Λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, ο Τζο Μπάιντεν εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να επιβάλει νέες κυρώσεις στον άκρως κερδοφόρο ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, με την Washington Post να κάνει λόγο για «αποχαιρετιστήριο πλήγμα» του απερχόμενου αμερικανού προέδρου, στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού πολέμου κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, οι ΗΠΑ προέβησαν στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων στη Μόσχα με στόχο να γονατίσουν την οικονομία της, ωστόσο ο Τζο Μπάιντεν ήταν απρόθυμος να πλήξει βαριά τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας, φοβούμενος πως μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιφέρει μια παγκόσμια αύξηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Πλέον, όμως, πιστεύεται πως αυτή η εκτίμηση έχει αλλάξει. Με τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ να έχει υποχωρήσει σημαντικά και τις προεδρικές εκλογές να ανήκουν στο παρελθόν, ο απερχόμενος ηγέτης είναι σχεδόν έτοιμος να βάλει κατά του «σκιώδους στόλου» δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο ανά τον κόσμο, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην ενίσχυση των οικονομικών της Ρωσίας, παρά τις λοιπές βαριές κυρώσεις.
Πέρα από τα πετρελαιοφόρα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του Κρεμλίνου, στο στόχαστρο του Λευκού Οίκου βρίσκονται και οι εξαγωγείς ρωσικού πετρελαίου στους οποίους δεν έχουν επιβληθεί ακόμα κυρώσεις. Μιλώντας στην Washington Post, πηγές ενήμερες του ζητήματος ανέφεραν ότι μεταξύ των επιλογών που εξετάζει ο Τζο Μπάιντεν είναι και η ανάκληση μιας άδειας που επιτρέπει σε τράπεζες να πραγματοποιούν ενεργειακές συναλλαγές για λογαριασμό της Ρωσίας. Σημείωσαν επίσης πως οι νέες κυρώσεις πιθανώς θα συνέβαλλαν στην ενίσχυση της θέσης του Ντόναλντ Τραμπ σε περίπτωση διαπραγματεύσεων με τον Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου.
Ωστόσο δεν είναι σαφές πώς θα αντιδρούσε στο μέτρο ο πρώην και επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ: ο Τραμπ, ο οποίος έχει δεσμευθεί για τερματισμό του πολέμου σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, επέκρινε την απόφαση του Μπάιντεν να ανάψει το πράσινο φως στο Κίεβο για επιθέσεις με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εντός της Ρωσίας, οπότε θα μπορούσε να αντιδράσει ανάλογα και στην επιβολή νέων κυρώσεων – κίνηση που η Μόσχα σίγουρα θα ερμήνευε ως μία ακόμη πρόκληση.
Οσον αφορά τον αντίκτυπο των Δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε ρωσικές τράπεζες, αμυντικές βιομηχανίες και άλλες εταιρείες, παρότι άργησε να γίνει αισθητός, κατέληξε τελικά να είναι δυσμενής: ο ετήσιος πληθωρισμός στη Ρωσία αναμένεται να ξεπεράσει το 9% (σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία), με την οικονομική ύφεση να θεωρείται πιθανή κατά τη διάρκεια του 2025, ενώ η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αύξησε τα επιτόκια στο 21%.
Ο ενεργειακός τομέας της Ρωσίας, όμως, δεν επλήγη σημαντικά, γεγονός που επέτρεψε στον Πούτιν να συντηρεί τις δυνάμεις του στην Ουκρανία, ελαχιστοποιώντας συγχρόνως την οικονομική ζημιά στο εσωτερικό, με την Washington Post να αναφέρει ενδεικτικά ότι στον προϋπολογισμό της Ρωσίας, από το 1/3 έως τα μισά από τα έσοδα προέρχονται από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με έκθεση της S&P Global, το 2023 το Κρεμλίνο κέρδισε περίπου 100 δισεκατομμύρια από πωλήσεις καυσίμων.
«Ο στόχος ενός νέου μεγάλου πακέτου κυρώσεων θα πρέπει να είναι η διψήφια μείωση των εξαγωγικών εσόδων τους σε διάστημα έξι έως 12 μηνών» ανέφερε σχετικά ο Πίτερ Χάρελ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, αρμόδιος για τα διεθνή οικονομικά, και νυν εταίρος της δεξαμενής σκέψης Carnegie Endowment for International Peace.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News