΑΤ της Γαλλίας) ορίζει την αγοραστική δύναμη ως “το σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει ένα εισόδημα” – δηλαδή ως ικανότητα κατανάλωσης. Επομένως, η αύξηση της αγοραστικής δύναμης συνεπάγεται ενθάρρυνση της κατανάλωσης. Είναι δύσκολο να αντικρούσει κανείς αυτόν τον συλλογισμό», εξηγεί ο Κενίγκ.

Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν μόνο δύο «λογικά συνεκτικές» στάσεις. «Η πρώτη έγκειται, στο πλαίσιο μιας αναπτυξιακής λογικής, στην αποδοχή του ενάρετου κύκλου κατανάλωσης, επενδύσεων και καινοτομίας», εξηγεί στην ανάλυσή του και επικαλείται τον  Γκιγιόμ Πουατρινάλ, έναν πρωτοπόρο επιχειρηματία στον τομέα των κατασκευών με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, που κατέστησε αυτόν τον ενάρετο κύκλο κατευθυντήρια αρχή στο πρόσφατο δοκίμιό του «Pour en finir avec l’apocalypse: une écologie de l’action» (Για να τελειώνουμε με την Αποκάλυψη: μια οικολογία της δράσης) 

Στο βιβλίο του ο γάλλος επιχειρηματίας ταυτίζει την εγκράτεια με την «απάρνηση», αλλά τη θεωρεί αντιπαραγωγική γιατί, κατά την άποψή του, «χρειάζεται πλούτος για να διασφαλιστεί η οικολογική μετάβαση». Οπότε τάσσεται υπέρ της «καλύτερης ενημέρωσης των καταναλωτών» ειδικά όσον αφορά το αποτύπωμα άνθρακα των προϊόντων. Με μια καλά ενημερωμένη κοινή γνώμη και με τιμές στις οποίες περιλαμβάνεται ήδη το κόστος όσον αφορά τις εκπομπές CO2, «η αύξηση της αγοραστικής δύναμης θα επιτρέψει την αύξηση της ζήτησης για πιο φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, αναγκάζοντας έτσι τον καπιταλισμό να καταστεί πράσινος», υποστηρίζει ο Πουατρινάλ, σημειώνοντας πως «πρέπει να φανταστούμε τον ευτυχισμένο και υπεύθυνο καταναλωτή».

Η δεύτερη «λογικά συνεκτική» στάση, ουσιαστικά αντίθετη από την παραπάνω, είναι αυτή της πολιτικής οικολογίας. Ενας από τους πιο επιδραστικούς της στοχαστές της, ο Αντρέ Γκορτζ παρέθεσε τις αρχές της σε ένα άρθρο του το 1992, που αναδημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Eloge du suffisant» (Εγκώμιο της Επάρκειας). «Το άτομο πρέπει να καταστεί κύριος της παραγωγής, ορίζοντας για τον εαυτό του ένα πρότυπο επάρκειας. Λιγότερη αγοραστική δύναμη συνεπάγεται περισσότερη ατομική δύναμη, δύναμη να μεταμορφώνεις και να επισκευάζεις αντικείμενα, δύναμη να σκέφτεσαι έξω από τη συνεχή ροή των πιέσεων (για κατανάλωση). Αυτός ο αυτοπεριορισμός είναι η προϋπόθεση κάθε οικολογικής δράσης. Επομένως, δεν πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση για να σώσουμε τον πλανήτη. Μειώνοντας την κατανάλωσή και δίνοντας νόημα στο έργο μας, η ανάγκη διατήρησης του οικοσυστήματος μας θα καταστεί αυτονόητη».

Διαδήλωση των Κίτρινων Γιλέκων στην Τουλούζη, τον Απρίλιο του 2019. Το πλακάτ γράφει: ΕΡΓΑΣΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΔΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ / EPA/GUILLAUME HORCAJUELO

Στο δίπολο μείωση της κατανάλωσης – επιδοτήσεις επέλεξε να εστιάσει την προσοχή του και ο ιταλός οικονομολόγος Ρόνι Αμάουι, καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ιερής Καρδιάς στο Μιλάνο. «Η καλύτερη θεραπεία για την άνοδο της τιμής του πετρελαίου είναι η άνοδος της τιμής του πετρελαίου. Αυτό λέει ένα παλιό ανέκδοτο αγαπητό σε πολλούς οικονομολόγους, οι οποίοι θυμίζουν πως η αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου, ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα έχει μικρή επίδραση στην προσφορά, μειώνει τη ζήτηση και με αυτόν τον τρόπο τείνει να μειώνει τις τιμές. Εάν αυτό προτείνει η οικονομική θεωρία, γιατί πολλές κυβερνήσεις αντιδρούν στις αυξήσεις των ενεργειακών πρώτων υλών, ελέγχοντας τις τιμές τους με δημόσιες επιδοτήσεις; Γιατί δεν επιλέγουν να συνδράμουν τις ασθενέστερες τάξεις με άλλους τρόπους, αφήνοντας τις τιμές να διαδραματίσουν τον ρόλο τους; Η απάντηση είναι πολύ απλή: η αύξηση της τιμής της βενζίνης πλήττει την πολιτική συναίνεση», εξηγεί στην ιταλική διαδικτυακή οικονομική εφημερίδα lavoce.info.

