Πάθος. Αν έπρεπε να περιγράψεις τον Γιάννη Ιωαννίδη με μια, μόνο, λέξη, μάλλον αυτή είναι η πιο κατάλληλη.
Ο,τι αγάπησε στη ζωή του, το αγάπησε ολοκληρωτικά. Με ενθουσιασμό και απόλυτη αφοσίωση.
Τη Θεσσαλονίκη, της οποίας υπήρξε γέννημα θρέμμα. Περηφανευόταν ότι ήταν «γνήσιος Μακεδών, με παππού μακεδονομάχο». Βασανίστηκε πολύ πριν πάρει την απόφαση να μετοικήσει στην Αθήνα, για χάρη της καριέρας του, το 1991.
Το μπάσκετ. Οταν έπιασε στα χέρια του την πορτοκαλί μπάλα για πρώτη φορά, δεν είχε κλείσει, ακόμη, τα 16. Εκτοτε, τα πάντα στο μυαλό του περιστρέφονταν γύρω της.
Τον Αρη. Ηταν η ομάδα της καρδιάς του, ακόμη και την εποχή που προπονούσε κάποια άλλη ομάδα. Αφιέρωσε στους «Κίτρινους» όλα του τα χρόνια ως καλαθοσφαιριστής, τους «απογείωσε» ως κόουτς, και δεν έπαψε, ποτέ, να είναι φανατικός οπαδός τους.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πάθος του, το αγιάτρευτο, ήταν η νίκη. Παντού, ακόμη και στο σκάκι. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος. Οχι για το χρήμα ή τη δόξα που συνεπάγεται, αλλά για την επιβεβαίωση. Ο εγωισμός του ήταν το καύσιμο της επιτυχίας του. Η κινητήρια δύναμη του νεαρού φοιτητή Γεωπονίας, ο οποίος στα 11 έμεινε ορφανός από πατέρα, και χρειάστηκε να δουλέψει μέχρι και σε μανάβικο, ώστε να γίνει σπουδαίος: ο κορυφαίος έλληνας κόουτς της εποχής του.
Ο πόθος του για τη νίκη έπλασε τον Ιωαννίδη, τον επονομαζόμενο «Ξανθό», που γνώρισαν οι πολλοί στα γήπεδα: έναν βλοσυρό, αυστηρό, φωνακλά προπονητή, που έκανε τον βίο των παικτών του, αβίωτο. Οι προπονήσεις των ομάδων του θύμιζαν… εκπαίδευση πεζοναυτών. Τους ήθελε «στρατιώτες», έτοιμους να γίνουν θυσία για τον κοινό σκοπό. Είχε… αλλεργία σε κάθε είδους βεντετισμούς. Αλλωστε, όποιοι κι αν βρίσκονταν στο ρόστερ, ο σούπερ-σταρ ήταν εκείνος. Φρόντιζε να τους το υπενθυμίζει συχνά, ακόμη και με τρόπους ταπεινωτικούς για εκείνους. Τους λάτρευε, όμως, και θα έκανε το παν για να τους υπερασπιστεί.
Ηθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο, και ήταν καχύποπτος με όλους. Ακόμη και με τους στενούς του συνεργάτες, στους οποίους δεν άφηνε περιθώρια για πρωτοβουλίες. Διόλου τυχαία, κανένας από τους βοηθούς που μαθήτευσαν δίπλα στον «δάσκαλο», δεν έγινε επιτυχημένος «χεντ-κόουτς».
Αν και ο ίδιος αρνιόταν κατηγορηματικά την «ταμπέλα» του προληπτικού, τα γούρια του γεμίζουν βιβλίο. Μια από τις πιο γνωστές ιστορίες είναι αυτό που συνέβη στο Φάιναλ-4 του 1988 στη Γάνδη, όταν απαίτησε να αλλάξει ξενοδοχείο η ομάδα, επειδή αυτό στο οποίο επρόκειτο να διαμείνει, είχε στο σήμα του μια μαύρη γάτα. Υποχρέωνε τον οδηγό του πούλμαν να μπαίνει ανάποδα σε μονόδρομο. Δεν άλλαζε τα ρούχα που φορούσε σε προηγούμενη νίκη. Ζητούσε να περιγράψει τον αγώνα ο σπορτκάστερ που θεωρούσε «γούρικο». Καθόταν στην ίδια καρέκλα, στο ίδιο σημείο, και χαιρετούσε τους αντιπάλους με το αριστερό του χέρι. Μέχρι και ψιλοτρακαρίσματα σκηνοθετούσε. Τι να πρωτοθυμηθείς;
Βιβλίο γράφουν και οι «ατάκες» του. Η πιο διάσημη, ίσως, είναι αυτή για τον Νίκο Γκάλη: «Οσοι ασχολούνται με το μπάσκετ, θα έπρεπε να πληρώνουν έναν ειδικό φόρο, το… Γκαλόσημο». Το 1994, απαντώντας στον Κώστα Πολίτη, ο οποίος σε συνέντευξη Τύπου είχε πει ότι «είθισται, ο ηττημένος να συγχαίρει τον νικητή, και εγώ μετά τον αγώνα θα περιμένω τον Γιάννη να μου δώσει το χέρι», εκστόμισε το περίφημο «τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου, μέλι».
Κι όμως, αυτό το… άγριο θηρίο, ο Ζοσέ Μουρίνιο του μπάσκετ, που δεν δίσταζε να κάνει οτιδήποτε θα αφύπνιζε τους παίκτες του ή θα αποσυντόνιζε τους αντιπάλους του, είχε ένα σωρό ευαισθησίες, ιδίως για τα παιδιά και τα ζώα, ήταν λάτρης της ζωγραφικής (ταξίδευε στο Λονδίνο για να αποκτήσει πίνακες μεγάλης αξίας – η «Ελευθεροτυπία» τον είχε πετύχει σε δημοπρασία του οίκου Σόθμπις), και είχε φιλοσοφήσει τη ζωή όσο λίγοι. Γλυκός και χαμογελαστός όταν δεν είχε αγώνα μπροστά του, συζητούσε με τις ώρες για τα πάντα – όχι για μπάσκετ. Του άρεσε, και στις κουβέντες να έχει τον τελευταίο λόγο. Με ένα απόφθεγμα που, συνήθως, άρχιζε με δυο λέξεις: «Στη ζωή…».
Στη μυθική του καριέρα δημιούργησε δυο μπασκετικές αυτοκρατορίες: τον Αρη των 80s και τον Ολυμπιακό των 90s. Σάρωσε όλα τα τρόπαια, εκτός από ένα: το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Εφτασε στο Φάιναλ-4 έξι φορές, όμως το μεγάλο του όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα. Εχασε τρεις ευρωπαϊκούς ημιτελικούς με τον Αρη, δύο τελικούς με τον Ολυμπιακό, και έναν τελικό με την ΑΕΚ. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Active» είχε εξομολογηθεί: «Θα έδινα τα πάντα για να κερδίσω αυτό το τρόπαιο».
Ο Γιάννης Ιωαννίδης, που «έφυγε» χθες (4/10) από τη ζωή στα 78 του χρόνια, υπήρξε ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος και μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Αλλοι τον λάτρεψαν, κι άλλοι τον αντιπάθησαν, επειδή δεν συμφωνούσαν με τις μεθόδους και τις ιδέες του. Κανείς, όμως, από όσους τον είδαν έστω μια φορά, δεν στάθηκε αδιάφορος απέναντι σε αυτή την εμβληματική φιγούρα του ελληνικού αθλητισμού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News