Γεννήθηκα να λατρεύω και να θαυμάζω. Ολα στο πολύ! Και τα αντίστροφά τους, στο πολύ επίσης! Σε τέτοιους χαρακτήρες, η μόνη αγωνία είναι, μην και πέσει κάτι κάτω από τον πήχη που το έχουν τοποθετήσει. Πριν από δυο χρόνια παρακολούθησα το Tinos Food Paths και είχα γράψει για εκείνη την εμπνευσμένη προσπάθεια, που ξεκίνησε μεν ως ένα ξεσηκωτικό «κάτι να κάνουμε» δυο τριών φίλων, μια μέρα χειμώνα που λυσσομανούσαν οι αέρηδες και στη Χώρα κυκλοφορούσαν μόνο γάτες, αλλά που όπως αποδεικνύεται, είχε τέτοια κρυφοδύναμη που χωρίς να μπορεί κάποιος να ορίσει πώς, μεταδόθηκε από άνθρωπο σε άνθρωπο και από επαγγελματία σε επαγγελματία και κατέληξε θεσμός. Παράδειγμα ένωσης δυνάμεων, παντρέματος ιδεών, μοίρασμα ονείρων, συμπόρευσης, διοχέτευσης της κοινής αγωνίας για το «καλό», μάθημα εθελοντισμού και πάνω απ΄ όλα μονοπάτι. Ναι! Ένα συγκινητικά ιερό μονοπάτι που μπορεί να γίνει δρόμος. Μακάρι τον ίδιο δρόμο να πάρει η χώρα μας όλη.
Τι είναι το Tinos Food Paths; Σε πρώτη ανάγνωση μια συν-απόφαση. Να καταχωρηθεί το νησί ως προορισμός γεύσης αφού τα τοπικά του προϊόντα είναι πολύτιμα «πετράδια». Να προχωρήσει πέρα από την ταύτισή του με τον λατρευτικό τουρισμό προσκυνητών. Να μεταδοθεί, ότι μιλάμε για ένα νησί με 46 χωριά στα σπλάχνα του, το ένα πιο ωραίο από το άλλο, που κατοικούνται χειμώνα- καλοκαίρι. Ένα «αυτόνομο» νησί, που με το που πατάς τα χώματά του, γυρίζει το ρολόι του χρόνου πίσω. Σε μαγεύει. Και πρέπει να το σεβαστείς. Και πρέπει οι επαγγελματίες να αποκτήσουν σύνδεση συγγενών εξ επιλογής, για να αντέξουν άμυνα, φρένα, σωστή ποιότητα και παροχή υπηρεσιών. Για να μην καταντήσει, επιτρέψτε μου, όπως το απέναντι νησί που παρέδωσε τα χώματά του. Που έφτυσε, που ξεπάστρεψε τη φύση του. Πολλές φορές σκέφτομαι, ότι αν είχε Έλληνας το ιστορικό καφενείο Café Greco της Ρώμης, θα το είχε απλώσει σε όλο το τετράγωνο. Στα γκάζια φοβάμαι τη ράτσα μας….Τι να λέμε; Απλωνόμαστε σαν αέρας. Το φρένο άγνωστη έννοια.
Φέτος, τα φώτα του Tinos Food Paths έπεσαν στα χωριά Καλλονή και Καρκάδος. Χωριά πανέμορφα -μεταξύ μας, και ποια δεν είναι ωραία;- αλλά που δεν ήταν καταχωρημένα στα «οπωσδήποτε» μιας επίσκεψης, όπως για παράδειγμα είναι η Καρδιανή, ο Πύργος, το Βωλάξ, το Κτικάδος, τα Λουτρά όπου και η Σχολή Ουρσουλινών κ.λ.π. Για την φετινή περιπέτεια- ξενάγηση μας, άνθρωποι και άνθρωποι έριξαν δουλειά, που δεν φαντάζεστε. Για πότε αναστηλώθηκαν δυο ανεμόμυλοι, για πότε καθαρίστηκε ένα ατέλειωτο μονοπάτι… Για πότε μαθητές ανέλαβαν να φτιάξουν σκιάχτρα για ντεκόρ, για πότε κινηματογραφιστές γύρισαν ταινίες, για πότε γέροντες και γερόντισσες κατέθεσαν μαρτυρίες που στάθηκαν πολύτιμα εργαλεία, για πότε νοικοκυρές μπήκαν σε κουζίνες, για πότε εθελοντές εκπαιδεύτηκαν… Για πότε, όλους τους ένωσαν θεοί και «δαίμονες» και αγελούδες!…Κυρίως αγελούδες!…Τι είναι οι αγελούδες; Θα σας πω παρακάτω. Δεν προλαβαίνω τώρα. Γιατί, μπορεί μεν στη Χώρα -και συγκεκριμένα στον χώρο της παλιάς ψαραγοράς- κάθε μέρα για μια εβδομάδα διάσημοι σεφ και μάγειρες και δημοφιλείς bar tenders να παρέδιδαν μαθήματα μαγειρικής και κοκτέιλ ποτών, πάντα με υλικά του τόπου, αλλά εγώ, θέλω να σας περπατήσω στη διαδρομή του μονοπατιού Καλλονή-Καρκάδος που επέλεξαν να μας περπατήσουν. Μακάρι να σας είχα κοντά μου!
