Το 1510 μ.Χ. ο σεΐχης Ισμαήλ Α’ της δυναστείας των Σαφαβιδών αποφάσισε ότι το μόνο που θα μπορούσε να ενώσει την κατακερματισμένη πρώην Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένας κοινός εχθρός. Ο εχθρός αυτός ήταν, στη δική του περίπτωση, η πανίσχυρη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί ήταν σουνίτες μουσουλμάνοι. Ο ισλαμικός κόσμος είχε χωριστεί σε σουνίτες και σιίτες, από τη μάχη της Καρμπάλα το 680 μ.Χ., όταν δύο μουσουλμανικοί στρατοί συγκρούστηκαν λόγω διαφωνιών για τη νόμιμη διαδοχή του προφήτη Μωάμεθ. Οι Σούνι είχαν κερδίσει και το σουνιτικό Iσλάμ επικράτησε.
Ο Ισμαήλ έκανε μια κίνηση που άλλαξε την ιστορία όχι μόνο της Περσίας, αλλά και της Μέσης Ανατολής γενικότερα. Ισως και του κόσμου, με μια ευρύτερη έννοια: ανακοίνωσε ότι οι Πέρσες θα ήταν στο εξής σιίτες. Ως τέτοιοι, και με δεδομένη την επιρροή της θρησκείας στην πολιτική της Μέσης Ανατολής, διεκδικούν ως σήμερα έναν πολύ ξεκάθαρο ρόλο: την de facto ηγεμονία των σιιτικών κρατών (Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Μπαχρέιν και μεγάλο μέρος του Λιβάνου) και ως εκ τούτου έναν ευρύτερα ηγετικό ρόλο στην περιοχή.
Η Περσία μετονομάστηκε σε Ιράν το 1935 από τον τότε σάχη Ρεζά Παχλεβί, σε ακόμη μια ενωτική κίνηση των πολλών εθνικών ομάδων που κατοικούν στη χώρα. Λίγο νωρίτερα, στην Περσία είχε ανακαλυφθεί πετρέλαιο και στην περιοχή είχαν σπεύσει οι Αγγλοι, δημιουργώντας την Αγγλοϊρανική Εταιρεία Πετρελαίου, τη σημερινή BP. Ο Παχλεβί έδωσε στους Αγγλους το ελεύθερο να εκμεταλλευθούν άπληστα τον φυσικό πλούτο της χώρας όσο η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού ήταν πολύ κακή.
Ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ έγινε πρωθυπουργός το 1952 και πέρασε νόμο για την εθνικοποίηση των πετρελαίων. Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί –οι οποίοι είχαν στο μεταξύ αποκτήσει πολιτικό έρεισμα στην περιοχή– ανέτρεψαν την επόμενη χρονιά τον Μοσαντέκ μέσω των μυστικών υπηρεσιών τους. Ο Σάχης, που είχε διαφύγει στη Ρώμη, επέστρεψε και συνέχισε τον εναγκαλισμό με τους Δυτικούς, οδηγώντας τη χώρα στην επανάσταση του 1979, που έφερε τους σκληροπυρηνικούς σιίτες κληρικούς στην εξουσία.
Η Δύση έγινε ο δαίμονας του καθεστώτος στο Ιράν, το οποίο κεφαλαιοποίησε τη συσσωρευμένη αγανάκτηση του κόσμου. Αντίστοιχα, το Ιράν έγινε ο κακός δαίμονας για τη Δύση, αλλά και τον σουνιτικό αραβικό κόσμο, που το θεωρούν παγίως υπεύθυνο για όλα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή.
Ο «άξονας του κακού»
Το Ιράν έχει, πράγματι, δημιουργήσει έναν «άξονα» επιρροής, μια υπερεθνική κολεκτίβα παρακρατικών ομάδων που κοινός τους τόπος είναι η επιθετικότητα εναντίον του Ισραήλ, των Δυτικών συμμάχων του, αλλά και των σουνιτικών κρατών της περιοχής, που προσπαθούν –σε διαβάθμιση– να έχουν καλές σχέσεις με την Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ.
Οι σουνίτες Aραβες έχουν τη δική τους ατζέντα, η οποία είναι κυρίως ο εκσυγχρονισμός των χωρών τους και, σε περιπτώσεις όπως αυτή της Σαουδικής Αραβίας, η απεξάρτηση της οικονομίας τους από τα πετρέλαια. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, δεν θέλουν εχθρούς, δεν θέλουν πολέμους, δεν θέλουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Θέλουν σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, ώστε αυτή να μπορέσει να αναδειχθεί σε παγκόσμιο παίκτη.
