Στο κέντρο της Αβάνας η Μάρτα Ορτέγκα περιμένει στην ουρά για να αγοράσει λίγο κιμά. Πάσχει από οστεοαρθρίτιδα και ρευματοειδή αρθρίτιδα με αποτέλεσμα το πόδι της να σέρνεται, αλλά παραμένει κομψή στα 80 της, φορώντας ένα καρό πουκάμισο και κρατώντας μια ντένιμ τσάντα. Τη συναντά ο Guardian σε ένα οδοιπορικό του στην Αβάνα, όπου καταγράφει την απόγνωση των ηλικιωμένων στη χώρα.
Μέχρι πριν από πέντε χρόνια η Ορτέγκα ήταν υπάλληλος υποδοχής σε τοπικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η σύνταξή της είναι 1.575 πέσος τον μήνα, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια ο πληθωρισμός μείωσε την αξία του συγκεκριμένου ποσού σε λιγότερα από 5 δολάρια. «Προσπαθώ να τα μοιράσω ανάμεσα σε τρόφιμα, φάρμακα και ό,τι μπορώ» λέει στον Guardian.
Είναι μία από τους πολλούς ηλικιωμένους στην Κούβα που έχουν βρεθεί εντελώς άποροι, καθώς το κομμουνιστικό κράτος, παλεύοντας με μια βαθιά οικονομική κρίση, στρέφεται προς την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Η Ορτέγκα ζει με την κόρη της, η οποία είναι κωφάλαλη. Είναι μόνες τους. Δεν υπάρχει άλλος συγγενής για να τις βοηθήσει.
Τα πράγματα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι για την επαναστατική γενιά της Κούβας. Τους είχαν υποσχεθεί επιδοτούμενα τρόφιμα και υγειονομική περίθαλψη από την κούνια ως τον τάφο. «Ο άνθρωπος θα αρχίσει να απελευθερώνει το μυαλό του από την ενοχλητική απαίτηση να ικανοποιεί τις βασικές του ανάγκες μέσω της εργασίας» είχε πει ο Τσε Γκεβάρα.
Ωστόσο, καθώς τα ιδιωτικά μαγαζιά ξεπροβάλλουν το ένα πίσω από το άλλο σε ολόκληρο το νησί της Καραϊβικής και τα καταστήματα που παρέχουν σιτηρέσια με κρατική επιδότηση αδειάζουν από προϊόντα, πολλοί ηλικιωμένοι σοκάρονται με το πόσο γρήγορα εγκαταλείφθηκαν από την επανάσταση –στην οποία είχαν αφιερωθεί– ακριβώς πάνω στην πιο ευάλωτη περίοδο της ζωής τους.
«Ζήσαμε με ένα όνειρο, με αφοσίωση», λέει η Ορτέγκα, «και μετά όλα αυτά τέλειωσαν».
Οι ηλικιωμένοι είναι ένα αναδυόμενο τμήμα της κουβανικής κοινωνίας. Ο θρίαμβος της επανάστασης του 1959 αύξησε το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού τη δεκαετία του 1970 στα επίπεδα των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Σήμερα, οι Κουβανοί άνω των 60 ετών αποτελούν το 22,6% του πληθυσμού. Πάνω από 220.000 άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, κυρίως γυναίκες, ζουν μόνοι.
Αυτές οι τάσεις έχουν υπερτροφοδοτηθεί από την πρόσφατη φυγή των νέων ανθρώπων. Καθώς η οικονομία συρρικνώνεται, οι Κουβανοί έχουν ενταχθεί στα καραβάνια από τη Λατινική Αμερική που ταξιδεύουν προς τα σύνορα των ΗΠΑ, ή έχουν βρει τρόπους να μετακομίσουν στην Ευρώπη. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά όλοι συμφωνούν ότι ο πληθυσμός του νησιού έχει πέσει πολύ κάτω από τα 11 εκατομμύρια που είχαν καταγραφεί στην απογραφή του 2012. Μια έκθεση ανεξάρτητης δημογραφικής εταιρείας, την περασμένη εβδομάδα, υπολογίζει τον σημερινό πληθυσμό του νησιού στα 8,62 εκατομμύρια.
«Ενα από τα πιο τρομερά πράγματα για τους φίλους μου είναι ότι τα παιδιά τους βρίσκονται εκτός Κούβας» λέει στον Guardian ο 81χρονος Κάρλος Αλζουγκαρέι, πρώην πρέσβης. «Και τώρα εξαρτώνται οικονομικά από τα παιδιά τους, μετά από τόσες θυσίες που έκαναν».
