Δυόμιση χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού και μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί, αν και οι καταγεγραμμένοι φτάνουν μόλις τα 500 εκατομμύρια. Ο κορονοϊός έχει εδραιώσει πλέον την παρουσία του και είναι σχεδόν βέβαιο ότι όσοι δεν έχουν ακόμα μολυνθεί, θα κολλήσουν αργά ή γρήγορα, ενώ όσοι έχουν ήδη κολλήσει, θα μολυνθούν ξανά και ξανά.
«Προσωπικά γνωρίζω αρκετά άτομα που είχαν Covid-19 σχεδόν σε κάθε κύμα», λέει στο The Atlantic ο Σαλίμ Αμπτούλ Καρίμ, κλινικός επιδημιολόγος, εξειδικευμένος στις μολυσματικές παθήσεις και διευθυντής του Κέντρου για το Ερευνητικό Πρόγραμμα του AIDS στη Νότια Αφρική. Ο ίδιος εκτιμά ότι τα επόμενα χρόνια ο κορονοϊός θα συνεχίζει να μολύνει τους ανθρώπους και ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
Από την πλευρά της η Ομπρι Γκόρντον, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, εκτιμά ότι θα κολλήσουμε κορονοϊό αρκετές φορές στη ζωή μας, εκτός εάν υπάρξει κάποια σημαντική παρέμβαση, όπως ένα εμβόλιο που θα σταματήσει τη μετάδοσή του. «Θα κολλάμε κορονοϊό τουλάχιστον μία φορά ανά τρία χρόνια», εκτιμά η ίδια.
Αν η Γκόρντον έχει δίκιο για τον ρυθμό της μόλυνσης, τότε ο κορονοϊός θα γίνει παρόμοιος με τον ιό της γρίπης και τον ρινοϊό του κοινού κρυολογήματος, οι οποίοι μολύνουν τους περισσότερους ανά δύο έως πέντε χρόνια.
«Ισως όπως έχουν υποθέσει αρκετοί ειδικοί μέχρι σήμερα, ο Sars-Cov-2 θα γίνει ο πέμπτος κορονοϊός από αυτούς που κυκλοφορούν ευρέως και θα προκαλεί ως σύμπτωμα ένα απλό κρυολόγημα», διατείνεται ο Πολ Τόμας, ανοσολόγος στο Παιδιατρικό Ερευνητικό Νοσοκομείο «St. Jude» στο Τενεσί.
Ισως όμως και όχι, διότι ο συγκεκριμένος ιός έχει πολύ ιδιαίτερες ιδιότητες, καθώς είναι ικανός να επηρεάζει όργανα όπως η καρδιά, ο εγκέφαλος, το ήπαρ, οι νεφροί και το έντερο. Η λοίμωξη Covid-19 έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε περίπου 6,5 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ έχει αφήσει έντονα συμπτώματα που διαρκούν για αρκετούς μήνες σε πολλούς περισσότερους.
«Δεν γνωρίζουμε πού πάμε»
«Δυστυχώς δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο το μέλλον του. Δεν γνωρίζουμε πού πάμε», ξεκαθαρίζει η Εμιλι Λάντον, λοιμωξιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Τι θα γίνει όμως στο μέλλον με όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί και νοσήσει, δηλαδή έχουν υβριδική ανοσία, ή όσους έχουν απλώς εμβολιαστεί ή νοσήσει;
«Οταν κάποιος έχει εμβολιαστεί και έχει νοσήσει, είναι πολύ πιο πιθανό να έχει έτοιμα αντισώματα ή ο οργανισμός του να μπορεί να τα δημιουργήσει πιο εύκολα και γρήγορα», εξηγεί ο Ζίγιαντ Αλ-Αλί, κλινικός επιδημιολόγος, ο οποίος κάνει έρευνα για τη μακρά Covid, στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σαν Λούις.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν όσοι νόσησαν την πρώτη φορά δίχως ή με ελαφρά συμπτώματα, θα έχουν την ίδια τύχη και στη φάση της πρώτης, της δεύτερης ή της τρίτης επαναλοίμωξης. Ωστόσο, το πιο αναμενόμενο είναι οι επαναλοιμώξεις να είναι πιο ήπιες από την αρχική λοίμωξη, εκτός βέβαια αν υπάρξει κάποια μετάλλαξη, της οποία τα χαρακτηριστικά θα είναι τελείως διαφορετικά.
Οι μελλοντικές μεταλλάξεις του κορονοϊού θα μπορούσαν να ξεφεύγουν από τα υπάρχοντα αντισώματα, όπως κάνουν συχνά οι κορονοϊοί. Ο ανθρώπινος οργανισμός, όμως, ακόμη και έτοιμα αντισώματα να μην έχει, διαθέτει Β-κύτταρα και Τ-κύτταρα, τα οποία μπορούν να εξουδετερώσουν τη μόλυνση που προκαλεί, πριν ξεφύγει από τον έλεγχο.
Η ισχύς του εμβολίου
Η συγκεκριμένη προστασία δημιουργείται και αυξάνεται κάθε φορά που κάποιος εμβολιάζεται ή μολύνεται. Σύμφωνα με το Atlantic, όσοι έχουν ήδη κάνει τρεις δόσεις του εμβολίου, φαίνονται να είναι πολύ καλά εφοδιασμένοι με αμυντικούς μηχανισμούς που θα τους βοηθήσουν να περάσουν εύκολα τη νόσηση από οποιαδήποτε μελλοντική μετάλλαξη.
Και αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι επιστήμονες συστήνουν το φθινόπωρο να κάνουμε και τέταρτη δόση του εμβολίου για τον κορονοϊό, ακόμη και αν δεν ξεκινήσει άμεσα ένα νέο πανδημικό κύμα. Με την τρίτη ή την τέταρτη δόση μπορεί κάποιος να είναι ακόμη πιο ήσυχος και να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής, εξηγούν οι ειδικοί.
Οι μελέτες επαναμόλυνσης, εξάλλου, θα αργήσουν πολύ, διότι πολύ απλά είναι μακροχρόνιες και επίσης δεν είναι εύκολες. Για να καταλάβουν οι ειδικοί το φαινόμενο και τις συνέπειές του, πρέπει να συμπεριλάβουν χιλιάδες ασθενείς σε μελέτη και να τους παρακολουθήσουν για αρκετά χρόνια. Επίσης, θα πρέπει να τους υποβάλλουν συχνά σε τεστ, προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι σωστά και να μην χάσουν κάποια ασυμπωματική επαναλοίμωξη.
Κάτι που σημαίνει ότι χωρίς χειροπιαστά δεδομένα στα χέρια τους, οι επιστήμονες απλώς κάνουν εκτιμήσεις και εξετάζουν το καλύτερο και το χειρότερο σενάριο για το μέλλον της πανδημίας.
Και μπορεί κάποιοι ειδικοί να είναι αισιόδοξοι και άλλοι απαισιόδοξοι, όμως όλοι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι κανείς δεν θα πρέπει να παίζει με τον κορονοϊό, με την υγεία του και με τη ζωή των συνανθρώπων του.
«Οποιαδήποτε επαναμόλυνση θα μπορούσε δυνητικά να εξελιχθεί σε σοβαρή απειλή για την υγεία ή τη ζωή κάποιου. Γι’ αυτό και θα πρέπει να είμαστε τυπικοί με τα εμβόλια και προσεκτικοί με τον κορονοϊό. Διότι μπορεί να χαλαρώσαμε, όμως τίποτα δεν έχει τελειώσει», καταλήγει ο δρ Καρίμ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News