Το Ιράν, από την πλευρά του, προσπαθεί να το εμποδίσει αυτό όσο γίνεται, διότι η ενίσχυση του μετριοπαθούς αραβικού κόσμου το οδηγεί ακόμη ταχύτερα σε απομόνωση. Ετσι, διεξάγει έναν διαρκή πόλεμο δι’ αντιπροσώπων με τους εχθρούς του, βγάζοντας μπροστά τους Χούθι της Υεμένης, τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου και, σε κάποιο βαθμό, τη Χαμάς στη Γάζα. Ολοι αυτοί, είναι γνωστό τοις πάσι ότι εξοπλίζονται και χρηματοδοτούνται από την Τεχεράνη, η οποία όμως κάνει την ανήξερη.
Η Χεζμπολάχ δημιουργήθηκε κατ΄εντολήν του Ιράν τη δεκαετία του 1980 και συνεχίζει να λειτουργεί με τη στήριξή του. Οι Χούθι, των οποίων το κίνημα δεν έχει τόση σχέση με τη θρησκεία αλλά με την επιθυμία τους να πάρουν την εξουσία στην Υεμένη, ήταν πρόσφοροι σε εκμετάλλευση από την Τεχεράνη, ενώ η σχέση του Ιράν με τη Χαμάς διεξάγεται μέσω πολύ υπόγειων δρόμων, που κάνουν γεωπολιτικούς κύκλους στην ευρύτερη περιοχή, περνώντας λίγο (ή πολύ) και από την Τουρκία.
Η αιφνίδια και ραγδαία αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, που ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου, δεν είναι ούτε τόσο αιφνίδια ούτε τόσο ανεξήγητη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πράγματα φαίνονταν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα στην περιοχή. Η Σαουδική Αραβία, αναμφίβολα ο ισχυρότερος παράγοντας του αραβικού κόσμου, είχε μπει σε μια διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεών της με το Ισραήλ μέσω των Συμφωνιών του Αβραάμ το 2020, κάτι που θα σήμαινε ότι ο δρόμος θα άνοιγε για τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο να κάνει το ίδιο. Στην Υεμένη, μετά από χρόνια αιματηρού εμφυλίου, είχε επιτευχθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, πάλι με πρωτοβουλία των Σαουδαράβων. Οι ίδιοι, τέλος, είχαν μπει σε διαδικασία προσέγγισης με το Ιράν.
Το Ιράν απειλήθηκε. Για την ακρίβεια, απειλήθηκε ο ηγεμονικός ρόλος που επιδιώκει παγίως να κατέχει, αποδυναμώνοντας όλους τους υπόλοιπους στην περιοχή. Η επίθεση της Χαμάς ήταν μια χρυσή ευκαιρία να τον διεκδικήσει εκ νέου, υποστηρίζοντας ανοιχτά την οργάνωση και βασίζοντας την υποστήριξή του αυτή στις ιδέες των «μαρτύρων» και της «αντίστασης» που βρίσκονται στην καρδιά του σιιτικού Ισλάμ. Οι ομάδες που ελέγχει συσπειρώθηκαν και ξεκίνησαν έναν ανοιχτό όσο και ακήρυχτο πόλεμο στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Με βασικό στόχο το Ισραήλ.
Μια πολύ βολική και διαρκής «ημικλιμάκωση»
Το βασικό πλεονέκτημα του Ιράν –πέρα από τη γεωγραφική του θέση, που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη μια επέμβαση σε αυτό– είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ πραγματιστικό κράτος. Γι’ αυτό δέχτηκε να κανονικοποιήσει τις σχέσεις του με τη Σαουδική Αραβία και τα άλλα κράτη του Κόλπου. Επίσης, η Τεχεράνη είναι απίστευτα προσεκτική στις κινήσεις της, ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσα σε έναν ανοιχτό πόλεμο (που αποφεύγει) και στον μη-πόλεμο (που διεξάγει). Δεν θέλει την κλιμάκωση – αν την ήθελε θα της ήταν πολύ εύκολο να την πετύχει. Το Ιράν, κυρίως, δεν θέλει να εμπλακεί σε πόλεμο με τις ΗΠΑ, οι οποίες από την πλευρά τους τρέμουν άλλον έναν πολεμικό κόλαφο στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό και έχουν χάσει τον ύπνο τους τις τελευταίες ώρες, προσπαθώντας να αποφύγουν τα χειρότερα γι’ αυτές, την άμεση εμπλοκή τους δηλαδή.
