Στο γεμάτο υπαρξιακή αγωνία αλλά χωρίς μελοδραματισμούς «Το Διπλανό Δωμάτιο», την τελευταία ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, που παίζεται ήδη στη χώρα μας, η Τίλντα Σουίντον υποδύεται τη Μάρθα, μια διάσημη πολεμική ανταποκρίτρια και καρκινοπαθή σε τελικό στάδιο.
Οταν την επισκέπτεται στο νοσοκομείο η παλιά της φίλη Ινγκριντ (Τζούλιαν Μουρ), επιτυχημένη συγγραφέας που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου της «On Sudden Deaths», η Μάρθα καταφέρνει να την πείσει να τη συνοδεύσει στο τελευταίο της ταξίδι. Οι δύο γυναίκες αποσύρονται σε μια νοικιασμένη εξοχική κατοικία σχεδιάζοντας λεπτομερώς την τελική έξοδο της Μάρθας με χάπι ευθανασίας, το οποίο έχει προμηθευτεί από το σκοτεινό διαδίκτυο (dark web), και την αποφυγή πιθανών νομικών επιπλοκών.
Στις 4 Οκτωβρίου το «Διπλανό Δωμάτιο» προβλήθηκε στο Lincoln Center στο πλαίσιο του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης (27/9-14/10). Οπως ανέφερε αμέσως το Deadline και αναπαράχθηκε από τα ΜΜΕ, η συζήτηση που ακολούθησε μετά την προβολή διακόπηκε από μια μικρή ομάδα διαδηλωτών υπέρ των Παλαιστινίων και του Λιβάνου, καθώς λίγο πριν η Βηρυτός είχε γίνει στόχος αεροπορικών επιδρομών του Ισραήλ.
Ωστόσο οι δυο μασκοφόροι διαδηλωτές, που κρατούσαν ένα πανό, αποχώρησαν ειρηνικά με παρέμβαση του Αλμοδόβαρ και της Σουίντον, οι οποίοι τους κάλεσαν κοντά τους για να μιλήσουν. Η βραβευμένη με Οσκαρ βρετανίδα ηθοποιός, δε, δήλωσε ότι οι διαμαρτυρίες ήταν άβολες αλλά απαραίτητες, και επίσης σχετικές με την ταινία, επειδή η Συρία, η Βηρυτός και η Γάζα αντιπροσωπεύουν το «διπλανό δωμάτιο» και η ταινία ζητά από τον κόσμο να βρίσκεται σε εκείνο το δωμάτιο και να μην κοιτάζει αλλού, γράφει στους New York Times ο Ντέιβιντ Μαρκέζε.
At the U.S. premiere of “The Room Next Door,” director Pedro Almodovar requests that protestors for Gaza be allowed to speak. Tilda Swinton agrees and calls the protest “a dignifying thing for this festival.” #NYFF62 pic.twitter.com/FwIhDPjkCu
— Jonathon Catlin (@planetdenken) October 5, 2024
Ελπίζει η Σουίντον ότι η ταινία θα ωθήσει τους θεατές σε πολιτικούς συνειρμούς; «Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι σε αυτόν τον κατάλογο των τόπων συμπεριέλαβα τη Μόσχα, το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, όταν δημοσιεύθηκε, δεν αναφέρθηκαν τα ονόματα αυτών των τόπων» παρατηρεί η πρωταγωνίστρια του Αλμοδόβαρ στη συνέντευξή της στους New York Times με αφορμή την προβολή της ταινίας στις ΗΠΑ.
«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με αυτό, διότι αν έκανα κάτι, αυτό είναι πως είμαστε απολύτως στο “διπλανό δωμάτιο”, μαζί με όλους, όλη την ώρα. Και ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή, διότι αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν να κάνουν μια δήλωση σε εκείνο το δωμάτιο, πιστεύω ότι το τίμησαν» τονίζει.
