Η εποχή που κάποιοι ρίσκαραν τη ζωή τους σε επικίνδυνα μονοπάτια στα Βραχώδη Ορη, αναζητώντας χρυσοφόρες φλέβες, ανήκει σίγουρα στο παρελθόν. Οχι όμως και ο πυρετός του χρυσού, ο οποίος εξακολουθεί να καταλαμβάνει ανά περιόδους την ανθρωπότητα.
«Καθώς ο πόλεμος, η ιδεολογία και ο προστατευτισμός χωρίζουν τον κόσμο σε διαφορετικά μπλοκ, ιδιαίτερα οι αναπτυσσόμενες χώρες συσσωρεύουν ράβδους χρυσού, καθώς προετοιμάζονται για την ημέρα που ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα κυριαρχούμενο από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα καταρρεύσει και ένα νέο ενδεχομένως να το αντικαταστήσει», γράφουν οι Κάρλο Μπόφα και Μπεν Μάνστερ του Politico σε άρθρο τους.
Αυτή η στροφή προς τον χρυσό άρχισε να καταγράφεται πριν από μία δεκαετία, ωστόσο πέρυσι επιταχύνθηκε δραστικά από άλλους βραχυπρόθεσμους παράγοντες, ιδιαίτερα από την πτωτική τάση των παγκόσμιων επιτοκίων. Σε αυτό το πλαίσιο η τιμή του χρυσού κατέληξε να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά από το άλλο, ξεπερνώντας την προηγούμενη εβδομάδα για πρώτη φορά τα 2.800 δολάρια η ουγγιά. Κατά τη διάρκεια του 2024 η τιμή του χρυσού αυξήθηκε συνολικά κατά 35%, ενώ σύμφωνα με την Λίνα Τόμας της Goldman Sachs κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσει τα 3.000 δολάρια έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Πρωταγωνιστές αυτής της νέας κούρσας του χρυσού είναι κεντρικές τράπεζες, κυρίως χωρών στις οποίες έχουν επιβληθεί –ή θα μπορούσαν να επιβληθούν στο μέλλον– κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Η Κίνα, για παράδειγμα, από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, αύξησε τα αποθέματά της κατά 316 τόνους, ενώ μεγάλες ποσότητες χρυσού αγόρασαν επίσης η Ρωσία και η Ινδία καθώς και οι κεντρικές τράπεζες χωρών στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία.
Πιο πρόσφατα, λόγω των ολοένα περισσότερων γεωπολιτικών κινδύνων, κορυφαίοι αγοραστές χρυσού κατέστησαν η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η Βαρσοβία ήθελε εδώ και καιρό να αυξήσει τα αποθέματά της σε χρυσό (τόσο ώστε να αντιστοιχούν στο 20% των συνολικών αποθεμάτων της) ενώ η Βουδαπέστη τον περασμένο Σεπτέμβριο άρχισε να αγοράζει εκ νέου χρυσό έπειτα από μία τριετία, με την κεντρική Τράπεζα της Ουγγαρίας να εξηγεί ότι «εν μέσω της αυξανόμενης αβεβαιότητας, ο ρόλος του χρυσού ως ασφαλούς επενδυτικού καταφυγίου είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς ενισχύει την εμπιστοσύνη στη χώρα και υποστηρίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Αλλοι, όμως, περιέγραψαν την κατάσταση πολύ πιο ωμά. «Είναι σημάδι επικείμενων πολέμων», υποστήριξε στο Politico ένας ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης, διατηρώντας την ανωνυμία του. Αλλά η στροφή στον χρυσό δεν εδράζεται μόνον στο φόβο του πολέμου και των κυρώσεων αλλά και στη χαμένη αξιοπιστία των κρατών που οικοδόμησαν τη μεταπολεμική παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη ταλανίζονται από ολοένα αυξανόμενα χρέη τα οποία μακροπρόθεσμα φαίνονται μη βιώσιμα, όπως επισημάνθηκε κατά την ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Με το χρέος των ΗΠΑ να αντιστοιχεί σήμερα στο 124% του ΑΕΠ και να συνεχίζει να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς, δεδομένου ότι πολλές κεντρικές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων τους σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ενδέχεται να ανησυχούν ολοένα περισσότερο για την έκθεσή τους σε δημοσιονομικούς κινδύνους στις ΗΠΑ, όπως εξήγησε η Λίνα Τόμας της Goldman Sachs. Το δολάριο εξακολουθεί να αντιστοιχεί περίπου στο 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, γεγονός που το καθιστά απολύτως απαραίτητο για κάθε είδους διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές, ωστόσο το αντίστοιχο ποσοστό κυμαινόταν γύρω στο 65% πριν από μόλις μία δεκαετία.