Πέρα από αυτό, το Ιράν έχει ένα βασικό κοινό με τον αιώνιο και θανάσιμο εχθρό του, το Ισραήλ: αμφότερες οι χώρες ζουν σε μια διαρκή «υπαρξιακή αγωνία», η οποία αγγίζει ενίοτε την παράνοια. Ο λόγος που το Ιράν θέλει να αποκτήσει πυρηνικά είναι ώστε να «ισορροπήσει» την πυρηνική ικανότητα του Ισραήλ. Στο μεταξύ, καμία από τις δύο χώρες δεν παραδέχεται ότι έχει πυρηνικό οπλοστάσιο ή ότι προσπαθεί να το δημιουργήσει.
Τον τελευταίο χρόνο το Ιράν έχει επιταχύνει το πυρηνικό του πρόγραμμα, με τον εμπλουτισμό ουρανίου. Είναι γνωστό ότι βρίσκεται πολύ κοντά (από μερικούς μήνες έως δύο χρόνια δίνουν οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών της Δύσης) στη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Η δυνατότητά του αυτή θα αλλάξει εντελώς το επίπεδο και τις ισορροπίες, δίνοντας στη χώρα σαφή υπεροχή έναντι των άλλων κρατών στη Μέση Ανατολή.
Ολα αυτά για το καθεστώς της Τεχεράνης σημαίνουν ότι μπορεί προς ώρας να «ξεχάσει» τους εσωτερικούς κινδύνους που προκύπτουν από την τεράστια λαϊκή δυσαρέσκεια προς αυτό. Οι κυρώσεις που επέβαλαν στη χώρα οι ΗΠΑ το 2018 ήταν πολύ σκληρές και κατέδειξαν πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο απομονωτισμός του καθεστώτος κάνει μόνο κακό. Η οικονομική κατάσταση του γενικού πληθυσμού επιδεινώθηκε, πολλοί Ιρανοί οδηγήθηκαν στην ανέχεια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια επιχειρηματική ελίτ που, σε συνεργασία με το καθεστώς, λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας και δεν μπαίνει καν στον κόπο να το κρύψει.
Το καθεστώς ήρθε τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπο με ένα τεράστιο εσωτερικό μέτωπο αντίδρασης, που κορυφώθηκε με τις διαμαρτυρίες για την επιβολή της μαντήλας. Ο έξω κόσμος άκουσε πολύ για το Ιράν και το Ιράν άκουσε τη φωνή του να αντανακλάται από τον έξω κόσμο. Είναι λίαν αμφίβολο εάν το ιερατείο μπορεί να συνεχίσει να πείθει τον λαό ότι όλα αυτά είναι «για το καλό του».
Ομως, το αυξανόμενο αντιαμερικανικό και αντιισραηλινό αίσθημα, εξαιτίας της σφαγής που συνεχίζεται στη Γάζα, βοήθησε το καθεστώς της Τεχεράνης να συσπειρώσει ξανά τον λαό και να παραμερίσει τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Παράλληλα, η χώρα πραγματοποίησε ανοίγματα στην Κίνα και στη Ρωσία, τα οποία βρίσκουν ανταπόκριση στον κόσμο, που πιστεύει ότι το Ιράν αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας συμμαχίας των πλέον ισχυρών του πλανήτη, εναλλακτικής και αντίπαλης προς τη Δυτική.
Ολα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Τεχεράνη θα αποφύγει πάση θυσία μια κλιμάκωση, ακόμη και αν το Ισραήλ την επιδιώξει. Από την άλλη πλευρά, οι παραστρατιωτικοί σύμμαχοί της στην ευρύτερη περιοχή είναι πολύ πιο ανεξέλεγκτοι και ενίοτε απρόβλεπτοι. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα συνεχιστεί ο ακήρυχτος αυτός και αποσπασματικός πόλεμος, που διεξάγεται έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια. Κακώς εχόντων, κάποιος θα κάνει τη «στραβοτιμονιά». Με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News