Ο Αλζουγκαρέι, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι τόσο σοκαρισμένος από την κατάσταση που λέει πως «αν αύριο μαζεύονταν κάποιοι συνταξιούχοι και έλεγαν “ας κάνουμε μια διαδήλωση μπροστά στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης”, θα πήγαινα κι εγώ».
Αυτή είναι μια πρωτοφανής δήλωση σε μια χώρα όπου οι διαδηλώσεις είναι σπάνιες και σχεδόν ποτέ δεν γίνονται ανεκτές. «Εχω κάνει δύο επαγγέλματα στη ζωή μου», λέει ο Αλζουγκαρέι, «και τα δύο στην υπηρεσία της Κουβανικής Επανάστασης. Το ένα ήταν μια θητεία 35 ετών στο υπουργείο Εξωτερικών. Το άλλο ήταν τα 15 μου χρόνια ως καθηγητής πανεπιστημίου. Και παίρνω σύνταξη 2.330 πέσος (6,50 δολάρια) τον μήνα».
Αυτό που εκπλήσσει τον Αλζουγκαρέι είναι ότι η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται σε όσα συμβαίνουν. «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τους ενδιαφέρει αυτό το πρόβλημα», λέει, «ή ότι πρόκειται να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Κάνουν το ίδιο που κάνουν με κάθε πρόβλημα: το αγνοούν».
Τα αίτια της κατάρρευσης της κουβανικής οικονομίας μπορούν να εντοπιστούν στο επί έξι δεκαετίες εμπάργκο των Ηνωμένων Πολιτειών, στον ετοιμοθάνατο κεντρικό σχεδιασμό του κομμουνιστικού κράτους και στην αποτυχία ανάκαμψης από την πανδημία. Κάποια στιγμή φάνηκε ότι η κυβέρνηση δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να εισάγει τρόφιμα, και έτσι, το 2021 εγκρίθηκε η λειτουργία μικρών και μεσαίων ιδιωτικών επιχειρήσεων (mipymes), συμπεριλαμβανομένων εμπορικών καταστημάτων.
Αυτά τα καταστήματα έχουν αποδειχτεί ευεργετικά για τους Κουβανούς που λαμβάνουν χρήματα από συγγενείς στο εξωτερικό, αλλά όχι για τους υπόλοιπους: Οταν ακόμη και η μηνιαία σύνταξη πρέσβη δεν καλύπτει το κόστος μιας καρτέλας με αυγά (2.500 πέσος), είναι συνηθισμένο να βλέπεις ηλικιωμένους να κοιτάζουν με λαχτάρα βασικά είδη, όπως μαγειρικό λάδι, τα οποία αδυνατούν να αγοράσουν.
Η κυβέρνηση στηλίτευσε την «κερδοσκοπία» των mipymes και την περασμένη εβδομάδα επιχείρησε να περιορίσει τις τιμές σε βασικά προϊόντα, όπως το κοτόπουλο και το μαγειρικό λάδι. Αλλά ακόμη και με το πλαφόν τιμών, αυτά τα τρόφιμα, αν συνεχίσουν να τα πουλούν τα ιδιωτικά καταστήματα θα είναι απρόσιτα για τους συνταξιούχους (το μαγειρικό λάδι έχει ανώτατο όριο τιμής 950 πέσος ανά λίτρο).
Ο δρ Αλμπέρτο Φερνάντες Σέκο είναι επικεφαλής του τμήματος ηλικιωμένων, κοινωνικής φροντίδας και ψυχικής υγείας στο υπουργείο Δημόσιας Υγείας της χώρας. Υποστήριξε, μιλώντας στον Guardian, ότι η Κούβα, με «το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, την ισορροπημένη διατροφή, τον αθλητισμό και την πρόσβαση στον πολιτισμό», παραμένει σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει «το παγκόσμιο πρόβλημα» της γήρανσης σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Ο ίδιος μίλησε για τις ιστορικές προσπάθειες που έχει κάνει η Κούβα για τη φροντίδα των ηλικιωμένων της: υπάρχουν 304 Casas de Abuelos (κέντρα φιλοξενίας) όπου οι ηλικιωμένοι μπορούν να συναντιούνται, να λαμβάνουν γεύματα και ιατρικές συμβουλές, καθώς και 158 γηροκομεία που προσφέρουν κρεβάτια για απόρους. Απέρριψε τις αναφορές ότι πλέον λιγότεροι ηλικιωμένοι επισκέπτονται τα Casas de Abuelos, καθώς οι τιμές έχουν αυξηθεί, και πως τα κρεβάτια στα γηροκομεία εξαφανίζονται, υποστηρίζοντας ότι ισχύει το αντίθετο.
