Εκείνο το πρωινό στη Χιροσίμα έκανε αρκετή ζέστη και η Κιέκο Κιριάκι αναζήτησε λίγη σκιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της μια λάμψη τόσο έντονη που δεν έμοιαζε με τίποτε από όσα είχε δει στα 15 χρόνια της μέχρι τότε ζωής της. «Ενιωσα λες και είχε πέσει ο ήλιος και άρχισα να ζαλίζομαι» θυμάται. Η ώρα ήταν 8:15 το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945.
Οι ΗΠΑ είχαν μόλις ρίξει την πρώτη ατομική βόμβα στην πατρίδα της Κιέκο. Ηταν η πρώτη φορά που πυρηνικό όπλο χρησιμοποιούνταν σε πολεμική σύρραξη. Η ναζιστική Γερμανία είχε παραδοθεί, αλλά οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν εγκλωβισμένες σε έναν λυσσαλέο πόλεμο φθοράς, χωρίς ορίζοντα λήξης, με αντίπαλο την Ιαπωνία.
Σύμφωνα με ένα νέο ντοκιμαντέρ του BBC, η Κιέκο ήταν μαθήτρια γυμνασίου, αλλά κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλοί, μεγαλύτεροι σε ηλικία, συμμαθητές της είχαν σταλεί να δουλέψουν σε εργοστάσια. Μετά την έκρηξη έτρεξε μέχρι το σχολείο της μεταφέροντας έναν τραυματισμένο φίλο της. Βρήκε τους περισσότερους συμμαθητές της με σοβαρά εγκαύματα. Ετριψε λάδι που βρήκε στην τάξη οικιακής οικονομίας στις πληγές τους.
«Αυτή ήταν η μόνη θεραπεία που μπορούσαμε να τους προσφέρουμε – πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον» θυμάται η 94χρονη σήμερα Γιαπωνέζα. «Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές που επιζήσαμε, λάβαμε οδηγίες να σκάψουμε μια τρύπα στην παιδική χαρά έξω από το σχολείο. Αναγκάστηκα να αποτεφρώσω τους συμμαθητές μου με τα ίδια μου τα χέρια. Ηταν φρικτό».
Σχεδόν 80 χρόνια μετά τις ατομικές βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, ο χρόνος στερεύει για τους επιζήσαντες –γνωστούς ως «χιμπακούσα» (που σημαίνει επί λέξη «αυτοί που επέζησαν από τη βόμβα») στην Ιαπωνία– και θέλουν να μοιραστούν τις ιστορίες τους. Πολλοί από αυτούς ζουν με χρόνια προβλήματα υγείας, έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα και έχουν υποστεί διακρίσεις εξαιτίας των επιπτώσεων της ατομικής επίθεσης.
Τώρα μοιράζονται τις εμπειρίες τους για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ του BBC, καταγράφοντας το παρελθόν, έτσι ώστε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για το μέλλον. Η Κιέκο θυμάται ότι μετά τη θλίψη των πρώτων εβδομάδων η ζωή άρχισε να επιστρέφει στην πόλη. «Οι άνθρωποι έλεγαν ότι το γρασίδι δεν θα φύτρωνε για 75 χρόνια», λέει, «αλλά την άνοιξη του επόμενου έτους τα σπουργίτια επέστρεψαν».
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Κιέκο λέει ότι βρέθηκε πολλές φορές κοντά στον θάνατο, αλλά έχει καταλήξει να πιστεύει ότι παρέμεινε ζωντανή χάρη σε μια ανώτερη δύναμη. Η πλειονότητα των «χιμπακούσα» που παραμένουν ζωντανοί ήταν παιδιά όταν έπεσαν οι βόμβες. Μεγαλώνοντας είδαν τις διεθνείς συγκρούσεις να εντείνονται. Για αυτούς ο κίνδυνος μιας πυρηνικής κλιμάκωσης είναι πιο πραγματικός από ποτέ.
«Το σώμα μου τρέμει και τα δάκρυά μου ξεχειλίζουν» λέει η 86χρονη Μίτσικο Κοντάμα για τις πολεμικές συγκρούσεις που μαίνονται σε όλον τον κόσμο σήμερα – όπως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τον πόλεμο στη Γάζα. «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να υπάρξει ξανά η κόλαση της ατομικής βόμβας. Αισθάνομαι ότι πλησιάζει μια κρίση».
Η Μίτσικο είναι μια δυνατή φωνή στους κόλπους των ακτιβιστών που ζητούν τον πυρηνικό αφοπλισμό. Λέει ότι μιλάει για λογαριασμό όσων έχουν χάσει τη ζωή τους, ώστε οι μαρτυρίες της να καταγραφούν για τις επόμενες γενεές. «Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να ακούσουμε από πρώτο χέρι τις αφηγήσεις των χιμπακούσα, που βίωσαν τον βομβαρδισμό εν τη γενέσει του» εξηγεί στο ντοκιμαντέρ του BBC.
