Η Νέα Ορλεάνη δεν είναι μια πόλη, αλλά «η σκιά μιας πόλης. Στέκεται στην αόρατη μεθόριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Παίζει με αυτή την εικόνα, αλλά το ρίσκο είναι μεγάλο και σχεδόν πάντα χάνει με κάθε δυνατό τρόπο», γράφει ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκαμπριέλε Ρομανιόλι με αφορμή το πρωτοχρονιάτικο μακελειό στην πόλη.
«Από τους βάλτους της Λουιζιάνα σκοτεινοί θρύλοι υψώνονται προς το μέρος της. Τα φαντάσματα δεν την εγκαταλείπουν ποτέ: περιμένουν για παρέα καθισμένα στα σκαμπό μπαρ που ανήκουν σε μια άλλη εποχή, παγιδευμένα για πάντα στη Γαλλική Συνοικία, κανάλι απορροής όλων των λυμάτων. Γυναίκες εκτελούν τελετουργικά μαύρης μαγείας που φαινομενικά είναι παραστάσεις για τουρίστες. Υπάρχουν περισσότερα νεκροταφεία παρά φαρμακεία: εδώ το ρήμα “επιβιώνω” δεν κλίνεται, ο κόσμος πεθαίνει χωρίς πολλά πολλά» προσθέτει σε άρθρο του στη Repubblica.
«Οι ταινίες που γυρίστηκαν στη Νέα Ορλεάνη μιλούν για φαντάσματα, οι πίνακες παραπέμπουν στο πένθος, τα τραγούδια είναι ελεγείες. Ο Μαρκ Τουέιν τη χαρακτήρισε “πόλη των νεκρών”, αλλά πρόκειται για νεκρούς που χορεύουν και τραγουδούν. Οι πυρκαγιές σημαδεύουν γενιές και οι τυφώνες χρόνια» συμπληρώνει.
«Κατά μήκος των δρόμων υπάρχουν πινακίδες που υποδεικνύουν τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση εκκένωσης: οι φυσικές καταστροφές από την ίδρυση της πόλης ανέρχονται σε 60. Πρόκειται για μια μονομαχία με τη φύση, με το όπλο να το επιλέγει εκείνη […] η επιδημία κίτρινου πυρετού διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα, προκαλώντας χιλιάδες θύματα […] Φυσούν μουσώνες εντόμων, γίνονται πλημμύρες, σχηματίζονται πετρελαιοκηλίδες. Η μετά θάνατον ζωή δεν θεωρείται ποτέ πολύ μακρινή».
Ο αρθρογράφος της Repubblica, θέλοντας να γνωρίσει τα μυστήρια και να μάθει τα μυστικά της Νέας Ορλεάνης, αποφάσισε κάποια στιγμή να περάσει έναν ολόκληρο μήνα εκεί. Κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο που του είχαν προτείνει, με την ονομασία International House, στο επιχειρηματικό κέντρο της πόλης. Το προσωπικό ήταν ντυμένο στα μαύρα, η αίθουσα υποδοχής –καλυμμένη με μάρμαρο και με σκούρες κουρτίνες να κρέμονται από το ταβάνι– παρέπεμπε σε ταφικό μνημείο, οι διάδρομοι ήταν διακοσμημένοι με φωτεινές αναθηματικές επιγραφές, ενώ τα κρεβάτια έμοιαζαν με φέρετρα. Σε ένα δωμάτιο στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου δίνονταν, κατόπιν κράτησης, παραστάσεις μαύρης μαγείας σεξουαλικού περιεχομένου.
Ομως εκείνος αρκέστηκε να επισκεφθεί μόνο το Voodoo Spiritual Temple της διάσημης ιέρειας Μίριαμ Τσαμάνι, μιας μεγαλόσωμης Αφροαμερικανίδας με εύπορους πελάτες, από τη Βραζιλία μέχρι τη Ρωσία. Από τον κήπο του ναού της διακρίνεται ένα άγαλμα του Λούις Αρμστρονγκ και στο βάθος, η πύλη του Saint Louis Cemetery, όπου αναπαύεται η Μαρί Λαβό, η πιο θρυλική από τις ιέρειες της Νέας Ορλεάνης.
Αφού εγκατέλειψε τα εγκόσμια, άρχισε να λέγεται πως όποιος χάραζε ένα Χ στον τάφο της θα είχε καλή τύχη. Ο ιταλός δημοσιογράφος ρώτησε τη Μίριαμ αν το είχε κάνει πότε. Κουνώντας το κεφάλι της, εκείνη του απάντησε πως «η τύχη δεν υπάρχει, το πεπρωμένο είναι γραμμένο», κάτι που σίγουρα ίσχυε για τους 15 ανθρώπους που δολοφονήθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της Πρωτοχρονιάς στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης. Ωστόσο η κατάληξη δεν είναι απαραίτητα ο θάνατος, με τον Ρομανιόλι να αναφέρεται ενδεικτικά στον Μάικλ Γράχαμ, έναν άνδρα που ήταν καταδικασμένος να πεθάνει αλλά σώθηκε.
Επειτα από 14 χρόνια που πέρασε ως θανατοποινίτης στο «Αλκατράζ του Νότου», όπως είναι γνωστή η φυλακή «Αγκόλα» στη Λουιζιάνα, τελικά αθωώθηκε χάρη σε μια καθυστερημένη εξέταση γενετικού υλικού από τον τόπο του εγκλήματος που αποκάλυψε ότι το αίμα που είχε χάσει ο δολοφόνος δεν ήταν δικό του.
Κατά την έξοδό του από την κεντρική πύλη του σωφρονιστικού καταστήματος τον περίμεναν δημοσιογράφοι, στις ερωτήσεις των οποίων ο άνδρας απάντησε μονολεκτικά: «Πώς αισθάνεσαι;» «Καλά». «Πώς ήταν η ζωή εν αναμονή της εκτέλεσής σου;» «Ασχημη». «Πού θα πας τώρα;» «Μακριά». Ωστόσο δεν έφυγε, επέλεξε να μείνει στη Νέα Ορλεάνη «γιατί εκεί όλα είναι πάντα δυνατά μετά από οποιαδήποτε τραγωδία. Οι νεκροί θάβονται και μετά επανέρχονται στη ζωή με τραγούδια και θυμιάματα. Διοργανώνονται γιορτές τόσο πριν όσο και μετά το τέλος, και κανένας, ορθώς, δεν αναρωτιέται πόσο θα διαρκέσουν. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούν, ούτε το τέλος θα διαρκέσει πολύ» καταλήγει ο Ρομανιόλι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News