Συνάντηση στους δυο ανεμόμυλους στην κορφή ενός λόφου και γύρω η φύση να λυσσομανά αγριολούλουδα, χρώματα κι αρώματα. Μάθαμε λοιπόν ότι οι μυλωνάδες ήταν οι πιο φερέγγυοι μετεωρολόγοι, της τότε εποχής. Οφειλαν να γνωρίζουν τον καιρό προκειμένου να βάζουν τα πανιά τους και να τα στρέφουν σωστά λογαριάζοντας τον καιρό. Όμως, πέρα απ΄αυτό, σχεδόν «όφειλαν» να είναι και μπερμπάντηδες, πες τους και «μερακλήδες» στο γυναικείο φύλο. Τόσο που έρχονταν σε συνεχή στενή επαφή με γυναικομάνι! Αλλά και τόσο που ευνοούσε το φλερτ, το απομονωμένο σημείο του μύλου κι εκείνο, το τόσο δα παραθυράκι στα ψηλά του, απ΄όπου μπορούσε ο μυλωνάς να κατασκοπεύσει αν πλησίαζε ή όχι άνθρωπος ή κυρίως, έρμος σύζυγος. Λατρεύω να εντρυφώ στην «μικροιστορία».
Στη συνέχεια οι εθελοντές μας υποδεικνύουν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε μια κόκκινη κλωστή που θα μας δείχνει τη διαδρομή. «Κόκκινη κλωστή δεμένη- στην ανέμη τυλιγμένη-δως της κλώτσο να γυρίσει- παραμύθι ν΄αρχινίσει». Ποιος δεν λαχταράει λίγο παραμύθι στη ζωή του;
Στην επόμενη στροφή ξεπετάγεται μπροστά μας ένα χωράφι όλο σκιάχτρα που δημιούργησαν μαθητές και μας παρασέρνει σε αστείες φωτογραφίες. Πιο κάτω ένα «μνημειακό» κελί, δηλαδή μικρό αγροτικό σπιτάκι κατασκευασμένο-χειροποίητο μόνο από πέτρες, δεκαπέντε τετραγωνικών χωρίς παράθυρα, με χαμηλή πορτίτσα. «Μπείτε μέσα. Μια γριούλα καταθέτει την προσωπική της μαρτυρία» μας λένε πειστικά.
Τι ευφυής ιδέα! Χαμηλώνουμε και αυτόματα βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή που οι άνθρωποι ήταν χαμηλοί. Τόσο χαμηλοί, ένα με τη γη. Μια λάμπα πετρελαίου ίσα που φέγγει, ένα κρεβάτι από στάχυα και κουρελούδες για στρωσίδια, μια μπακιρένια κανάτα κρεμασμένη και δυο κατσαρολικά. Δηλαδή ένα τίποτα και ένα όλον! Και μια γέρικη φωνή μαγνητοφωνημένη «Είχαμ’ ένα σπιτάκ’ κι ένα αυληδάκι… Τρώγαμ ότι φυτεύαμ… Ξέραν οικονομία τούτοι…».
Στο κελί εισερχόμαστε σύγχρονοι-θορυβώδεις αλλά βγαίνουμε σιωπηλοί. Περίεργα συγκινημένοι. Δυο τρία αμήχανα βήματα και στάση. Όλοι τις ίδιες κινήσεις, όλοι τις ίδιες αντιδράσεις. Γύρω μας τα πάντα μαστίγωναν ανθοφορία, χαμομήλια και παπαρούνες και μαργαρίτες και σπάρτα και μωβ, πολύ μικρά μωβ ανάμεσα σε κίτρινο…Ένας ουρανός μεγαλειώδης, ένας ήλιος ζεστός….Τι θέλουμε όλοι εμείς; Πού στο διάολο πάμε αλλόφρονες, αγχωμένοι, καταθλιπτικοί; «Είχαμ ένα σπιτάκ κι ένα αυλιδάκι. Τρώγαμ ότι φυτεύαμ»… Σαν καρφί σε καρδιά και μυαλό.
