«Deeds, not words» (Πράξεις, όχι λόγια) είναι το μότο του 22ου Συντάγματος Πεζικού των ΗΠΑ, και εκφράζει απόλυτα το πνεύμα μιας μονάδας του αμερικανικού στρατού, άνδρες της οποίας πολέμησαν από τον Αμερικανικό Εμφύλιο έως τον Πόλεμο του Ιράκ.
«Αλλά οι πόλεμοι κερδίζονται επίσης με λόγια, πέρα από πράξεις, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι, επικαλούμενος τον (αμερικανό δημοσιογράφο και πολεμικό ανταποκριτή) Εντουαρντ Μάροου, είπε ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ “επιστράτευσε την αγγλική γλώσσα και την έστειλε στη μάχη”», γράφει σε άρθρο του στο The Atlantic ο Ελιοτ Κόεν, καθηγητής στο Center of Advanced International Studies του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και κάτοχος της έδρας Στρατηγικής στο Center for Strategic and International Studies.
«Και τώρα, στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ, και γενικότερα η Δύση, πέρα από πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς και τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους, συστήματα αεράμυνας και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οβίδες ακριβείας και σφαίρες που αποστέλλουν —αργοπορημένα, ανεπαρκώς, περιστασιακά και διστακτικά—, χρειάζεται να ρίξουν στη μάχη πολύ καλύτερες λέξεις».
Την ισχύ των λέξεων σίγουρα τη γνωρίζει ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, «ο πιο εμπνευσμένος ηγέτης εν καιρώ πολέμου μετά τον Τσόρτσιλ», σύμφωνα με τον Κόεν. «Χρειάζομαι πυρομαχικά, όχι μέσο φυγάδευσης», είπε τον περασμένο Φεβρουάριο ο πρόεδρος της Ουκρανίας, και δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δήλωσή του θα μείνει στην Ιστορία, όπως και οι ομιλίες του στο Κογκρέσο, στο κοινοβούλιο της Βρετανίας, στην Μπούντεσταγκ και αλλού. «Αλλά χρειάζεται κάτι περισσότερο», υποστηρίζει ο αμερικανός ακαδημαϊκός στην ανάλυσή του. Οχι από τον Ζελένσκι, αλλά από τον πρόεδρο των ΗΠΑ και τους πρωθυπουργούς των ευρωπαϊκών χωρών.
Εως σήμερα, περισσότερο από οκτώ μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δυσκολεύτηκαν ελάχιστα έως καθόλου να πείσουν τους πολίτες τους περί της ανάγκης αμέριστης στήριξης της Ουκρανίας, παρά τον υψηλό πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση. Ο Ελιοτ Κόεν εξηγεί πως αυτό οφείλεται εν μέρει στην άδηλη, αντανακλαστική μνήμη της Δύσης όσον αφορά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, «όταν η σοβιετική ιδεολογία ήταν αδυσώπητα εχθρική και η σοβιετική εσωτερική πρακτική εντυπωσιακά βάναυση».
Αναφερόμενος ειδικά στις ΗΠΑ, θυμίζει πως «οι Αμερικανοί έχουν συνηθίσει να βλέπουν τους Ρώσους ως τους κακούς», όπως και οι περισσότεροι από τους συμμάχους τους, και, ως εκ τούτου είναι έτοιμοι, και οι θεσμοί και οι στρατοί και οι μυστικές υπηρεσίες τους, να απαντήσουν σε κάθε πρόκληση της Μόσχας.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα εκτυλίσσονται στην Ουκρανία από τον περασμένο Φεβρουάριο (κήρυξη ενός απρόκλητου πολέμου, εκτεταμένες ωμότητες, επιθέσεις κατά αμάχων και μη στρατιωτικών υποδομών κ.ά.) «είναι εύκολο (και σωστό) να συμπεραίνουμε ότι παραμένουν “οι κακοί”. Το ότι μπορούμε να δούμε τις βομβαρδισμένες παιδικές χαρές και τα νοσοκομεία και τα βασανισμένα πτώματα των θυμάτων τους στο Twitter καθιστά πολύ πιο εύκολη την κινητοποίηση εναντίον τους», γράφει ο Κόεν.
