Πριν από ένα χρόνο περίπου, δόθηκε σε κυκλοφορία έναν νέο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Κεντρικής Ελλάδας – Ε65, που συνδέει την Ξυνιάδα με τα Τρικάλα. Αν και στην πλήρη διάστασή του ο Ε65 θα ξεκινά από τις Θερμοπύλες και θα καταλήγει στην Εγνατία Οδό κοντά στα Γρεβενά, αυτό το τμήμα των 80 χλμ. που ήδη βρίσκεται σε κυκλοφορία, μας ταξιδεύει με ασφάλεια, παρακάμπτοντας τις γνωστές για την επικινδυνότητά τους στροφές του Δομοκού και σαφώς πιο γρήγορα, σε μέρη σπάνιας ομορφιάς. Πλέον, η διάρκεια του ταξιδίου τόσο για Τρίκαλα όσο και για την Καρδίτσα έχει μειωθεί κατά 40 λεπτά περίπου!
Καθώς τρέχεις στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο του κάμπου της Καρδίτσας, σε κερδίζουν οι εμφανείς καμπύλες της «Ωραίας Κοιμωμένης», την οποία σχηματίζει με μονοκοντυλιά η κορυφογραμμή των Θεσσαλικών Αγράφων. Φαντάζεσαι τις αθέατες δύο άλλες ωραίες κοιμώμενες, πίσω από την οροσειρά, και κάτω από τα ευμετάβλητα, συνεχώς μετασχηματιζόμενα, πέπλα του χειμώνα, που ρέουν μαλακά στις πλαγιές των βουνών και μετεωρίζονται επάνω από τον καθρέφτη των δυο λιμνών, προστιθέμενη γοητεία στην θελκτική εικόνα τους. Η γνωστή καλλονή λίμνη Πλαστήρα, δεν επισκιάζει την έφηβη λίμνη Σμοκόβου, η οποία μεγαλώνει και φτιάχνεται με ενθουσιασμό για να της μοιάσει και να γίνει κι αυτή πεντάμορφη.
Ο Ε65 σχεδόν ακουμπά με ενθουσιασμό την τεχνητή λίμνη στη μια άκρη της, το φράγμα της Κάτω Κτιμένης, επάνω από το οποίο περνά ο δρόμος για την Κτιμένη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό, και έκπληξη, είχε ακουμπήσει η ματιά μας αυτό εδώ το σημείο, στο τέλος του πρώτου χειμώνα που έκλεισε το φράγμα και τα νερά είχαν πλημμυρίσει ήδη τις μεγάλες κοιλότητες των βουνών, σχηματίζοντας το σώμα της λίμνης.
Τότε, πριν από δεκατέσσερα χρόνια, εκεί στην κρυμμένη χώρα των άφθαστων στην τέχνη του πολέμου, καθώς μαρτυρεί ο Όμηρος, Δολόπων, όλα ήσαν καινούργια και πρωτοφανέρωτα. Η συνύπαρξη των νερών με τη στεριά και τα άλση των φυλλοβόλων ήταν ακόμη άγουρη και ήταν φανερό ότι ακόμα αναζητούν τα κοινά πατήματά τους. Η ευμετάβλητη εφηβεία μόλις τότε ξεκινούσε και δρόμος προς την ενηλικίωση είναι μακρύς ακόμα. Η αίσθηση της αργής προσαρμογής των νέων στοιχείων στο τοπίο, η μονιμότητα του νερού που όλα τα κάνει ρευστά και τα αλλάζει, εξακολουθεί να υπάρχει, σαν πινελιά πρόσθετης γοητείας.