Συνεχίζοντας συναντάμε τον κήπο του Μωυσή. Ο Μωυσής έχασε την κόρη του από καρκίνο στον εγκέφαλο. Το νέο είχε σκάσει σαν ατομική βόμβα στην μικρή κοινότητα του χωριού. Έκλαψε, σπάραξε ο πατέρας της και η γυναίκα του που ζει, ακόμα κλαίει. Ώσπου κάποτε ο Μωυσής αποφάσισε να κάνει το κλάμα του λουλούδια. Ενα περιβόλι μόνο με κρίνα για τη Λουίζα του. Εκεί μας κέρασαν ένα ρακάκι. «Στην υγεία μας» είπαν τσουγκρίζοντας. Μα εγώ το ήπια για των πόνων τα καταφύγια. Για των δαρμένων ψυχών τα αποκούμπια. Η διαδρομή της ψυχής του Μωυσή με μάγεψε. Το καταφύγι του σε λουλούδια, όχι σε θυμό. Στην υγειά σου άγνωστε-γνωστέ μου Μωυσή! «Με λένε Γιώργο. Όχι δεν είμαι από την Τήνο. Την ερωτεύτηκα. Έζησα στην Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη. Εργαζόμουν στο BBC πολεμικός ανταποκριτής στο Αφγανιστάν. Η σύζυγός μου ασχολείται με την ομοιοπαθητική. Πριν δυο χρόνια ήρθαμε στο νησί. Αυτό ήταν. Μείναμε. Ήμαστε, πώς να το πω; Γεμάτοι», «Εντάξει, τον άνδρα μου τον ερωτεύτηκα αλλά το νησί το ερωτεύτηκα περισσότερο. Εγκατασταθήκαμε. Παραδίδω μαθήματα γιόγκα. Εδώ βρήκα αυτό που αναζητούσα και δεν το ήξερα. Χαίρομαι να βλέπω τον γιό μου ευτυχισμένο να μεγαλώνει στη φύση». Σε κάθε stop μας και συνάντηση με εθελοντές ακούς αντίστοιχες ιστορίες. Ένα σωρό Τηνιακοί εξ έρωτος. Έτσι την έπαθα κι εγώ! Λες να μην το ξέρω;
Διασχίζοντας περιβόλια και στενοσόκκακα και σπίτια σοφής αρχιτεκτονικής και περνώντας κάτω από καμάρες και από τον ξυλόφουρνο του χωριού που μοσχοβολάει και κάνει κοιλιές να γουργουρίζουν φτάνουμε στην πλατεία του χωριού. Εκεί, πάλι χωράμε σε έναν παλιό στάβλο και καθισμένοι σε κουρελούδες παρακολουθούμε μια εξαιρετική ταινία μικρού μήκους της Μαρινέτας Κρητικού με τίτλο «Ο κύκλος της ζωής». Μαρτυρίες γερόντων, σκαμμένα πρόσωπα, σκαμμένα χέρια, κόποι ανθρώπων, τιτάνια πάλη με τη φύση και με τους θεριο-ανέμους. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο-στάβλο μας περικυκλώνουν φωτογραφίες τεράστιες ασπρόμαυρες, παιδιά ενός πολύ παλιού «τότε» μας κοιτούν-γερόντια ενός πολύ τώρα σήμερα-νεκροί σε χωράφια ουρανού. Καλή ανάπαυση στους κουρασμένους. Πόσο σωματικό κόπο είχε η ζωή κάποτε;
Στην πλατεία μας κερνάνε μπακαλιάρο και φασόλια και κουβέντες. «Με το Tinos Food Paths, πώς να σου το πω; Ηρέμησαν οι ψυχές μας. Ο εθελοντισμός, η αγάπη που νοιώθουμε ο ένας για τον άλλον, η σύμπνοια που βγήκε. Ο κοινός σκοπός. Δεν υπάρχει εγώ αλλά εμείς. Και μας ακολουθεί πια και μετά. Αυτό είναι το μαγικό! Επικοινωνούμε αλλιώς. Για παράδειγμα, πες ότι ξεμένει κάποιος από ένα κρασί. Στέλνει ένα μήνυμα σε όλους μας και όποιος το έχει σπεύδει να του το πάει. Κάναμε ανάρτηση για μπισκοτάκια για τους επισκέπτες στις 9 το πρωί και στις 11 δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε τόσα μπισκότα που φούρνισαν οι νοικοκυρές»…