Ωστόσο, η αποφασιστικότητα και η αντοχή της Δύσης πρόκειται να δοκιμαστούν σκληρά τους επόμενους μήνες, ειδικά εάν, λόγω ενός δριμέος χειμώνα, το κλείσιμο της στρόφιγγας του φυσικού αερίου φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την Ευρώπη.
Οσον αφορά την κατάσταση στις ΗΠΑ, ο κατά πάσα πιθανότητα επόμενος (μετά τις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου) Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, «κλείνοντας το μάτι στην νέο-απομονωτιστική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, υπέδειξε πως έχει έρθει η ώρα να περιοριστεί η βοήθεια προς την Ουκρανία».
Οι αυτοαποκαλούμενοι ρεαλιστές, οι απομονωτιστές, οι θαυμαστές και τα όποια υποχείρια της Ρωσίας, καθώς και όλοι όσοι ασπάζονται το τραμπικό «America First», παρότι σιωπηρά, δεν σταμάτησαν να εκφράζουν μια επικριτική γραμμή, όχι τόσο κατά της κυβέρνησης Ζελένσκι, όσο και για την υποστήριξη που της παρέχει η Ουάσινγκτον. Ανέκαθεν υπήρχε μια πτέρυγα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που δυσανασχετούσε με την παρουσία και τη δράση των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
«Οι απομονωτικές, ακόμη και ξενοφοβικές παραδόσεις μιας φατρίας στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι βαθιές. Η καταστολή τους για τις προηγούμενες πολλές γενιές ήταν το μεγάλο επίτευγμα πολιτικών όπως ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και διανοουμένων όπως ο Ουίλιαμ Μπάκλεϊ. Αλλά έχουν επιστρέψει και πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως και παρόμοια κινήματα στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος», συνοψίζει ο Κόεν.
Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είναι να κατανοήσουν οι μέσοι Αμερικανοί, οι οποίοι «ορθώς ανησυχούν για τον πληθωρισμό, την ύφεση και την οικτρά διχασμένη πολιτική τάξη», γιατί πρέπει να συνεχιστεί αμέριστα η στήριξη του Κιέβου.
Πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα λόγια που θα εξηγούν στους Αμερικανούς, όχι μόνο γιατί η στήριξη της Ουκρανίας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την ασφάλεια και την ευημερία τους, αλλά και τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται, ηθικά και αξιακά, να συνεχιστεί αυτή η στήριξη.
«Καμία αμερικανική πολιτική δεν μπορεί να είναι επιτυχημένη μακροπρόθεσμα χωρίς να λαμβάνει υπόψη, τόσο τα συμφέροντά μας, όσο και τις αξίες μας. Οταν συμπίπτουν, όπως συνέβη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ μπορούν να επιδείξουν αξιοσημείωτη επιμονή. Οταν αποκλίνουν, όπως συνέβη κατά την εμπλοκή της Αμερικής στο Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή, οι πολιτικές καταρρέουν», αναφέρει ο Κόεν.
Και συνιστά στους ηγέτες των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών να μην επικαλεστούν το διεθνές δίκαιο, απευθυνόμενοι στους πολίτες τους για να τους εξηγήσουν γιατί πρέπει να συνεχιστεί η στήριξη της Ουκρανίας.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πρέπει να ακούσουν για το τι θα μπορούσε να συμβεί εάν η Ρωσία επικρατήσει στην Ουκρανία, για τις πάρα πολύ πιθανές εισβολές και λεηλασίες στα κράτη της Βαλτικής, για τα όποια συμπεράσματα και τις μετέπειτα ενέργειες της «όχι λιγότερο αδίστακτης» κινεζικής κυβέρνησης, για το πώς η αποστασιοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει στο απώτερο μέλλον σε κάτι πολύ χειρότερο από ό,τι ήδη τραγικό συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία.