Προσθέτει ότι «είχε ενδιαφέρον για μένα το γεγονός ότι ο Πέδρο και εγώ, ως Ευρωπαίοι, τους προσφέραμε αμέσως τα μικρόφωνά μας. Ηταν, προφανώς, αξιοσημείωτο. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι μεγαλώσαμε σε άοπλες κοινωνίες. Μετά μίλησα με αμερικανούς φίλους μου και ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι κάποιος που έρχεται με ένα πανό μπορεί να είναι οπλισμένος. Αλλά αυτό είναι το προνόμιό μου. Επίσης, η ιδέα ότι φοβόμαστε την ελευθερία του λόγου είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Παρεμπιπτόντως, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν ακούγαμε πολύ καλά τι ήθελαν να πουν, επειδή ήταν καλυμμένοι. Θα τους έλεγα “την επόμενη φορά μη μασκαρευτείτε. Μιλήστε ξεκάθαρα, να είστε παρόντες σε αυτή τη δήλωση, σε αυτή τη χειρονομία”».
Ο Μαρκέζε, ο οποίος θεωρεί ούτως ή άλλως πως η ταινία είναι πολιτική, με δεδομένο ότι η συνέντευξη έγινε μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου, συνεχίζει να κάνει πολιτικές ερωτήσεις στη Σουίντον.
Αναφερόμενος στην πείρα που απέκτησε η ηθοποιός δουλεύοντας με τον πρωτοπόρο του queer σινεμά Ντέρεκ Τζάρμαν στην Αγγλία της Μάργκαρετ Θάτσερ στα μέσα και στα τέλη τη δεκαετίας του 1980, μια εξαιρετικά συντηρητική εποχή για τη χώρα της, ρωτάει την βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιό αν υπάρχει κάτι που έμαθε για το πώς είναι να είσαι καλλιτέχνης σε εκείνη την πολιτιστική και πολιτική ατμόσφαιρα, το οποίο θα μπορούσε να της φαίνεται χρήσιμο αυτή τη στιγμή, που η δεξιά πολιτική είναι και πάλι κυρίαρχη.
«Ναι» απαντά η Σουίντον. «Εφυγα από το Λονδίνο το 1997, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου, και πήγα να ζήσω στη βόρεια Σκωτία. Δεν επέστρεψα ποτέ στο Λονδίνο, για χρόνια. Αλλά έτυχε να βρεθώ εκεί το περασμένο φθινόπωρο για μερικές εβδομάδες και ήταν ενδιαφέρον, επειδή και τα δύο μου παιδιά ζούσαν τότε στο Λονδίνο και ήταν και τα δύο 26 ετών, μια ηλικία ανάλογη με τη δική μου όταν ζούσα εκεί. Οπότε με κατέκλυσε η νοσταλγία, έκανα συνεχώς σχέδια για να συναντήσω τα παιδιά μου και συνειδητοποίησα ότι κάθε Σάββατο κατέβαιναν σε πορείες» αποκαλύπτει.
«Μου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση ότι αυτό έκανα και εγώ όταν ήμουν 26 ετών. Κάθε Σάββατο διαδηλώναμε για το ένα ή το άλλο πράγμα, είτε ήταν ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, είτε ενάντια στο άρθρο 28, το κατασταλτικό νομοσχέδιο», ένα βασικά ομοφοβικό νομοσχέδιο. «Κάναμε μακρά και σκληρή εκστρατεία εναντίον του. Βρισκόμασταν συνεχώς στην πλατεία Τραφάλγκαρ, όπως και τα παιδιά μου. Υπήρχε κάτι μέσα μου που με έκανε να νιώθω ευγνωμοσύνη που είχαν αυτή την εμπειρία. Ζήτω η δυνατότητα να συγκεντρώνονται ελεύθερα και να διαμαρτύρονται, ειδικά ως νέοι άνθρωποι και ειδικά ως νέοι καλλιτέχνες» τονίζει.
Πόσο επιδραστική μπορεί να είναι η τέχνη όταν πρόκειται για διαμαρτυρία και πολιτική μετακίνηση ανθρώπων; Η πρωταγωνίστρια του «Διπλανού Δωματίου» υπενθυμίζει στον δημοσιογράφο των New York Times την ερώτηση που του έκανε εκείνη στην αρχή της συζήτησής τους: πώς αισθάνθηκε αυτός όταν είδε την ταινία, «ένα έργο τέχνης, το οποίο στην ουσία κολυμπά μέσα στο ίδιο “υλικό”», αφού, όπως την είχε πληροφορήσει, είχε προηγηθεί μια συνέντευξή του με έναν γιατρό που βοηθά ασθενείς στην έξοδό τους από τη ζωή, αλλά και ο θάνατος της μητέρας του.
