Πώς θα αφηγούμαστε στο μέλλον την ιστορία της ανθρωπότητας; Τελειώνει η εποχή των «εγκυκλοπαιδικών μουσείων» της Δύσης, που απέσπασαν με διάφορους τρόπους (συμπεριλαμβανομένης της κλοπής και του βανδαλισμού) θησαυρούς από όλον τον κόσμο;
Από τα αριστουργήματα που βρίσκονταν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, έως τους θησαυρούς της Αλεξάνδρειας, της Βαγδάτης και της Πολυνησίας, σύμβολα της κληρονομιάς διαφορετικών λαών και πολιτισμών, συγκεντρώθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, στην καρδιά του Λονδίνου. Ηταν το πρώτο «εγκυκλοπαιδικό μουσείο». Ανοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1759 και το πολυσυλλεκτικό του υπόδειγμα ακολούθησαν στη συνέχεια το Λούβρο στο Παρίσι, το 1793, και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Metropolitan Museum of Art, γνωστό και ως The Met) στη Νέα Υόρκη, το 1872.
Ο δημοσιογράφος του The Atlantic, Ρος Αντερσεν, συγκέντρωσε τις απόψεις των ειδικών για το μέλλον των μουσείων αυτού του τύπου, σε μια εποχή που οι φωνές υπέρ του επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων –που στηρίζουν και το δικό μας αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα– φαίνεται ότι αλλάζουν τα δεδομένα.
Οπως σημειώνει ο ιστότοπος του αμερικανικού περιοδικού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και εντονότερα τα τελευταία χρόνια, οι διευθυντές των μουσείων δέχονται επίμονα ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα των συναλλαγών που οδήγησαν στην απόκτηση των εκθεμάτων τους.
Συχνά οι δικαιολογίες είναι αυτές που απευθύνονται και προς την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Οτι, δηλαδή, μετά από δύο αιώνες, είναι δύσκολο να ερευνηθεί ο τρόπος απόκτησης. Ή ότι τα πολύτιμα αντικείμενα είναι πολύ πιο ασφαλή στην πρωτεύουσα μιας ισχυρής χώρας παρά σε ένα μικρό κράτος, όπου το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας και αναταραχών εγκυμονεί κινδύνους. Αποικιοκρατικού τύπου ισχυρισμοί, που έχουν χάσει πια την όποια νομιμοποίηση μπορεί να είχαν κάποτε.
Εχει «πεθάνει» όμως οριστικά το μοντέλο των «εγκυκλοπαιδικών μουσείων»; Η λογική τους είναι τόσο ξερασμένη ώστε μόλις αρχίσει η επιστροφή των κλεμμένων αντικειμένων θα πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης;
Ο Εριχ Χατάλα Μάθες, καθηγητής φιλοσοφίας στο Wellesley College, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, ρωτήθηκε από το The Atlantic πώς θα ήταν ο κόσμος αν τα πιο πολύτιμα αντικείμενα των μεγάλων μουσείων επέστρεφαν όλα στα έθνη-κράτη από τα οποία προήλθαν. Η άποψη που εξέφρασε ήταν εναντίον μιας τέτοιας εξέλιξης. Υποστήριξε πως οι πολιτισμοί συνδέονται μεταξύ τους και ότι τα μεγάλα μουσεία πρέπει να είναι σε θέση να αναδεικνύουν αυτές τις συνδέσεις.
Αντίστοιχη είναι η οπτική του φιλοσόφου Ντέιβιντ Κάριερ, που έχει υποστηρίξει ότι τα μουσεία προσφέρουν στους επισκέπτες τους κάτι σαν «μυστικιστική εμπειρία». Ερχόμενοι σε επαφή με τα τεχνουργήματα διαφορετικών πολιτισμών, ο Κάριερ πιστεύει ότι οι επισκέπτες ενός μουσείου επανατοποθετούν τον εαυτό τους στις οροσειρές του χρόνου και της ανθρώπινης εμπειρίας, ερχόμενοι σε επαφή με τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι αιώνες πριν από τους ίδιους. «Αν οι επαναπατρισμοί γίνουν ο κανόνας, πώς θα μπορούσε ένα μουσείο να προσφέρει αυτή την εμπειρία;» διερωτάται ο Ρος Αντερσεν, που υπογράφει το κείμενο.