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι «πρέπει να ακούσουν πως η σταθερότητα τώρα, ακόμη και μπροστά στις πυρηνικές απειλές, είναι απείρως καλύτερη από έναν μεγάλης κλίμακας, πιθανώς παγκόσμιο πόλεμο σε μια δεκαετία. Πρέπει να ακούσουν ότι ο παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι μόνο το υλικό των βιβλίων ιστορίας ή της ζωής των παππούδων ή των προπαππούδων τους, αλλά κάτι που μπορεί να συμβεί σε εμάς, εάν δεν είμαστε συνετοί τώρα».
Οι ηγέτες της Δύσης πρέπει επίσης να μιλήσουν στους λαούς τους για τον «ημι-γενοκτονικό χαρακτήρα» της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία — όχι μόνο για τα εκτεταμένα βασανιστήρια, τις δολοφονίες και τους βιασμούς αμάχων, αλλά και για την απαγωγή χιλιάδων παιδιών και την προσπάθεια εξάλειψης της ουκρανικής γλώσσας και του ουκρανικού πολιτισμού.
Τέλος, εξίσου σημαντικό, εάν όχι περισσότερο, είναι να ακούσουν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι για το θάρρος, την επιμονή και τις εξαιρετικές ικανότητες της Ουκρανίας. Ο Ελιοτ Κόεν επικαλείται στην ανάλυσή του τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος την 20ή Ιανουαρίου του 1940 εκφώνησε μια ομιλία όπου, μεταξύ άλλων, συλλογίστηκε τις αξιοσημείωτες ήττες των Σοβιετικών στη Φινλανδία, όπου είχαν εισβάλει πριν από λίγους μήνες.
«Μόνο η Φινλανδία –υπέροχη, αν όχι μεγαλειώδης– στα σαγόνια του κινδύνου δείχνει τι μπορούν να κάνουν οι ελεύθεροι άνθρωποι» είχε πει, προειδοποιώντας πως «εάν το φως της ελευθερίας, που καίει ακόμα τόσο έντονα στον παγωμένο Βορρά, τελικά σβήσει, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να προαναγγείλει μια επιστροφή στους Σκοτεινούς Αιώνες».
Σήμερα, περισσότερα από 80 χρόνια μετά, οι ηγέτες της Δύσης καλούνται, όχι μόνο να είναι διορατικοί όσο υπήρξε ο Τσόρτσιλ, αλλά και να μιλήσουν στους πολίτες τους με τον ίδιο τρόπο. «Οι σύγχρονοι πολιτικοί πολύ σπάνια μιλούν με αυτόν τον τρόπο, αλλά πρέπει να προσπαθήσουν και θα ακουστούν εάν το κάνουν. Δεν χρειάζεται να φτάσουν στο ύψος του Τσόρτσιλ», καταλήγει ο Ελιοτ Κόεν.
Στην Ουκρανία δεν διακυβεύεται μόνον η ελευθερία και η ύπαρξη των Ουκρανών, αλλά μια πολύ ευρύτερη τάξη πραγμάτων, που αφορά ιδιαίτερα όχι μόνο την Ευρώπη αλλά όλον τον κόσμο και το ανθρώπινο πνεύμα γενικότερα. Και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, όχι τόσο γραφειοκρατικά ή ακαδημαϊκά, όσο απλά και, κυρίως, εύγλωττα. «Η κατάσταση απαιτεί μια στιβαρή πολιτική, δεν υπάρχει αμφιβολία. Απαιτεί επίσης εξαιρετική ευγλωττία. Μια επική ομιλία πρέπει να εκφωνηθεί. Ας ελπίσουμε ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να την εκφωνήσει», καταλήγει ο Κόεν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News