Αλλά οι μύθοι στον παραλίμνιο δρόμο καλά κρατούσαν. Όπως οι συναυλίες των αηδονιών του Σμοκόβου ή οι καθαρμοί και οι ιαματικές ιδιότητες των λουτρών του. Αυτά τα συναντάς στην άλλη άκρη της λίμνης, στο φράγμα του Σμοκόβου, όπου αφήνονται τα νερά να κατεβαίνουν μέσω της κοίτης του αρχαίου ποταμού Ονόχωνου, κάτω στον κάμπο. Πηγαίνεις προς τα εκεί από τον παραλίμνιο δρόμο. Αλλά πριν, στην αρχή του δρόμου, τέσσερα χιλιόμετρα από τον κόμβο της Ανάβρας της Κεντρικής Οδού, συναντάς τη «Δροσοσταλιά», που ξέρει να σε κάνει να απολαμβάνεις το αγριογούρουνο με θέα τη λίμνη. Εγώ τουλάχιστον εδώ έμαθα τη γεύση του πραγματικού αγριογούρουνου, δοκιμάζοντάς το στιφάδο από τα χέρια της Αρετής που βίωσε τη συνταγή στην Κτιμένη.
Το κρέας μένει για ένα διάστημα στην κατάψυξη, και η Αρετή, όταν το ξεπαγώσει, ξεπλένει καλά τις μερίδες και τις αφήνει για 3-4 ώρες σε νερό και ξίδι. Μετά τις τσιγαρίζει σε ηλιέλαιο, για να είναι οι επιπτώσεις του τηγανιού ελαφρύτερες, μέχρι να πάρουν το χρώμα. Αφαιρεί τις μερίδες και μέσα στο ίδιο λάδι βάζει τα καθαρισμένα μικρά κρεμμύδια για να τσιγαριστούν και αυτά, προσθέτοντας και τρεις κουταλιές του γλυκού ζάχαρη. Όταν σοταριστούν, τα αφήνει κατά μέρος. Στο τηγάνι βάζει, τώρα, ελαιόλαδο και προσθέτει ένα τριμμένο κρεμμύδι, μια συσκευασία χυμό ντομάτας, 3-4 κουταλιές πελτέ, και μετά τα κομμάτια το κρέας. Όταν το φαγητό βράσει καλά, προσθέτει τα κρεμμυδάκια μαζί με κανέλα, δάφνη, πιπέρι και αλάτι. Όταν μαλακώσουν και τα κρεμμυδάκια, το φαγητό είναι μελωμένο και έτοιμο.
Οι δρόμοι ακουμπούν τις λίμνες ακριβώς στις άκρες τους, έτσι μπορείς να πιάσεις τη γοητεία τους από την αρχή. Κι εδώ ο δρόμος που σε βγάζει από τον κόμβο της Καρδίτσας, σε οδηγεί μέσα από την πόλη να περάσεις από τη Μητρόπολη και σε ανεβάζει από τον Μεσενικόλα στο οροπέδιο της Νευρόπολης, σε φέρνει στην άκρη της λίμνης Πλαστήρα. Κι όσο τη γυροφέρνεις, τόσο πληθαίνουν οι προκλήσεις να βγεις από τον παραλίμνιο δρόμο και να αναζητήσεις ιδιαίτερες γωνιές. Όπως την πλαζ, στα Καλύβια Πεζούλας, 2 χλμ. από τον κεντρικό δρόμο, μια πλαζ με άρωμα χειμώνα. Τα χρώματα αυτής της εποχής δίνουν χρυσές και κόκκινες ανταύγειες στο τοπίο και πλαισιώνουν παράθυρα ανοιχτά στη ζωή της λίμνης, τα υγρά μονοπάτια που ακολουθούν τα ποδήλατα νερού και τα δύο χωμάτινα μονοπάτια των ποδηλάτων του βουνού.
Μετά τον Μπελοκομύτη μια πινακίδα σε βγάζει από τον παραλίμνιο δρόμο, που τραβά κατά το φράγμα, και σε στέλνει προς τα βουνά: Καρίτσα 5 χλμ., Παναγία Πελεκητή 8 χλμ. Δεν ξέρεις πού να έχει το νου σου, μπροστά ή πίσω σου. Μπροστά, η μεγαλοπρέπεια των ψηλωμάτων, πίσω η γοητεία του πιο μεγάλου «φιόρδ» της λίμνης που εισχωρεί στην επικράτεια των ελάτων.
