Κατά την άφιξή τους στο Grand Hotel des Bains Kempinski, τους υποδέχτηκαν ανοίγοντας σαμπάνιες Mumm. Αλλά οι νεοαφιχθέντες στο επιβλητικό και υπερπολυτελές ξενοδοχείο του Σεν Μόριτζ δεν ήταν Ρώσοι (όπως συνήθως) αλλά Βρετανοί, «μια ομάδα εύθυμων σκιέρ από την Αγγλία που μόλις είχαν φτάσει στην κοιλάδα του Ενγκαντίν (στις ανατολικές ελβετικές Αλπεις) για τη “Λευκή Εβδομάδα” τους», μας πληροφορεί η Μπρουνέλα Τζοβάρα.
Η δημοσιογράφος της La Repubblica μετέβη αυτές τις ημέρες στον παλαιότερο και πιο ξακουστό χειμερινό προορισμό της Ευρώπης για να διαπιστώσει τον αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων κατά της Μόσχας στους κύριους θαμώνες του Σεν Μόριτζ τα τελευταία πολλά χρόνια, τους τουρίστες από τη Ρωσία.
«Εξαφανίστηκαν σαν το χιόνι στον ήλιο», μας πληροφορεί, «εδώ και καιρό», μάλιστα, ενώ οι τελευταίοι που εθεάθησαν πριν από λίγες ημέρες, «ήταν κατακόκκινοι, όχι από την ηλιοθεραπεία σε υψηλό υψόμετρο, αλλά από την ντροπή τους», καθώς στα εστιατόρια όπου αποπειράθηκαν να πληρώσουν με πλαστικό χρήμα, οι κάρτες τους δεν έγιναν δεκτές, ούτε στα ξενοδοχεία, με τους ρεσεψιονίστ να τους ρωτούν αμήχανα εάν μπορούσαν να πληρώσουν με μετρητά.
Το POS τους πλήγωσε…
Εκτυλίχθηκαν κωμικοτραγικές σκηνές με διαπληκτισμούς και ουρλιαχτά. Την περασμένη Τετάρτη, για παράδειγμα, σε ένα εστιατόριο πάνω στις πίστες, ένας ρώσος οικογενειάρχης αρχικά δεν πίστευε στα αυτιά του όταν τον ενημέρωσαν πως καμία από τις πιστωτικές κάρτες του δεν εγκρινόταν και στη συνέχεια έγινε έξω φρενών, ενώ η σύζυγός του, «με μια τσάντα Chanel κρεμασμένη στο μπράτσο», έβαλε τα κλάματα και τα παιδιά τους παρατηρούσαν τρομαγμένα, ανέφεραν αυτόπτες μάρτυρες, με την ιταλίδα δημοσιογράφο να συνοψίζει πως έτσι αντιλήφθηκαν οι ρώσοι θαμώνες του Σεν Μόριτζ τις κυρώσεις σε βάρος της πατρίδας τους, «μέσω ενός POS που δεν ανταποκρίνεται».
Στο πλαίσιο των δικών τους χριστουγεννιάτικων διακοπών, από την 6η Ιανουαρίου (παραμονή Χριστουγέννων στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο) κι έπειτα, οι ορδές των ρώσων τουριστών έδωσαν και φέτος το «παρών» στο πανάκριβο αλπικό θέρετρο, επιθυμώντας να γιορτάσουν γαλήνια και μες στην πολυτέλεια τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, καθώς τότε ακόμα «τους ανέμους του πολέμου δεν τους άκουγε κανένας, πόσο μάλλον εδώ, πόσο μάλλον όποιος έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τέτοιο επίπεδο διακοπών», υπογραμμίζει η Αντονέλα Τζοβάρα.
