Γερμανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια καμπαρέ, μετά τη διεθνή επιτυχία του «Γαλάζιου Αγγέλου» και την πρόσκληση του σκηνοθέτη της ταινίας Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, που είχε ήδη μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, η Μαρλένε Ντίτριχ θα έφθανε το 1930 στο Χόλιγουντ, όπου θα υπέγραφε ένα συμβόλαιο με την Paramount Pictures και θα αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη φήμη, έχοντας περάσει με άνεση από τον βωβό κινηματογράφο στις ομιλούσες ταινίες. Επιπλέον, αργότερα θα την τιμούσαν για την αντιναζιστική δράση της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ντίτριχ, όμως, υπήρξε επίσης εμβληματική περσόνα του κόσμου της υψηλής μόδας και των πολυτελών κοσμημάτων, ένα αδιαμφισβήτητο It Girl των αρχών του 20ού αιώνα, που κατάφερνε να επανεφευρίσκει κάθε τόσο τον εαυτό της με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.
Γεννημένη στις 27 Δεκεμβρίου 1901 στη συνοικία Σένμπεργκ του Βερολίνου, η Μαρλένε ήταν κόρη ενός αξιωματικού της αστυνομίας, του Λούις Εριχ Οτο Ντίτριχ, και της εύπορης Βιλελμίνα Φέλσινγκ, η οποία διεύθυνε μια εταιρεία κατασκευής κοσμημάτων και ρολογιών. Από ασήμαντο κοριτσάκι που έπαιζε βιολί στη χορωδία του Βερολίνου, τη δεκαετία του 1930 αναδείχτηκε σε διεθνή σταρ, προκαλώντας επίσης αναταραχή στον κόσμο της μόδας με το γεμάτο αίγλη ανδρόγυνο στυλ επέβαλε.
Η Μαρλένε Ντίτριχ ήταν η απάντηση της Paramount στη Σουηδή Γκρέτα Γκάρμπο της MGM, κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι ξεπέρασε σε επιρροή όλες τις σταρ του κινηματογράφου και τα fashion icons της εποχής της, γράφει στους New York Times ο Ντέιβιντ Μπέλτσερ.
Στις 8 Ιανουαρίου 2024 ολοκληρώθηκε μια έκθεση με περίπου 250 φωτογραφίες της σταρ στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας στη Νέα Υόρκη, ενώ στο Renaissance Theater του Βερολίνου μόλις τερματίστηκαν οι παραστάσεις ενός μιούζικαλ για τη ζωή της, μια σόλο περφόρμανς του Σβεν Ράτζκε, ο οποίος προκάλεσε ενθουσιώδη σχόλια ερμηνεύοντας την Ντίτριχ.
Τώρα ετοιμάζεται μια μίνι σειρά πέντε επεισοδίων με θέμα τη ζωή της, με πρωταγωνίστρια την Νταϊάν Κρούγκερ, για να επιβεβαιώσει την επίδρασή της στον 21ο αιώνα. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Φατίχ Ακίν, ενώ το σενάριο βασίζεται στη βιογραφία «My Mother Marlene» της κόρης της Ντίτριχ, ηθοποιού και παραγωγού Μαρία Ρίβα. Ακόμη, υπάρχουν σχέδια η Τζέσικα Λανγκ να υποδυθεί την Μαρλένε Ντίτριχ σε ένα τηλεοπτικό project του Ράιαν Μέρφι για το Netflix, που διαδραματίζεται στα καμπαρέ της εποχής της.
Η επιρροή της, αναφέρει ο Ντέιβιντ Μπέλτσερ στους New York Times, είναι εμφανής και στο πεδίο της μόδας: στη συλλογή του οίκου Dior Pre-Fall 2024 παρουσιάστηκε το ανδρόγυνο look με παντελόνι και γραβάτα που έκανε δημοφιλές η Ντίτριχ ως τραγουδίστρια σε καμπαρέ με φράκο και καπέλο στην ταινία «Μαρόκο» (1930) – σε μια σκηνή όπου φιλάει στα χείλη μια θαμώνα.
Επιπλέον, η Ντίτριχ έχει επηρεάσει και τον κόσμο του κοσμήματος όσο καμιά άλλη σταρ. «Στη συλλογή μας έχουμε ένα βραχιόλι από σανταλόξυλο του (γάλλου) κοσμηματοπώλη Ρενέ Μπουαβέν, καλυμμένο με χρυσές πλάκες, το οποίο ήταν δώρο του διευθυντή της αστυνομίας του Παρισιού το 1933» δήλωσε πρόσφατα στους New York Times η Σίλκε Ρόνεμπουργκ, επιμελήτρια της συλλογής «Marlene Dietrich» στο μουσείο Deutsche Kinemathek του Βερολίνο.
«Η ιστορία λέει πως όταν (η Ντίτριχ) έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού Σεν Λαζάρ φορούσε παντελόνι και ανδρική γραβάτα. Και έμοιαζε με άνδρα ανάμεσα στους άλλους άνδρες» προσέθεσε η Ρόνεμπουργκ.
