Πόλωση επικρατεί στην Ουάσιγκτον εδώ και πολύ καιρό σχεδόν για τα πάντα. Ωστόσο φαίνεται πως υπάρχει μια άποψη με την οποία οι περισσότεροι συμφωνούν. Αφορά την αμερικανική πολιτική για την Κίνα η οποία υποστηρίζεται ευρέως, πλέον, πως οικοδομήθηκε πάνω σε μια λανθασμένη πεποίθηση.
Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, Δημοκράτες και Ρεπουμπλικάνοι πίστευαν εξίσου πως το άνοιγμα του Πεκίνου στις ελεύθερες αγορές και η ενσωμάτωσή του στην παγκόσμια οικονομία θα συνέβαλαν σημαντικά στη ριζική αλλαγή της χώρας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη, επισημαίνεται ολοένα περισσότερο στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, και πρέπει, οπότε, να αναγνωριστεί πως υπερεκτιμήθηκε η ισχύς των αγορών και του εμπορίου.
Ωστόσο με την εν λόγω άποψη δεν συμφωνούν όλοι και μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται σίγουρα ο Φαρίντ Ζακάρια της Washington Post. «Στην πραγματικότητα, βλέποντας την Κίνα, παραμονές του κρίσιμου 20ου Συνεδρίου του Κόμματος (16 Οκτωβρίου), εντυπωσιάζομαι από το πόσο λίγο αυτή η γραμμή ανάλυσης αποτυπώνει τι πραγματικά συνέβη στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες», γράφει σε άρθρο του.
Καταρχάς θυμίζει πως τα τελευταία περισσότερα από σαράντα χρόνια στην Κίνα σημειώθηκαν συνταρακτικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει σχεδόν τριανταπλασιαστεί από την έναρξη της οικονομικής φιλελευθεροποίησης το 1978. Η μαζική εκπαίδευση και η αστικοποίηση άλλαξαν το πρόσωπο της χώρας. Εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι ανήκουν πλέον στη μεσαία τάξη, χρησιμοποιούν τα πιο σύγχρονα εργαλεία που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της επανάστασης της πληροφορίας ενώ, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, μπορούν επίσης να κατέχουν ιδιοκτησία, να ιδρύουν επιχειρήσεις και να αλλάζουν τόπο διαμονής.
«Ακριβώς ως απάντηση σε αυτές τις τεράστιες αλλαγές ο Σι Τζινπίνγκ εφάρμοσε το πρόγραμμά της καταστολής και συγκεντροποίησης», υποστηρίζει ο Ζακάρια. «Οταν ο Σι ανήλθε στην εξουσία το 2012, έκρινε ότι η οικονομική φιλελευθεροποίηση στην πραγματικότητα μεταμόρφωνε βαθιά την Κίνα – με άσχημο τρόπο. Πίστευε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν στα πρόθυρα να καταστεί ασήμαντο σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό», εξηγεί. Οπότε, κάπως έτσι, ο κινέζος ηγέτης άρχισε να παρεμβαίνει κατασταλτικά σχεδόν παντού – υπονομεύοντας τον ιδιωτικό τομέα, εξευτελίζοντας δισεκατομμυριούχους, αναβιώνοντας την κομμουνιστική ιδεολογία, εκκαθαρίζοντας το κόμμα από διεφθαρμένους αξιωματούχους και ενισχύοντας τον (αντιδυτικό κυρίως) εθνικισμό τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και στην πράξη.
Από αυτήν την άποψη, εξηγεί ο βετεράνος δημοσιογράφος και αναλυτής, ο Σι εφαρμόζει μια γνωστή πολιτική. «Σε δικτατορίες στις οποίες η φιλελευθεροποίηση και η ανάπτυξη δημιουργούν μια μεσαία τάξη, η πρώτη απάντηση του καθεστώτος είναι να εδραιώσει τη θέση του στην εξουσία», εξηγεί. Αναφέρεται ενδεικτικά στη Νότια Κορέα και στην Ταϊβάν. Την περίοδο που οι δύο χώρες ήταν ακόμη αυταρχικά καθεστώτα, η οικονομική φιλελευθεροποίηση συνέβαλε στη δημιουργία και σταδιακή διόγκωση μιας μεσαίας τάξης, τα μέλη της οποίας άρχισαν να ζητούν περισσότερες πολιτικές ελευθερίες. Τα καθεστώτα κατέφυγαν, φυσικά, στη συχνά βίαιη καταστολή, η οποία, ωστόσο, δεν έφερε αποτέλεσμα, παραχωρώντας, τελικά, τη θέση της στη δημοκρατία σε αμφότερες τις χώρες.