Στο Badrutt’s Palace ο γάλλος πατισιέ Πατρίκ Παγιέ του Café Pouchkine του Παρισιού (αποτελεί παράρτημα του ομώνυμου μπαρόκ καφέ-εστιατορίου που βρίσκεται στην κεντρική λεωφόρο Τβερσκάγια της Μόσχας) ετοίμασε για το γκαλά της παραμονής (6 Ιανουαρίου) των Χριστουγέννων ματριόσκες από λευκή σοκολάτα και δεκάδες τούρτες Medovik, προς τιμήν των φιλοξενούμενων που μόλις είχαν φτάσει από τη Μόσχα κυρίως. «Καλές εποχές, ωσάν να ήταν πριν από έναν αιώνα, σήμερα θα ήταν πρόβλημα να πληρώσουν ακόμη και για μια σούπα ή ένα τοστ», γράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος.
Η οποία, όμως, στο ρεπορτάζ της αναφέρει ότι το εν λόγω πρόβλημα έπληξε, παρότι ιδιαίτερα ταπεινωτικά, μόνον τους τουρίστες από τη Ρωσία, εκείνους που αρέσκονται να περνούν τις χειμερινές τους διακοπές στην Ελβετία και τις καλοκαιρινές τους στην Ισπανία αλλά και να επισκέπτονται άλλοτε την Τοσκάνη για τα περίφημα κρασιά της και άλλοτε το Μιλάνο για τις εκλεκτές μπουτίκ του. «Ρώσοι πλούσιοι αλλά όχι υπερβολικά, ας πούμε δεύτερης κατηγορίας, άνθρωποι που έχουν χρήματα στο εσωτερικό αλλά όχι αρκετά στο εξωτερικό».
«Νιετ προμπλέμ»
Οσον αφορά την πρώτη κατηγορία, λόγου χάρη τους ρώσους ολιγάρχες που κατοικούν στη Γενεύη και τα απρόσιτα περίχωρά της, «φαίνεται πως πέρα από σαστισμένοι, εκνευρισμένοι, ακόμα και αποστασιοποιημένοι από τον απρόβλεπτο Πούτιν, είναι επίσης ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες που εκτείνονται ανά την υφήλιο». Αλλά προβλήματα, παρόμοια με εκείνα που αντιμετώπισαν οι συμπατριώτες τους στο Σεν Μόριτζ δεν αντιμετώπισαν και ούτε πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Γιατί έχουν διπλή υπηκοότητα, πληρώνουν φόρους στην Ελβετία, είναι ασφαλισμένοι στην Ελβετία, δηλαδή είναι κανονικοί Ελβετοί, με δύο διαβατήρια μεν αλλά με αποκλειστικά ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους κανένας και ποτέ δεν μπορεί να παγώσει. Οι Ρωσο-ελβετοί, οπότε, οι οποίοι είναι πολλοί, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις πάμπολλες πιστωτικές κάρτες τους, που καλύπτονται από επίσημους ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, καθ’ όλα νόμιμους, σύμφωνα με όσα ορίζει το περίφημο τραπεζικό δίκαιο της χώρας.
Στις ελβετικές Αλπεις υπάρχουν σημαντικές ρωσικές κοινότητες (στο Βερμπιέ, για παράδειγμα, και στο Γκστάαντ) όπου για να αποκτήσουν ένα σαλέ 1.000 τετραγωνικών μέτρων οι ρώσοι μεγιστάνες του πλούτου δαπανούν από 10 έως 100 και παραπάνω εκατομμύρια, ανάλογα με την περιοχή και το ακίνητο, συν καμιά πενηνταριά εκατομμύρια ακόμη για ανακαινίσεις, πισίνα, γήπεδα τένις, πυρηνικό καταφύγιο κτλ.
«Οπότε σε εκείνους τους λίγους Ρώσους που είδαν τις πιστωτικές κάρτες τους να μη γίνονται δεκτές, αντιστοιχούν χιλιάδες άλλοι που σφυρίζουν αδιάφορα. Πηγαινοέρχονται κατά το δοκούν, δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε καν ότι είναι Ρώσοι πια», σημείωσε ένας ελβετός επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην πώληση και στην ενοικίαση πολυτελών κατοικιών. «Οπως είπε ένα Ρωσοελβετάκι στον τρομαγμένο πατέρα του, αφότου έπεσε κάνοντας σκι, “νιετ πρoμπλέμ”, κανένα πρόβλημα, όλα καλά», καταλήγει η ιταλίδα ανταποκρίτρια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News