Δηλώνει χαρούμενη όταν ακούει ότι ο αμερικανός δημοσιογράφος ένιωσε ευτυχής επειδή το θέμα αντιμετωπίστηκε με έναν συναισθηματικά αληθινό τρόπο, και ένιωσε κάποιου είδους κάθαρση. «Ο λόγος που κάνω αυτή την ερώτηση», λέει, «είναι ότι σκέφτομαι αυτό που μόλις είπατε: Το να βλέπεις ένα έργο τέχνης έχοντας βιώσει την πραγματική εμπειρία με τη μητέρα σου είναι κάτι το ιδιαίτερο. Το οποίο μπορούμε να ξεδιπλώσουμε αν θέλουμε».
Επισημαίνοντας, εξάλλου, ότι υπάρχει κακία στον κόσμο και ότι οι κακοί άνθρωποι υπήρξαν κάποτε –και εξακολουθούν να είναι– ευάλωτα μικρά παιδιά, η Σουίντον λέει στους New York Times ότι αυτό που θα μπορούσε να προκαλέσει μια «παραγωγική αντίδραση» έχει να κάνει «με την προσπάθεια να μην εγκαταλείψουμε τη δυνατότητα σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων. Υπάρχει αυτή η τάση στην Ακροδεξιά να μας ενθαρρύνει να εγκαταλείψουμε την ανθρώπινη σύνδεση και να είμαστε εντελώς ιδιοτελείς» παρατηρεί.
«Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιου είδους διαπραγμάτευση; Απλά τα παρατάμε; Θα τους άρεσε να παραιτηθούμε από την προσπάθεια επίτευξης κάποιας συμφωνίας. Πρέπει απλώς να βρούμε συμφωνίες τώρα. Μπορώ να σας πω, πράγμα που μπορεί να το διαβάσει και ο μελλοντικός σας πρόεδρος, ότι αν ποτέ τον συναντήσω, υπάρχει κάτι για το οποίο θα ήθελα πολύ να του μιλήσω: το γεγονός ότι έχει μητέρα Σκωτσέζα. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να με πάει προς το μέρος του» λέει.
Για τι ακριβώς θα ήθελε να μιλήσει με τον Ντόναλντ Τραμπ; «Θέλω να μάθω γι’ αυτήν. Είμαι πολύ περίεργη γι’ αυτήν. Εσείς δεν είστε;» λέει η Τίλντα Σουίντον, η οποία έχει και σκωτσέζικη καταγωγή, τόσο από την πλευρά του στρατηγού πατέρα της, όσο και από εκείνη της Αυστραλής μητέρας της.
Αποκαλύπτει ότι «στην εκκλησία όπου πηγαίναμε τις Κυριακές, η οικογένειά μας έχει έναν ξεχωριστό χώρο, ψηλά, και καθόμουν πάνω από όλους τους άλλους και κοίταζα προς τα κάτω. Με θυμάμαι να κάθομαι εκεί πάνω μια Κυριακή και να βλέπω τα παιδιά με τα οποία έπαιζα την προηγούμενη μέρα και να ρωτάω τη μητέρα μου γιατί καθόμασταν πάνω και όχι κάτω. Δεν μπορούσε να βρει απάντηση» λέει η ηθοποιός, που κέρδισε το Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου με την ερμηνεία της στο θρίλερ «Μάικλ Κέιτον» (2007).
Παρατήρησε δύο πράγματα: «Πρώτον, τα αδέλφια μου δεν έκαναν αυτή την ερώτηση. Τους αγαπώ, είναι άτομα που συναισθάνονται, αλλά δεν έκαναν αυτή την ερώτηση. Εγώ ήμουν η μόνη». Το άλλο που παρατήρησε είναι ότι «από τότε κανείς δεν έχει βρει ποτέ μια καλή απάντηση. Ο λόγος που σας λέω αυτή την ιστορία είναι ότι η αναζήτηση της σύνδεσης υπήρχε πάντα μέσα μου. Η σύνδεση είναι που με οδηγεί, και στάθηκα αρκετά τυχερή ώστε να το παρατηρήσω όταν ήμουν μικρότερη από έξι ετών».