«Αρχίζουμε να αναπτύσσουμε πολιτικές για να μοιραστούμε αυτήν την ευθύνη με τον ιδιωτικό τομέα» είπε. Πρόκειται για ιδιωτικές εταιρείες που μόλις πριν από λίγα χρόνια η ύπαρξή τους θα ήταν αδιανόητη. Η TaTamania, για παράδειγμα, προσφέρει «εξατομικευμένη φροντίδα» για ηλικιωμένους και χρησιμοποιεί «επαγγελματίες του τομέα της υγείας» από έξι γραφεία σε όλη την Κούβα, με κόστος που ξεκινά από περίπου 150 δολάρια τον μήνα, αλλά αυξάνεται ανάλογα με τις ανάγκες.
Τα χρήματα προέρχονται κυρίως από συγγενείς στο εξωτερικό. Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι να επιτρέψει σε αυτές τις εταιρείες να επεκταθούν πέρα από την κατ’ οίκον φροντίδα, σε οίκους φροντίδας, με το ένα δέκατο των εσόδων να δαπανάται για τις ανάγκες εκείνων που δεν έχουν συγγενείς. «Το να μοιράζεσαι την ευθύνη με τον ιδιωτικό τομέα δεν έρχεται σε αντίθεση με τα επιτεύγματα της επανάστασης» σημειώνει ο Φερνάντες Σέκο.
Η Ελέιν Ακόστα, κοινωνιολόγος, καθηγήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και ιδρύτρια του οργανισμού Cuido 60, που μελετά τις συνθήκες ζωής των ηλικιωμένων στην Κούβα, λέει στον Guardian ότι οι οικογένειες ομογενών γνωρίζουν ότι το 10% των αμοιβών τους αναδιανέμεται, αλλά τα χρήματα που παράγονται είναι πολύ λίγα για να λυθεί το πρόβλημα. «Ενα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, δεν μπορούν να λάβουν χρήματα από ιδρύματα ή ιδιώτες από το εξωτερικό» λέει.
Ο Φερνάντες Σέκο λέει ότι η κυβέρνηση εν τω μεταξύ διευρύνει τα δικαιώματα των ηλικιωμένων, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της μη συνταξιοδότησης. «Αν έχετε τη σωστή ψυχική και σωματική ικανότητα», εξηγεί, «μπορείτε να συνεχίσετε να εργάζεστε, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τη σύνταξη και τον μισθό σας».
Μπορεί να μην είναι αυτό που τους υποσχέθηκε η επανάσταση, αλλά προσθέτει ότι οι Κουβανοί πρέπει να θυμούνται πόσο τυχεροί είναι σε σύγκριση με ανθρώπους από χώρες με προβλήματα κλοπής οργάνων, εμπορίας ανθρώπων και ναρκωτικών… «Μερικές φορές μας λείπει η ικανότητα να εκτιμήσουμε αυτό που έχουμε» σχολιάζει.
Σπρώχνοντας ένα καροτσάκι στην οδό Σαν Λαζάρο, ο Ελβιο Αγκραμόντε ντε λος Ρέγιες περπατάει λίγο σκυφτός αλλά με υπερηφάνεια. Το καροτσάκι περιέχει ένα καλάθι με μάνγκο και κόλιανδρο: τα πουλάει σε περαστικούς.
«Η κυβέρνηση μού δίνει 1.100 πέσος» λέει ο 85χρονος. «Ζω με αυτά και με όσα βγάζω στους δρόμους. Εχω ένα πλεονέκτημα. Δεν καπνίζω, δεν πίνω καφέ ή ρούμι. Επινα πολύ ρούμι, αλλά έπαθα μια από αυτές τις εγκεφαλικές ισχαιμίες και μου είπαν να το κόψω».
Οπως και η Μάρθα Ορτέγκα, η μόνη οικογένεια που έχει είναι μια κόρη με ειδικές ανάγκες. «Εχει μια ψυχική ασθένεια από τη γέννησή της. Δεν εργάζεται και της δίνουν σύνταξη 2.000 πέσος».
Ως νέος άκουσε το κάλεσμα του Τσε Γκεβάρα: «Εθελοντική εργασία· την επινόησε ο Τσε. Συμμετείχα σε όλα. Φύτευα, καθάριζα και έκοβα ζαχαροκάλαμα. Κατά κάποιο τρόπο άξιζε τον κόπο. Εχτισαν πολλά σχολεία, έχτισαν νοσοκομεία με δωρεάν ιατρική περίθαλψη, αλλά τώρα όλα πηγαίνουν προς τα πίσω. Σήμερα αυτοί που είναι ηλικιωμένοι και δεν έχουν οικογένεια πεθαίνουν από την πείνα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News