Η μόνη λύση που βλέπει είναι ότι «ένα εγκυκλοπαιδικό μουσείο θα έπρεπε να ανασυγκροτήσει τη συλλογή του με βάση τη συναίνεση. Φαντάζομαι ένα διεθνές καταπίστευμα, οι συλλογές του οποίου θα αποτελούνται αποκλειστικά από αντικείμενα που έχουν παραχωρηθεί ελεύθερα από τα έθνη του κόσμου (…) Οι εθνικές κυβερνήσεις ενδέχεται τελικά να επιθυμούν την ένταξη των αντικειμένων τους σε ένα τέτοιο διεθνές μουσείο, ειδικά αν είναι το μόνο που αφηγείται την ιστορία της ανθρωπότητας σε τόσο μεγάλη κλίμακα».
Ενας μετασχηματισμός του μοντέλου του «εγκυκλοπαιδικού μουσείου» με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την πρόβλεψη τα ίδια τα έθνη που συνεισφέρουν σε αυτό τα δικά τους αντικείμενα να μπορούν να θέτουν όρους για τον τρόπο που θα εκτίθενται. Ευρύτερα, όπως σημειώνει η διάσημη ιστορικός και κλασικίστρια Μαίρη Μπερντ, θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε να μην επιβάλλεται το Δυτικό μοντέλο των σημερινών πολυσυλλεκτικών μουσείου, κάτι που «θα μπορούσε να είναι από μόνο του ένα είδος ιμπεριαλισμού».
Το επόμενο ερώτημα είναι πού θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα νέου τύπου εγκυκλοπαιδικό μουσείο, με δεδομένο ότι μέχρι στιγμής όλα σχεδόν βρίσκονται σε Δυτικές πόλεις, και σε χώρες όπου κατοικεί λιγότερο από το ένα δέκατο του παγκόσμιου πληθυσμού. Το The Atlantic υποστηρίζει ότι τα μουσεία του μέλλοντος θα μπορούσαν να χτιστούν σε πολλές τοποθεσίες και τουλάχιστον ένα σε κάθε ήπειρο. «Η Σαγκάη, η Βομβάη και η Τζακάρτα θα ήταν άριστες υποψήφιες πόλεις υποδοχής. Το ίδιο και το Λάγος, η Κινσάσα και το Σάο Πάολο – κόμβοι μεταφορών στον παγκόσμιο Νότο, όπου τουλάχιστον 100 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε απόσταση μίας ημέρας με το τρένο» σημειώνει το περιοδικό.
Ο Ρος Αντερσεν επεκτείνει αυτή την ιδέα: «Στο σενάριο που περιγράφω, η προηγούμενη γενιά εγκυκλοπαιδικών μουσείων –για παράδειγμα στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη– θα μπορούσε να προσαρμοστεί για να παίξει έναν ρόλο. Οι επιμελητές τους έχουν συσσωρεύσει τεχνογνωσία που θα ήταν χρήσιμη σε ένα διεθνές ίδρυμα όπως αυτό που φαντάζομαι». Και η ίδια η Μπερντ εκτιμά ότι τα σημερινά μουσεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της λύσης προς αυτή την κατεύθυνση.
Το κείμενο κλείνει από εκεί που άρχισε: με τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και το Βρετανικό Μουσείο, το σκάνδαλο των κλοπών και τις αντιδράσεις από τη χώρα μας, την Κίνα και τη Νιγηρία. Υπενθυμίζεται ότι το μουσείο είχε συχνά επικαλεστεί την ανώτερη ασφάλεια που προσφέρει, ως επιχείρημα για τη διατήρηση των πολύτιμων αντικειμένων τους. Αυτό που μένει να φανεί είναι ποιες αλλαγές στη στάση του Βρετανικού Μουσείου θα προκύψουν μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αλλά και τις φωνές για την αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας των μεγάλων εγκυκλοπαιδικών μουσείων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News