Εκείνη την εποχή ήταν παράνομο για τις Γαλλίδες να φορούν παντελόνια –μάλιστα, ο σχετικός νόμος του 1799 ίσχυε επίσημα μέχρι το 2013–, αλλά ο αρχηγός της αστυνομίας και η σύζυγός του προσέφεραν το βραχιόλι στην Ντίτριχ ως χειρονομία καλής θέλησης. Η σταρ το φόρεσε όταν έφυγε από το Παρίσι, λίγες μέρες αργότερα, με το ίδιο παντελόνι που φορούσε κατά την άφιξή της.
Αναμφισβήτητα το πιο διάσημο κόσμημά της, πάντως, ήταν το βραχιόλι Van Cleef & Arpels με ρουμπίνια και διαμάντια jarretière («καλτσοδέτα» στα γαλλικά), το οποίο βγήκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 2023 και κατοχυρώθηκε σε έναν ανώνυμο αγοραστή για πάνω από 4,5 εκατ. δολάρια.
Ηταν κομμάτι της συλλογής «The Magnificent Jewels of Anne Eisenhower» της Αν Αϊζενχάουερ, διακοσμήτριας εσωτερικών χώρων και εγγονής του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, η οποία υπήρξε συλλέκτρια εξαιρετικών κοσμημάτων και είχε αγοράσει το περίφημο βραχιόλι της Ντίτριχ σε δημοπρασία το 1992.
Το βραχιόλι –ένα από τα αγαπημένα της Ντίτριχ- είναι έργο του διάσημου κοσμηματοποιού Λουί Αρπέλ, ο οποίος πιστεύεται ότι το δημιούργησε το 1937 συναρμολογώντας μερικά παλιότερα κοσμήματα της σταρ. Εγινε γνωστό όταν η Ντίτριχ το φόρεσε στην ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ «Πονεμένο Ρομάντζο» ή «Ο Δολοφόνος Ερχεται Κάθε Βράδυ» («Stage Fright», 1950), στην οποία πρωταγωνιστούσε, αλλά και στην απονομή των Βραβείων Οσκαρ το 1951. Και λέγεται ότι το κράτησε μέχρι τον θάνατό της, το 1992.
«Με απλά λόγια, είναι ένα από τα πιο σημαντικά κοσμήματα που δημιουργήθηκαν ποτέ» είπε στους New York Times μέσω email ο Κλέιμπορν Πόιντεξτερ, ανώτερος ειδικός κοσμημάτων στον οίκο Christie’s της Νέας Υόρκης. «Πραγματικά, δεν ανήκει σε καμία περίοδο. Δεν είναι κόσμημα αρ ντεκό. Δεν είναι ρετρό. Στην πραγματικότητα είναι το δικό της έργο τέχνης. Η απίστευτη τιμή που έπιασε τη δεύτερη φορά που πουλήθηκε σε δημοπρασία είναι απόδειξη του σχεδιασμού αυτού του υπέροχου κοσμήματος και της Μαρλένε Ντίτριχ ως συμβόλου του στυλ».
Ο Πόιντεξτερ προσέθεσε ότι «η κυρία Ντίτριχ φορούσε τα πιο σημαντικά της κοσμήματα το βράδυ, με εξίσου περίτεχνα φορέματα του Κριστιάν Ντιόρ, κοσμήματα που συχνά έφεραν διαμάντια και σμαράγδια ή ρουμπίνια, δύο από τους αγαπημένους της χρωματιστούς πολύτιμους λίθους».
Μεγάλο μέρος της αίγλης της, ωστόσο, υποχώρησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μαρλένε Ντίτριχ υιοθέτησε μια πιο συντηρητική εμφάνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν περιόδευε με τους U.S.O. για να διασκεδάζει τα συμμαχικά στρατεύματα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Λέγεται πως αυτή η απόφασή της εξόργισε τον Χίτλερ, ο οποίος υποτίθεται ότι την είχε προσκαλέσει προσωπικά να επιστρέψει στη Γερμανία. Να σημειωθεί ότι η Ντίτριχ είχε παραιτηθεί από τη γερμανική υπηκοότητα, για να γίνει αμερικανίδα πολίτης το 1939.
«Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ένα αλάνθαστο ένστικτο περί ωραίας εμφάνισης. Το 1942 φόρεσε ένα βαρύ ασημένιο βραχιόλι με επιχρυσωμένα μαργαριτάρια και ασορτί σκουλαρίκια Cartier» είπε η κυρία Ρόνεμπουργκ, από το μουσείο Deutsche Kinemathek. «Είναι σημαντικό γιατί τα φόρεσε κατά τη διάρκεια της περιοδείας της, περνώντας μέσα από πόλεις με ανοιχτό αυτοκίνητο» τόνισε. Αυτό το σύνολο Cartier θεωρήθηκε αντανάκλαση της εποχής του: εντυπωσιακό μεν, αλλά όχι κραυγαλέο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News