Η αύξηση της τιμής των καυσίμων οδηγεί επίσης σε εκλογικές αποτυχίες, όπως διαπίστωσαν και ο Τζέραλντ Φορντ και ο Τζίμι Κάρτερ, μην καταφέρνοντας να περάσουν για δεύτερη φορά το κατώφλι του Λευκού Οίκου την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων στη δεκαετία του 1970. Οσον αφορά το παρόν, ο ιταλός πανεπιστημιακός σημειώνει πως «η χαμηλή δημοτικότητα του Τζο Μπάιντεν αποδίδεται σε πολλούς λόγους, αλλά σίγουρα οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι Αμερικανοί πρέπει να πληρώνουν πέντε δολάρια το γαλόνι όταν βάζουν βενζίνη. Η παρατήρηση ότι σε πολλές περιπτώσεις το ακριβό πετρέλαιο οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η επιθετική συμπεριφορά της Ρωσίας του Πούτιν ή το εμπάργκο που επέβαλαν οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγικές χώρες μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, δεν εμποδίζει τους ψηφοφόρους να θεωρήσουν υπεύθυνες τις κυβερνήσεις τους».

Εάν, όμως, στις δημοκρατίες ο κίνδυνος αφορά την αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και την επάνοδο του λαϊκισμού, εκτός της Δύσης, σε χώρες φτωχές με αυταρχικά καθεστώτα, όπου «το κοινωνικό συμβόλαιο φαίνεται να προβλέπει περισσότερο παρεμβατισμό όσον αφορά τις τιμές της ενέργειας» τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. «Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου επιφέρει αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων, αύξηση του δημόσιου χρέους και μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων. Σήμερα, όμως, τα δημόσια χρέη αυτών των χωρών επιβαρύνονται ήδη από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, η ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων παράγει ένα εκρηκτικό μείγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει δυσαρέσκεια, ταραχές και την πτώση των πιο εύθραυστων καθεστώτων». Σύμφωνα με ένα στατιστικό μοντέλο που ανέπτυξε ο Economist,, χώρες όπως η Τυνησία, η Αίγυπτος, το Πακιστάν, το Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν, η Τουρκία, η Ουγκάντα, το Περού κινδυνεύουν με λαϊκές εξεγέρσεις παρόμοιες με τις εξεγέρσεις της Αραβικής Ανοιξης το 2011.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Ρόνι Αμάουι απευθύνει μια έκκληση σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά συγχρόνως εμφανίζεται μάλλον απαισιόδοξος για το μέλλον. «Σίγουρα οι διεθνείς οργανισμοί θα μπορούσαν να συνεισφέρουν αποτελεσματικά. Ο ΟΗΕ, για παράδειγμα, θα μπορούσε να διαδραματίσει πολύ πιο αξιόπιστο διαμεσολαβητικό ρόλο από αυτόν που διαδραμάτισε η Τουρκία για την αποδέσμευση των ουκρανικών σιτηρών από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα μπορούσε να θεσπίσει μια νέα δέσμη ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων, μετά από εκείνη που αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και αποτέλεσε σημαντική ανάσα για πολλές υπερχρεωμένες χώρες. Η Παγκόσμια Τράπεζα θα μπορούσε να προσπαθήσει να βοηθήσει με πιο συγκεκριμένο τρόπο πολλές φτωχές χώρες που αναζητούν χρηματοδότηση. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου θα μπορούσε να προσπαθήσει να αμφισβητήσει πολλούς δασμούς που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ και δεν καταργήθηκαν ποτέ. Ολα αυτά, ωστόσο, απαιτούν ένα ευρύτερο όραμα όσον αφορά τον ατλαντισμό από αυτό που προτείνεται από την κυβέρνηση Μπάιντεν και από τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, η πολιτική αδυναμία των ηγετών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού καθιστά αυτήν την προοπτική ακόμη πιο δύσκολη», καταλήγει ο ιταλός οικονομολόγος.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...