Η ιστορία είναι γνωστή. Πριν από επτά χρόνια ακριβώς οι πολίτες της Βρετανίας κλήθηκαν να αποφασίσουν αν η πατρίδα τους θα συνέχιζε να ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή αν θα ακολουθούσε στο εξής αυτόνομη πορεία. Τελικά, στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016 νικητής αναδείχθηκε το Brexit, παρότι τα μεσάνυχτα ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο βασιλιάς του ευρωσκεπτικισμού, είχε κάνει λόγο για ήττα. Λίγες ώρες αργότερα ήταν πλέον γνωστό σε όλον τον κόσμο πως η Βρετανία επρόκειτο να εγκαταλείψει την ΕΕ.
Περισσότεροι από 16 εκατομμύρια Βρετανοί (48,1%) που είχαν ψηφίσει υπέρ της παραμονής ήταν συγκλονισμένοι. Μαζί τους (και ενδεχομένως περισσότερο) και εκατομμύρια ευρωπαίοι που διέμεναν στη Βρετανία, οι οποίοι ξαφνικά, από τη μία μέρα στην άλλη, κατέστησαν ξένοι. Την ίδια ώρα, το υπόλοιπο 51,89% των πολιτών της Γηραιάς Αλβιόνας οραματιζόταν ένα λαμπρό μέλλον για την ανεξάρτητη από τις επιταγές των Βρυξελλών πατρίδα.
Το τελευταίο αντίο ειπώθηκε την 31η Ιανουαρίου 2020, ενώ σχετικά με το αποτέλεσμα, παρά τις μεγάλες προσδοκίες, επτά χρόνια μετά μόλις το 18% των Brexiteers κάνει λόγο για επιτυχία, αν και το 61% πιστεύει πως η κατάληξη θα είναι θετική. Οσον αφορά την άποψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε άρθρο του στον Independent, ο Μισέλ Μπαρνιέ, επικεφαλής διαπραγματευτής της Κομισιόν για το Brexit, υποστηρίζει ότι χαμένες είναι αμφότερες οι πλευρές, η Βρετανία αλλά και η ΕΕ.
Εστιάζοντας την προσοχή του στις απώλειες για τους Ευρωπαίους, ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Ενρίκο Φραντσεσκίνι, ανταποκριτής της La Repubblica στη Βρετανία τα τελευταία πολλά χρόνια, θέλησε να γράψει για «το Λονδίνο που δεν είναι πια δικό μας».
Επιστρέφοντας στα χρόνια της αποκαλούμενης Cool Britannia, δηλαδή της μοντέρνας και πετυχημένης Βρετανίας της πρώτης κυβέρνησης Μπλερ, από το 1997 έως το 2001, θυμίζει πως εκείνη την περίοδο ένα τραγούδι που είχε γραφτεί δύο δεκαετίες νωρίτερα συνόψιζε με εξαιρετικό τρόπο την έλξη που ασκούσε τότε η χώρα, και ειδικά η πρωτεύουσά της. Αναφέρεται στο «London Calling» των Clash, και στο Λονδίνο «που καλεί πόλεις μακρινές», στο Λονδίνο που ασκούσε εκ νέου μια ακαταμάχητη έλξη στους πολίτες ολόκληρης της υπόλοιπης Ευρώπης, μετά από μια περίοδο παρακμής.
Φυσικά, η βρετανική μητρόπολη στις όχθες του Τάμεση είχε τραβήξει την προσοχή όλου του κόσμου και νωρίτερα, τη δεκαετία του 1960, αναφέρει ενδεικτικά ο ιταλός ανταποκριτής, με τους Beatles και τη μίνι φούστα, την εποχή του αποκαλούμενου Swinging London. Και ανέκαθεν ήταν σημείο αναφοράς για την ήπειρο από όλες της απόψεις, με τον Φραντσεσκίνι να επικαλείται τον κορυφαίο βρετανό συγγραφέα και διανοούμενο Σάμιουελ Τζόνσον, ο οποίος είχε δηλώσει το 1777 πως «όταν ένας άνθρωπος κουράζεται από το Λονδίνο, έχει κουραστεί από τη ζωή, γιατί στο Λονδίνο υπάρχει ό,τι μπορεί να προσφέρει η ζωή».
Πάντως, αποτελεί γεγονός ότι αρκετοί Ευρωπαίοι επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη Βρετανία, ακόμα και την πρωτεύουσά της. Το 2021 ο πληθυσμός του Λονδίνου μειώθηκε κατά 300.000 άτομα, για πρώτη φορά από το 1988, αν και πέρυσι άρχισε να αυξάνεται ξανά, αλλά με πιο αργό ρυθμό σε σχέση με πριν. Σήμερα στο Λονδίνο ζουν εννέα εκατομμύρια άνθρωποι, 12 συνολικά στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή, το οποίο σημαίνει πως είναι η πολυπληθέστερη πόλη, καθώς και η μεγαλύτερη σε έκταση (καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση από το Παρίσι, τη Ρώμη και τη Βιέννη μαζί) στην Ευρώπη (χωρίς να υπολογίζεται η Μόσχα).
