Ο κορονοϊός είναι ένας κινούμενος στόχος και καθώς αλλάζει το γονιδίωμά του συχνά, θα πρέπει και εμείς να προσαρμοζόμαστε. Στις αρχές του φθινοπώρου, για παράδειγμα, σε καμία χώρα δεν είχε ληφθεί απόφαση να γίνεται τρίτη δόση του εμβολίου στις μεγαλύτερες ηλικίες. Σήμερα, όλες οι χώρες εστιάζουν στην τρίτη, ενισχυτική δόση του εμβολίου.
Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η τρίτη δόση, αφού μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι ο εμβολιασμός ολοκληρώνεται στις δύο δόσεις, με τα περισσότερα εμβόλια;
Ακόμα και πριν από την εμφάνιση της μετάλλαξης Ομικρον, ήταν σαφές ότι θα απαιτούνταν ενισχυτικές δόσεις για τη διατήρηση του επιπέδου προστασίας από τη λοίμωξη Covid-19, αν και η προστασία από βαριά νόσηση ήταν καλή, ακόμη και μήνες μετά τις δύο δόσεις του εμβολίου, γράφει ο Guardian.
Τα εμβόλια διεγείρουν τον οργανισμό ώστε να παράγει εξουδετερωτικά αντισώματα που προφυλάσσουν από τη λοίμωξη Covid-19, προτού ο κορονοϊός μολύνει τα κύτταρά μας. Ωστόσο, τα αντισώματα που υπάρχουν στο αίμα, με τον καιρό μπορούν να εξασθενήσουν και να μειωθεί ο αριθμός τους.
Οι μελέτες από το Ισραήλ, μία από τις πρώτες χώρες που χορήγησε εμβόλια στον γενικό πληθυσμό, δείχνουν ότι η προστασία από τη λοίμωξη Covid μειώνεται τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού. Παράλληλα, αποκάλυψε ότι υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι είχαν 15 φορές περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση, σε σύγκριση με τις πρώτες εβδομάδες από αυτήν.
Ακόμη και αν οι περισσότεροι άνθρωποι παραμένουν προστατευμένοι από σοβαρή νόσηση, η ανοσία που φθίνει αποτελεί σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας, όταν παράλληλα ένα σημαντικό ποσοστό ενηλίκων παραμένουν ανεμβολίαστοι.
Βέβαια, την ανάγκη για τρίτη δόση του εμβολίου έκανε ακόμη πιο επιτακτική η εμφάνιση της μετάλλαξης Ομικρον. Οι μεταλλάξεις στον κορονοϊό σημαίνουν ότι η πρωτεΐνη-ακίδα, την οποία χρησιμοποιεί ως κλειδί για να εισβάλει στα ανθρώπινα κύτταρα, είναι αρκετά διαφορετική από του αρχικού στελέχους της Γουχάν, την οποία έχουν σχεδιαστεί τα εμβόλια να στοχεύουν.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι τα αντισώματα από προηγούμενη μόλυνση ή εμβολιασμό θα είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που προκαλεί η μετάλλαξη Ομικρον. Και επειδή τα αντισώματα προσκολλώνται στον ιό λιγότερο εύκολα στην Ομικρον, απαιτείται μεγαλύτερη ποσότητα αντισωμάτων για να αντισταθμιστεί η κατάσταση. Ετσι, η τρίτη δόση φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά σημαντική για τη μείωση του κινδύνου βαριάς νόσησης και θανάτου.
Μελέτες δείχνουν επίσης ότι η ενισχυτική δόση αυξάνει τα επίπεδα των αντισωμάτων σημαντικά, ακόμη περισσότερο και από το επίπεδο που παρατηρείται από τις πρώτες δόσεις. Κάτι που σημαίνει ότι η εξασθένηση της ανοσίας θα έρθει αρκετά πιο αργά μετά και την τρίτη δόση.
Επιπλέον, το ανοσοποιητικό σύστημα διαθέτει και μία δεύτερη γραμμή άμυνας με τα Τ-κύτταρα, τα οποία επιτίθενται στα κύτταρα που έχει ήδη μολύνει ο κορονοϊός. Αυτά τείνουν να διατηρούνται περισσότερο από τα αντισώματα στον οργανισμό και να αναγνωρίζουν και άλλα τμήματα του κορονοϊού. Κάτι που σημαίνει ότι μπορούν να δημιουργήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανοσίας, ακόμη και για μία μετάλλαξη.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι η επόμενη γενιά εμβολίων θα παρέχει πολύ ευρύτερη ανοσολογική προστασία, ώστε να αντιμετωπίζει και όλες τις μελλοντικές μεταλλάξεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News