Η Μονή Πελεκητής είναι μαγική εικόνα. Φωλιασμένη στο κοίλωμα του βράχου, λες και θέλει να κρυφτεί. Ένα μόνο τάλαντο κρεμασμένο στο ξύλινο μπαλκόνι προδίδει ότι αυτό το κτίσμα του 16ου αιώνα, εξάρτημα του βράχου, κρύβει στο βάθος του όχι έναν, αλλά δυο ναούς: τον μικρό μονόχωρο της Αναλήψεως με τοιχογραφίες του 1654 και τον αθωνικού τύπου της Παναγίας με τοιχογραφίες του 1666. Οι αιώνες τρίζουν καθώς βαδίζεις πάνω στις χοντρές σανίδες του πατώματος. Η μονή είναι αληθινό μουσείο θρησκευτικής κληρονομιάς, την οποία συνθέτουν τα ξυλόγλυπτα τέμπλα, οι τοιχογραφίες, ιερά Ευαγγέλια, χειρόγραφα, δισκοπότηρα και άλλα μοναδικά σκεύη. Το μοναστήρι δεν έχει μοναχούς και δεν είναι συνεχώς ανοικτό. Γι’ αυτό οι επισκέπτες θα πρέπει να αναζητήσουν τα κλειδιά του στην Καρίτσα.
Η Μονή Κορώνας είναι το στολίδι που κρέμεται στον παραλίμνιο δρόμο, λίγο μετά το Τσαρδάκι, στην απέναντι πλευρά της λίμνης. Κορώνα κυριολεκτικά, καθώς το χιλιόχρονο καστρομοναστήρι αγναντεύει από τα ψηλώματα τον θεσσαλικό κάμπο. Απ’ όπου κι αν το κοιτάξεις, από την σκοπιά της Τέχνης ή από τη γωνία της Ιστορίας, είναι σπουδαίο. Και από τον παραλίμνιο δρόμο και από τη φιδωτή διακλάδωση που πάει για Μοσχάτο, οι εικόνες που προσφέρει το μοναστήρι είναι εντυπωσιακές.
Παλιά ονομαζόταν Μονή Κρυεράς Πηγής. Διασώζεται ακέραιο το καθολικό του 16ου αιώνα, με την αρχική διακόσμηση του 1587. Στη ζωγραφική του μοναχού Δανιήλ ανιχνεύονται σχέσεις με τις αγιογραφίες του Τζώρτζη στην περίφημη μονή Δουσίκου, πνευματικό και καλλιτεχνικό φάρο της Θεσσαλίας. Από τις μορφές στο καθολικό της Μονής Κορώνας ξεχωρίζουν αυτές των ιθαγενών αγίων-μαρτύρων, Σεραφείμ αρχιεπισκόπου Φαναρίου, Αγίου Βησσαρίωνος επισκόπου Λάρισας, Αγίου Διονυσίου «του εξ Ολύμπου» από την Σκλάταινα Καρδίτσας, Αγίου Χαραλάμπους του Χαριτοβλίτη και του Αγίου Δαμιανού και του Αγίου Μιχαήλ από την Δρανίτσα Αγράφων. Έξω από τη μονή είναι εγκατεστημένο ένα τεράστιο κρασοβάρελο, αξιοθέατο κι αυτό. Δεξιά από το μοναστήρι ο παλιός δρόμος με τις πολλές στροφές επιστρέφει στη Μητρόπολη.
Στη γεύση της λίμνης Πλαστήρα υπάρχουν κάποια κλασικά πράγματα, όπως οι ονομαστές πίτες στο «Αγνάντι», στο Νεοχώρι, χορτόπιτα, μπατζίνα και πλαστό, με την απόλαυση να σε κάνει να κλείνεις τα μάτια σου και την υπέροχη, πανοραμική, θέα της λίμνης να σε προτρέπει να τα ανοίξεις αμέσως. Και απέναντι στο «Τσαρδάκι», τα κρέατα και τα μαγειρευτά φαγητά του πρόσχαρου Κορομπίλια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News