Οπότε, το βασικό ερώτημα, σύμφωνα με τον Ζακάρια είναι το εξής: «Γιατί η απάντηση της Κίνας στις αλλαγές που προκλήθηκαν από το άνοιγμα της αγοράς ήταν τόσο επιτυχημένη; Γιατί η εκστρατεία καταστολής του Σι Τζινπίνγκ λειτούργησε ενώ άλλες εκστρατείες στην Ανατολική Ασία όχι;». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο της Washington Post με ειδίκευση στα διεθνή ζητήματα η απάντηση εμπεριέχεται σε ένα δοκίμιο που έγραψε πέρυσι ο σινοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας Μίνσιν Πέι.
O καθηγητής Διακυβέρνησης στο Claremont McKenna College επισημαίνει πως η Κίνα είναι σχεδόν μοναδική περίπτωση σήμερα στον κόσμο. Γιατί σχεδόν όλες οι χώρες με κατά κεφαλήν εισόδημα υψηλότερο από της Κίνας είναι είτε κάποιου είδους δημοκρατίες είτε δικτατορίες του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οσον αφορά τις δεύτερες «οι άφθονοι πόροι επιτρέπουν σε μια χώρα να καταστεί πλούσια χωρίς να χρειάζεται να εκσυγχρονίσει την οικονομία ή την κοινωνία της, γιατί το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να σκάβει στο υπέδαφος για φυσικούς πόρους», εξηγεί ο Ζακάρια.
Γιατί, όμως η Κίνα αποτελεί τη μεγάλη εξαίρεση; Ο Μίνσιν Πέι στο δοκίμιο του επικαλείται έναν παλιό διαχωρισμό ανάμεσα σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στα πρώτα οι κυβερνήσεις είναι κατασταλτικές, αλλά όχι καθολικά. Αντιθέτως στα απολυταρχικά καθεστώτα, όπως ήταν η ΕΣΣΔ και είναι η Κίνα, το κράτος κυριαρχεί σε όλους τους τομείς της ζωής και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης κοινωνίας των πολιτών. Στην Κίνα το Κόμμα κυριαρχεί στα πάντα και όταν ένα κοινωνικό κίνημα αναδύεται εκτός αυτού και ανεξάρτητα, όπως το πνευματιστικό Φαλούν Γκονγκ, το θεωρεί θανάσιμη απειλή και το διώκει.
Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός πως βασικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του κινέζου προέδρου είναι ο φόβος που εξακολουθεί να του προκαλεί η ανάμνηση της κατάρρευσης του σοβιετικού κομμουνισμού. Ο Σι θεωρεί πως αυτό συνέβη επειδή οι κομματικοί ηγέτες έπαψαν να πιστεύουν στην ίδια τους την ιδεολογία ενώ βλέπει τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ως έναν αφελή μεταρρυθμιστή που διεύρυνε το πολιτικό σύστημα μόνο και μόνο για να δει ολόκληρη τη χώρα να καταρρέει.
Στα ολοκληρωτικά κράτη, εξηγεί ο Μίνσιν Πέι, οι αλλαγές που επιφέρει η οικονομική ανάπτυξη, αυξάνουν την ανάγκη για ολοένα περισσότερη καταστολή, με τελικό αποτέλεσμα μια επιστροφή στον νέο-σταλινισμό: «Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Σι είναι παρόμοιοι στο ότι αναγνωρίζουν ότι η υπερβολική επαφή και το εμπόριο με τη Δύση ενδέχεται να υπονομεύσουν την κυριαρχία τους, και αυτό τους ωθεί να αναζητήσουν τρόπους για να περιορίσουν την εξάρτηση των χωρών τους από τη Δύση και να εδραιώσουν την εξατομικευμένη κυριαρχία τους», συνοψίζει ο Ζακάρια.
«Ωστόσο, το πρόβλημα για τον Σι είναι ότι οδηγεί την Κίνα σε ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι», προσθέτει. Γιατί το κράτος κυριαρχεί και πάλι στην οικονομία και η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σημαντικά ενώ πρωτοπόροι κινέζοι επιχειρηματίες μετακομίζουν στη Σιγκαπούρη και αλλού. Συγχρόνως η διεθνής κοινότητα εμφανίζεται ολοένα πιο ενοχλημένη με τον επεκτατισμό του Σι Τζινπίνγκ.
Ο Μίνσιν Πέι «επισημαίνει ότι το νέο-σταλινικό μοντέλο καταπνίγει όλες τις δυνάμεις αλλαγής, αφήνοντας μόνο μια πόρτα ανοιχτή – την επανάσταση. Οπως ό ίδιος τονίζει, έως το 2035, η Κίνα θα έχει περίπου 300 εκατομμύρια απόφοιτους πανεπιστημίου. Θα αρκεστούν στο να ζουν ήσυχα υπό την κατασταλτική βασιλεία του Σι;», διερωτάται ο Ζακάρια, ολοκληρώνοντας τη ανάλυσή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News