Η Μίτσικο ήταν επτά ετών και βρισκόταν εντός του σχολείου της όταν έπεσε η βόμβα. «Μέσα από τα παράθυρα της τάξης μου είδα ένα έντονο φως να τρέχει προς το μέρος μας. Ηταν κίτρινο, πορτοκαλί και ασημί» θυμάται. Περιγράφει πώς τα παράθυρα έσπασαν και θρυμματίστηκαν σε όλη την τάξη, με τα γυαλιά «να εκσφενδονίζονται στους τοίχους, στο γραφείο και στις καρέκλες. Το ταβάνι κατέρρευσε, οπότε κρύφτηκα κάτω από το γραφείο μου».
Μετά την έκρηξη κοίταξε το κατεστραμμένο δωμάτιο. Σε κάθε κατεύθυνση μπορούσε να δει χέρια και πόδια παγιδευμένα. «Σύρθηκα από την τάξη στον διάδρομο και οι φίλοι μου φώναζαν “βοήθησε με”» λέει. Ο πατέρας της ήρθε και τη μετέφερε στα χέρια του. Μαύρη βροχή «σαν λάσπη» έπεφτε από τον ουρανό. Ηταν ένα μείγμα ραδιενεργού υλικού και υπολειμμάτων από την έκρηξη.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ τη διαδρομή προς το σπίτι της: «Ηταν σαν σκηνή από την Κόλαση. Ανθρωποι έρχονταν προς το μέρος μας, με τα περισσότερα ρούχα τους εντελώς καμένα και με τις σάρκες τους να λιώνουν». Θυμάται ένα κοριτσάκι στην ηλικία της, γεμάτο εγκαύματα. «Τα μάτια της, όμως, ήταν ορθάνοιχτα» θυμάται με φρίκη. «Τα μάτια αυτού του κοριτσιού με διαπερνούν ακόμα, 80 χρόνια μετά. Παραμένουν σαν κάψιμο στο μυαλό και στην ψυχή μου».
Η Μίτσικο δεν θα ζούσε σήμερα αν η οικογένειά της είχε παραμείνει στο παλιό της σπίτι, που βρισκόταν μόλις 350 μέτρα από το σημείο όπου εξερράγη η βόμβα. Περίπου 20 μέρες νωρίτερα η οικογένεια είχε μετακομίσει σε νέο σπίτι, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά – και αυτό της έσωσε τη ζωή.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των χαμένων ζωών στη Χιροσίμα μέχρι το τέλος του 1945 ήταν περίπου 140.000. Στο Ναγκασάκι, που βομβαρδίστηκε από τις ΗΠΑ τρεις μέρες αργότερα, σκοτώθηκαν τουλάχιστον 74.000. Δεν ήταν όλοι οι τραυματισμοί άμεσα ορατοί. Τις εβδομάδες και τους μήνες μετά την έκρηξη πολλοί άνθρωποι και στις δύο πόλεις άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα δηλητηρίασης από την ακτινοβολία, αλλά και να αυξάνονται τα περιστατικά λευχαιμίας και καρκίνου.
Για χρόνια οι επιζώντες αντιμετώπιζαν κοινωνικές διακρίσεις, ιδίως όταν προσπαθούσαν να βρουν σύντροφο. «Μας έλεγαν ότι δεν θέλουν το αίμα των χιμπακούσα στην οικογένειά τους» θυμάται η Μίτσικο, η οποία αργότερα κατάφερε να παντρευτεί και να αποκτήσει δύο παιδιά. Εχασε τη μητέρα, τον πατέρα και τα αδέλφια της από καρκίνο, ενώ η κόρη της πέθανε από την ίδια ασθένεια το 2011.
Η Κιόμι Ιγκούρο, επιζώσα της έκρηξης στο Ναγκασάκι, ήταν 19 ετών όταν έπεσε η βόμβα. Περιγράφει ότι παντρεύτηκε με έναν μακρινό συγγενή της και είχε μια αποβολή την οποία η πεθερά της απέδωσε στην ατομική βόμβα, λέγοντάς της: «Το μέλλον σου είναι τρομακτικό». Η Κιόμι έλαβε εντολή να μην αποκαλύπτει στους γείτονες την εμπειρία της από την πτώση της ατομικής βόμβας.
Πέθανε λίγους μήνες μετά τη συνέντευξη που έδωσε για το ντοκιμαντέρ του BBC. Μέχρι τα 98 της, όμως, επισκεπτόταν κάθε χρόνο το Πάρκο Ειρήνης στο Ναγκασάκι και χτυπούσε το κουδούνι στις 11:02 –η ακριβής ώρα που έπεσε η βόμβα στην πόλη– για να ευχηθεί για ειρήνη. Είναι μια ευχή που μοιράζονται όλοι οι εν ζωή χιμπακούσα: μια διαρκής αποφασιστικότητα να διασφαλίσουν ότι το παρελθόν δεν θα επιστρέψει ποτέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News