Συνεχίζουμε το μονοπάτι που επέλεξαν να μας ξεναγήσουν. Περνάμε και από το καφενείο της Γιακουμήνας. Της γυναίκας του Μωυσή, που σας έγραψα πιο πάνω για τον κήπο του. Που τα ματάκια της στάζουν δάκρυα με το παραμικρό, λες και είναι γεμάτο το σώμα δάκρυα και δεν έχει άλλη λύση παρά να τα τρέξει. Το καφενείο είναι απ΄αυτά που τρελαίνουν Αλμοδοβάρ. Τα σεμέν που στολίζουν ψυγείο και τηλεόραση, οι εμαγιέ κατσαρόλες στο κουζινάκι, το καφεδάκι που ψήνεται σε καμινέτο, το φαγάκι της ημέρας, οι καραμελίτσες οι ροζ, το «κοπιάστε». Και μετά; Μετά φτάνουμε στο ρέμα. Τρέχουν νερά, σκιάζουν δεντράκια, παραμύθι ζεις, Αλικούλα σε χώρο των θαυμάτων- του χωριού Καρκάδος. Νεράκι, δεντράκι, ποταμάκι, όλα σε «άκι»…Μα, Υπάρχει παραμύθι χωρίς δράκο; Στα ρέματα ζούσαν οι αγελούδες. Ακούς τη φωνή μιας γριάς να σου τα διηγείται όλα. Οι αγελούδες ήταν ξωτικά, φαντάσματα, άτιμα πλάσματα. Αρχικά έδωσαν «παρηγοριά» στην τραγικότητα της τεράστιας σε ποσοστά παιδικής θνησιμότητας. Κάθε παιδάκι που πέθαινε, ισχυρίζονταν ότι το είχαν πάρει οι αγελούδες. Άρα ήταν αναπόφευκτο, το να πεθάνει. Στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκαν την δήθεν ύπαρξή τους για κάθε συμφεροντολογικό σκοπό. Για παράδειγμα…Πες ότι γύριζε κάποιος μεθυσμένος στο σπίτι του, με σημάδια από ένα πέσιμό του λόγω της αστάθειας της μέθης του. Δεν ήταν το μεθύσι που έφταιγε αλλά οι αγελούδες που συνάντησε και τον χτύπησαν. Ή τα παράνομα ζευγάρια, δεν ήταν άνθρωποι που στέναζαν τον πόθο τους αλλά οι αγελούδες που έκαναν ήχους… Και ούτω καθεξής.
Μύθο τον μύθο, μέτρο το μέτρο, σημάδι το σημάδι φτάσαμε, αγαπητοί μου αναγνώστες, στο τέλος μιας μαγικής διαδρομής. Ενός μακριού μονοπατιού. Κύκλος ζωής. Γελάσαμε, δακρύσαμε, γευτήκαμε, τσουγκρίσαμε, χαρήκαμε και φέτος στο Tinos Food Paths. Μην το χάσετε του χρόνου!…
Αγαπηθήκαμε με γνωστούς-αγνώστους με ενστικτώδη αθωότητα κοπρίτη σκύλου που μυρίζει, και ή πάει αντάμα ή χωρίζει…Απλή, γαμώτο, είναι η ζωή…Απλή και ωραία….Αποχαιρετιστήκαμε. Κάτι πήρε ο καθένας στη ψυχή του απ΄όσα είδαμε, απ΄όσα ζήσαμε… «Είχαμ’ ένα σπιτάκ κι ένα αυλιδάκ. Τρώγαμ’ ότ φυτεύαμ». Εννέα λέξεις με γυρνοβολάνε, με σακατεύουν, κόμπος στον λαιμό, αίνιγμα στη σκέψη. Πού πάμε οι σύγχρονοί; Κόμπος. Ουφ! Τον κρατάω. Δεν θέλω κλάψες μόνο ζεστά χαμόγελα. Σαν όλων αυτών που συνάντησα στο διάβα αυτού του μακριού μονοπατιού. Μονοπάτι φίλε μου. Προχώρα.
ΥΓ Για όλο αυτό που σας περιέγραψα, 380 άνθρωποι έδωσαν και φέτος όλες τους τις δυνάμεις. Δούλεψαν μήνες αγόγγυστα, για μια εβδομάδα υψηλής φιλοξενίας και ξενάγησης, όπως της πρέπει της Τήνου. Όλοι ενωμένοι για έναν σκοπό. Και ναι! Πετυχαίνει! Κάθε χρόνο πετυχαίνει! Μακάρι έτσι όλη η Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News