Οπως εξηγούν οι δημοσιογράφοι του Politico, η ουδετερότητα και η αμεταβλητότητα του χρυσού τον καθιστούν ιδανικό για ένα παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ακόμη χτίζεται και οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να το θέσουν υπό τον έλεγχό τους ούτε να το χειραγωγήσουν.
Ομως οι κύριοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Δύση άρχισαν να αντιλαμβάνονται καθυστερημένα τον κίνδυνο. Μιλώντας στην Ουάσινγκτον στην ετήσια συνεδρίαση του ΔΝΤ τον περασμένο Οκτώβριο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι «η Κίνα αγοράζει χρυσό όσο ποτέ άλλοτε», κάνοντας λόγο επίσης για προσπάθειες προώθησης άλλων νομισμάτων σε βάρος του δολαρίου. «Ο ρόλος ενός νομίσματος δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται δεδομένος», προειδοποίησε. Αλλά την προηγούμενη εβδομάδα, μιλώντας στη Le Monde, η 69χρονη Κριστίν Λαγκάρντ ακούστηκε πολύ πιο καθησυχαστική, υποστηρίζοντας ότι το δολάριο δεν πρόκειται να χάσει τα πρωτεία, τουλάχιστον έως ότου εγκαταλείψει εκείνη τα εγκόσμια.
Οπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του Politico, αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε όσα διαπιστώθηκαν τον προηγούμενο μήνα από τη σύνοδο κορυφής των αποκαλούμενων BRICS+: ενώ οι συνεδριάσεις τους συχνά χαρακτηρίζονται από έντονη ρητορική κατά του δολαρίου, στην τελευταία σύνοδο επισημάνθηκαν μεν τα οικονομικά δεινά που προκαλούνται από τις αμερικανικές κυρώσεις αλλά η προσοχή ήταν εστιασμένη κυρίως στην ανάγκη –σύμφωνα πάντα με τα μέλη της ομάδας– μεταρρύθμισης υπαρχόντων θεσμών όπως το ΔΝΤ.
«Παρότι αυτές είναι ξεχωριστές προσπάθειες» –είπε στο Politico ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, πρώην διευθύνων σύμβουλος του κολοσσού των επενδύσεων σε ομόλογα Pimco– θα μπορούσαν από κοινού «να διαβρώσουν σταδιακά την απόλυτη κυριαρχία του δολαρίου και τα συστήματα πληρωμών που βασίζονται στο δολάριο».
Για να συμβεί, ωστόσο, κάτι τέτοιο, θα απαιτούνταν πολύς καιρός: ενώ οι κεντρικές τράπεζες των προηγμένων οικονομιών διατηρούν έως και 70% των αποθεμάτων τους σε χρυσό, οι κεντρικές τράπεζες των BRICS σε χρυσό κατά κανόνα διατηρούν περίπου το 10%, με το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου 90% να αντιστοιχεί σε δολάρια (το οποίο σημαίνει πως θα συνεχίσουν να αγοράζουν χρυσό μακροπρόθεσμα).
Οπως και στο παρελθόν, ο τρέχων πυρετός του χρυσού υποδηλώνει αυξημένη επιθυμία για σιγουριά εν μέσω γενικευμένης αβεβαιότητας και περιορισμένης εμπιστοσύνης στους θεσμούς. «Σε περιόδους κρίσης οι άνθρωποι στρέφονται μαζικά στον χρυσό», δήλωσε ο Κρίσαν Γκοπάουλ, ανώτερος αναλυτής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού. «Είναι ένα παγκόσμιο περιουσιακό στοιχείο που οι άνθρωποι εκτιμούν και ξέρουν ότι γίνεται αποδεκτό από τους άλλους». Και αυτή η αξία αυξάνεται παράλληλα με τις αμφιβολίες για την αξία άλλων περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και του ακόμα παντοδύναμου δολαρίου.
«Ο χρυσός είναι σύμβολο σιγουριάς εδώ και 3.000 χρόνια», σχολίασε ο Σαλβατόρε Ρόσι, ιστορικός και πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας. «Οι ράβδοι χρυσού για τις κεντρικές τράπεζες είναι ό,τι το παλιό χρυσό ρολόι του παππού για μια οικογένεια: είναι ο τελευταίος πόρος, αυτός που δεν θα πουλούσες, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι τον κατέχεις», πρόσθεσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News