Μεταξύ αυτών των εκατομμυρίων Λονδρέζων συγκαταλέγονται και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της ΕΕ, οι οποίοι κατάφεραν να συνεχίσουν τις ζωές τους εκεί χάρη στο καθεστώς μόνιμης διαμονής που χορηγήθηκε σε πολίτες κρατών-μελών της ΕΕ που διέμεναν στη Βρετανία πριν από το δημοψήφισμα του 2016, στο πλαίσιο των συμφωνιών «διαζυγίου» που υπεγράφησαν με τις Βρυξέλλες.
Πλέον, όμως, οι ευρωπαίοι πολίτες δεν μπορούν να μεταβούν στο Λονδίνο για ένα, δύο, τρία χρόνια, για όσο επιθυμούν δηλαδή, και για οποιονδήποτε λόγο, όπως συνέβαινε πριν το Brexit. Δίχως σύμβαση εργασίας με απολαβές ύψους τουλάχιστον 25.600 στερλινών (περισσότερα από 29.000 ευρώ), οι πολίτες της ΕΕ στη Βρετανία μπορούν να παραμείνουν στη χώρα το πολύ για έξι μήνες.
«Για αυτόν τον λόγο οι καφετέριες, οι πιτσαρίες και τα ιταλικά εστιατόρια του Λονδίνου, που επιθυμούν να έχουν ιταλούς υπαλλήλους, δυσκολεύονται πλέον να βρουν» σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος αναφερόμενος ειδικά στους συμπατριώτες του. «Αλλά δεν είναι μόνο θέμα σερβιτόρων ή πωλητών. Το Brexit έχει βλάψει το Λονδίνο πολλαπλώς» προσθέτει.
Αναφέρει ενδεικτικά ότι το City δεν είναι πια το κορυφαίο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο στον πλανήτη, καθώς πλέον το ανταγωνίζεται ανοιχτά η Wall Street, ενώ λιγότερες εταιρείες το επιλέγουν ως ευρωπαϊκή έδρα τους. Ως αποτέλεσμα, η τιμή των κατοικιών, που επί μακρόν ήταν χρυσωρυχείο για τον ευρύτερο τομέα, από τα μεσιτικά γραφεία έως τις κατασκευαστικές εταιρείες, μειώθηκε κατά 10%.
Η αποχώρηση της Βρετανίας και από το πρόγραμμα Erasmus, καθώς και ο τριπλασιασμός των διδάκτρων φοίτησης σε αγγλικό πανεπιστήμιο (27.000 στερλίνες τον χρόνο, αλλά χωρίς επιδοτούμενα δάνεια, πλέον) κρατά μακριά από το Λονδίνο πάμπολλους ευρωπαίους φοιτητές, που αναζητούν άλλους, πιο οικονομικούς προορισμούς. Το ότι οι ευρωπαίοι πολίτες δεν μπορούν να εισέλθουν μόνο με δελτίο ταυτότητας στη Βρετανία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι σύντομες αποδράσεις, αλλά και οι σχολικές εκδρομές με προορισμό το Λονδίνο.
Ο Φραντσεσκίνι αναφέρει επίσης, ως Λονδρέζος, ότι τα σκάνδαλα εγκληματικής κατάχρησης εξουσίας, αλλά και η αύξηση της εγκληματικότητας στη βρετανική πρωτεύουσα, έπληξαν την εικόνα της περίφημης Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, ενώ και το αστέρι του Σαντίκ Καν, του μουσουλμάνου πακιστανικής καταγωγής Εργατικού δημάρχου της βρετανικής πρωτεύουσας, έχει απολέσει τη λάμψη του (αν και σκοπεύει να θέσει ξανά υποψηφιότητα, για τρίτη φορά, το 2024).
«Ξεφούσκωσε, λοιπόν, το Λονδίνο;», διερωτάται επικαλούμενος σχετικό δημοσίευμα των Financial Times. Το έγκριτο και κατεξοχήν λονδρέζικο έντυπο δεν προσφέρει μια ακριβή απάντηση. Ομως ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει πως θα ήταν λάθος, αντιστρέφοντας το τραγούδι των Clash, να πούμε ότι η πιο παγκοσμιοποιημένη και πολυεθνική πόλη της Ευρώπης έχει εξαντλήσει τη σαγήνη της.
«Ο μισοί Λονδρέζοι έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της πόλης είναι φιλοευρωπαίοι: το 70% των Λονδρέζων ψήφισαν κατά του Brexit στο δημοψήφισμα. Η τέχνη, η μουσική, το θέατρο, ο κινηματογράφος συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο παράγεται σε όλη την ήπειρο. Με λίγα λόγια, στη βρετανική πρωτεύουσα εξακολουθεί να υπάρχει “ό,τι μπορεί να προσφέρει η ζωή”. Παραμένει ένας δυναμικός, μοδάτος προορισμός, πηγή καινοτομίας και τάσεων» συνοψίζει, πλέκοντας το εγκώμιο του Λονδίνου, που εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα που ήταν και πριν από την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ.
Σήμερα, όμως, υφίσταται μια βασική διαφορά: «Μετά το Brexit δεν μπορούμε πλέον να νιώθουμε το Λονδίνο “δικό μας”. Ηταν η άτυπη πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι η Νέα Υόρκη για τις ΗΠΑ. Τώρα, όπως και η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο είναι ένα εξαιρετικό μέρος για να πάει κανείς για διακοπές ή για επαγγελματικούς λόγους. Με την προϋπόθεση ότι διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα» καταλήγει, μάλλον πικραμένος, ο ιταλός ανταποκριτής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News