Ο Σάινθ είναι στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες, ως ο νικητής του φετινού Ντακάρ – μια τρανή απόδειξη πως είναι… αμάσητος, σε μια ηλικία που συνήθως φλερτάρει με τη συνταξιοδότηση.
Δεν άλλαξαν και πολλά από το 1992, όταν άνοιγε σαμπάνιες ανεβασμένος στο καπό του αγωνιστικού και, εννοείται, τετρακίνητου Toyota Celica με το οποία πήρε αγκαλιά το Πρωτάθλημα Οδηγών. Τον Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς η Toyota παρουσίαζε στο Διεθνές Σαλόνι της Φρανκφούρτης μια επετειακή έκδοση. Πίσω δεξιά, στο καμπυλωτό σώμα του Celica με τον κωδικό σασί ST185, υπήρχε και το σχετικό αυτοκόλλητο με την υπογραφή του Σάινθ.
Οχι ότι δεν ξεχώριζε το Celica Turbo 4WD και χωρίς αυτό. Ενας μεγάλος αεραγωγός στο καπό, διαφορετικός προφυλακτήρας, πιο φαρδείς θόλοι και άλλες λεπτομέρειες έκαναν τη διακριτική επισήμανση πως αυτό το Celica δεν είχε και πολύ σχέση με το ταπεινό, μόλις 105 ίππων, και προσθιοκίνητο alter ego του που έβλεπες δεξιά κι αριστερά στην πόλη.
Το όνομα Celica είχε ήδη δημιουργήσει μεγάλο ρεύμα χρόνια πριν. Από τη δεκαετία του ’70 το σπορ κουπέ της Toyota είχε γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία στις πωλήσεις μέχρι το τέλος της παραγωγής του, έχοντας καταστεί το ασιατικό όχημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σε αυτή την κατηγορία.
Συνολικά υπήρξαν επτά γενιές μοντέλων, οι περισσότερες από τις οποίες ενεπλάκησαν στους αγώνες υπό την επίβλεψη του θρύλου του motorsport Ούβε Αντερσον. H αγωνιστική ομάδα αργότερα μετονομάστηκε σε TTE (Toyota Team Europe) και το 1993 σε Toyota Motorsport GmbH TMG. Πλέον, ως γνωστόν, το σχετικό τμήμα λέγεται Gazoo Racing.
Το Celica GT-Four ήταν το πιο πετυχημένο rally car της Toyota. Ομως και γενικότερα, ήταν το πρώτο ιαπωνικό τετρακίνητο που έβαλε τους Ιάπωνες στο άντρο των Ευρωπαίων μέσα στις ειδικές διαδρομές, κερδίζοντας τίτλους. Υπό μία έννοια, ήταν το αυτοκίνητο που άνοιξε τον δρόμο και προς άλλους κατασκευαστές από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, όπως η Mitsubishi με το Lancer Evolution ή η Subaru με το Impreza. Ναι μεν χρονικά είχε προηγηθεί η Mazda με το 323 GT-R, όμως το πρωτάθλημα με ιαπωνικό τετρακίνητο ήρθε για πρώτη φορά με το Cellica GT-Four.
Eπιστροφή, όμως, στο επετειακό και «πολιτικό». Ο δίλιτρος τετρακύλινδρος υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας επωφελούνταν από μια αύξηση ισχύος στους 225 ίππους και 304 Nm ροπής χάρη σε ένα υδρόψυκτο intercooler, ένα πρόσθετο ψυγείο λαδιού και τροποποιημένη ψύξη του ιμάντα κίνησης των εκκεντροφόρων μέσω μιας εσοχής αέρα στο καπό.
Το Celica Turbo 4WD Carlos Sainz επιτάχυνε σε μόλις 7,9 δευτερόλεπτα για τα πρώτα 0-100 χλμ. και άγγιζε τα 230 χλμ./ώρα – επιδόσεις εξαιρετικές για το μακρινό 1991. Χορηγός το χειροκίνητο κιβώτιο πέντε σχέσεων με μικρότερες διαδρομές επιλογέα και συμπλέκτη και η μόνιμη τετρακίνηση viscous coupling, με διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης Torsen στον πίσω άξονα. Επίσης, η διαφοροποιημένη σπορ ανάρτηση, καθώς και η κρεμαγέρα, ήταν μέρος του συνολικού πακέτου.
Η Toyota πέτυχε με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια, αφού αφενός ενθουσίασε τους λάτρεις των αγώνων που ζητούσαν εδώ και καιρό μια έκδοση δρόμου των ένδοξων αγωνιστικών Toyota, αφετέρου κάλυψε τις απαιτήσεις της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Αυτοκινήτου (FIA) για το ομολογκάρισμα της αγωνιστικής έκδοσης, με 5.000 παραγόμενες μονάδες.
Για την Ιστορία, σε ορισμένες αγορές το Τοyota Celica Turbo 4WD Carlos Sainz κυκλοφόρησε ως Celica GT-Four, σε άλλες ως Celica Turbo All-Trac και σε κάποιες άλλες ως Celica GT-Four RC με απόδοση 225 ίππων. Οπως και να λεγόταν, ήταν ιδιαίτερο, δυνατό, εστιασμένο και γεμάτο καμπύλες.
Από τα 5.000 συνολικά αντίτυπα, τα 3.000 προορίστηκαν για την ευρωπαϊκή αγορά, με τσιμπημένη τιμή – στη Γερμανία, για παράδειγμα, έναντι 63.000 μάρκων. Σήμερα, τι άλλο πέρα από ποθητό συλλεκτικό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News