Μιλώντας, εξάλλου, για εμπειρίες παρόμοιες με αυτές που απεικονίζονται στην ταινία, η Σουίντον αναφέρει ότι πέρασε «μεγάλο μέρος των τελευταίων 15 ετών στη θέση της Ινγκριντ (Τζούλιαν Μουρ), των δύο γονιών μου, του πατέρα των παιδιών μου και πολλών άλλων φίλων. Αλλά είναι κάτι που υπάρχει στη βιωμένη εμπειρία μου από τότε που ήμουν αρκετά νέα». Προσθέτει ότι «ο Ντέρεκ Τζάρμαν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα από πολύ κοντά, έζησα δίπλα του και αρρώστησε πολύ βαριά με H.I.V. το 1988-1989. Πέθανε το 1994».
Να σημειωθεί ότι η Τίλντα Σουίντον έκανε το ντεμπούτο της στο σινεμά παίζοντας στο αριστούργημα του Τζάρμαν «Καραβάτζο» (1986), και συνέχισε να εμφανίζεται σε ταινίες του. «Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα ο οποίος αντιμετώπιζε κατάματα την κατάσταση. Πάντα αισθανόμουν ότι η θνητότητα και η αθανασία είναι βασικά το ίδιο πράγμα, αλλά το πρότυπο που μου έδειξε ο Ντέρεκ ήταν κάτι που επηρέασε την οπτική μου για όλο αυτό. Είχε ένα είδος ενθουσιασμού που γινόταν ξεκάθαρο το όριο της ζωής του. Πήρε τη στροφή και κατά κάποιο τρόπο αναζωογονήθηκε. Αυτό που είδα ήταν κάποιον που γνώριζε συνειδητά ότι το τέλος της ζωής είναι ο θάνατος».
Η θνητότητα και η αθανασία, λοιπόν, είναι το ίδιο πράγμα για τη Σουίντον; «Κανείς από μας δεν θα φύγει από εδώ ζωντανός. Είναι πολύ μπανάλ να το πει κανείς, αλλά πρέπει να το κάνει, γιατί υπάρχει πολλή άρνηση γύρω από αυτό. Εχω ακούσει πάρα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ζουν με έναν καρκίνο που θα τους αφαιρέσει τη ζωή, να λένε πως υπάρχει μια κοινή γλώσσα γύρω από την ορολογία της μάχης: είσαι είτε νικητής είτε χαμένος. Ολα έχουν να κάνουν με τη μάχη. Αλλά αυτή η στάση είναι κόκκινο πανί, γιατί φέρνει μαζί της την ιδέα ότι μπορεί να κερδίσουμε» λέει στους New York Times.
Είναι επίσης σαν κάποιος που «χάνει», να μην πάλεψε αρκετά σκληρά. Το οποίο αποτελεί προσβολή. «Αλλά περισσότερο από προσβολή είναι σπατάλη. Γιατί δεν είναι αυτό το νόημα του να είσαι ζωντανός» παρατηρεί η Σουίντον. «Το νόημα τού να είσαι ζωντανός είναι ότι ξέρουμε πως η ζωή έχει όρια, και δεν υπάρχει καμία μαγεία, κανένας άσος που μπορείς να τραβήξεις από το μανίκι σου. Θυμάμαι ότι ήμουν δίπλα στη μητέρα μου όταν πέθαινε. Το βρήκα οριακά τραυματικό. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να γίνει. Θυμάμαι που καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν: “Δεν υπάρχει αστυνομία θανάτου που μπορούμε να καλέσουμε;”».
Για να αποτρέψει το μοιραίο; «Είναι βάρβαρο αυτό το πράγμα με τον θάνατο. Σίγουρα δεν είναι σωστό. Θυμάμαι ότι το ένιωσα και με τον τοκετό: ένα μεσαιωνικό –προ-μεσαιωνικό– βασανιστήριο. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε διορθώσει μέχρι τώρα αυτή τη βαρβαρότητα;» αναρωτιέται μιλώντας στον Ντέιβιντ Μαρκέζε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News