1025
«Αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στον Κλιντ ήταν ο νωθρός τρόπος των κινήσεών του» είχε πει ο Σέρτζιο Λεόνε (αριστερά) για τον Κλιντ Ιστγουντ (δεξιά) | Leonardo Cendamo/Getty Images / Ideal images / CreativeProtagon

Σέρτζιο Λεόνε: «Ο Κλιντ Ιστγουντ μού θύμιζε γάτα»

Protagon Team Protagon Team 10 Σεπτεμβρίου 2024, 19:55
«Αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στον Κλιντ ήταν ο νωθρός τρόπος των κινήσεών του» είχε πει ο Σέρτζιο Λεόνε (αριστερά) για τον Κλιντ Ιστγουντ (δεξιά)
|Leonardo Cendamo/Getty Images / Ideal images / CreativeProtagon

Σέρτζιο Λεόνε: «Ο Κλιντ Ιστγουντ μού θύμιζε γάτα»

Protagon Team Protagon Team 10 Σεπτεμβρίου 2024, 19:55

Η ταινία του 1964 «Για Μια Χούφτα δολάρια» καθιέρωσε τον Κλιντ Ιστγουντ στον ρόλο του σκεπτικού πιστολέρο των σπαγγέτι γουέστερν και άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου. Σε συνέντευξή του στο BBC το 1977, ο σταρ εμφανίστηκε πολύ διαφορετικός από τους χαρακτήρες που ερμήνευε: ευγενικός, γοητευτικός και φιλόξενος.

Αρχικά, όπως θυμήθηκε, δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ευρωπαϊκή ταινία χαμηλού προϋπολογισμού που τον καθιέρωσε, παρότι εκείνη την εποχή πρωταγωνιστούσε στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά γουέστερν «Rawhide». «Μου άρεσε ως σενάριο, αλλά φοβόμουν ότι μια ευρωπαϊκή προσέγγιση ίσως χαλούσε την αμερικανική συνταγή των γουέστερν» είπε στο BBC.

Μπορεί πολλοί να θεωρούσαν ιδανική την επιλογή του Ιστγουντ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία, αλλά ο σκηνοθέτης της, Σέρτζιο Λεόνε, ήθελε πολύ να προσλάβει τον Τζέιμς Κόμπερν, πρωταγωνιστή της ταινίας «Η Μεγάλη Απόδραση» και του γουέστερν «Και οι Επτά Ηταν Υπέροχοι». «Πραγματικά ήθελα πολύ τον Τζέιμς, αλλά το κασέ του ήταν πολύ υψηλό» είπε ο ιταλός σκηνοθέτης στο BBC – οπότε αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τον Ιστγουντ.

«Δεν μπορούσα να δω ανάπτυξη στον χαρακτήρα του στο “Rawhide” – μόνο μια φιγούρα» εξηγούσε στο BBC ο Λεόνε. «Αλλά αυτό που πραγματικά με εντυπωσίασε στον Κλιντ ήταν ο νωθρός τρόπος των κινήσεών του – μου θύμιζε πολύ τις κινήσεις της γάτας».

Οι επικές υπερπαραγωγές που κυριαρχούσαν κατά τη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ είχαν αρχίσει να χάνουν τη δημοτικότητά τους τη δεκαετία του 1960. Ο Λεόνε, που τότε ήταν γνωστός ως σκηνοθέτης ιταλικών ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού, αποφάσισε να ασχοληθεί με το αμερικανικό γουέστερν. Ομως το αποτέλεσμα, το «Για Μια Χούφτα Δολάρια», δεν θύμιζε σε τίποτα την αμερικανική παράδοση του είδους.

Ο Κλιντ Ιστγουντ στο πιο χαρακτηριστικό πλάνο του σπαγγέτι γουέστερν που τον καθιέρωσε | Silver Screen Collection/Getty Images

Βασισμένη στην κλασική ταινία «Γιοζίμπο» του Ακίρα Κουροσάβα, με θέμα τους ιάπωνες σαμουράι, η ταινία επικεντρωνόταν στον ηθικά «γκρίζο» χαρακτήρα του Τζο, που ερμήνευσε ο Ιστγουντ –και αργότερα μορφοποιήθηκε στον περιβόητο «άνθρωπο χωρίς όνομα»– ο οποίος υποκινεί έναν πόλεμο συμμοριών στη μεξικανική πόλη Σαν Μιγκέλ για να βγάλει χρήματα.

Η ταινία συγκέντρωσε το καστ και το συνεργείο της από όλα τα μήκη και πλάτη των ΗΠΑ, καθώς και από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική δήλωση του σταρ, η ταινία ήταν «μια ιταλο-γερμανο-ισπανική συμπαραγωγή ενός ριμέικ μιας ιαπωνικής ταινίας, γυρισμένο στις πεδιάδες της Ισπανίας».

«Οι μόνες λέξεις που γνώριζα στα ιταλικά ήταν “arrivederci” και “buongiorno” – και ο Λεόνε  ήξερε το “αντίο” και το “γεια” στα αγγλικά, και αυτό ήταν όλο» είπε ο Ιστγουντ στο BBC. «Μετά έμαθε λίγα αγγλικά και εγώ λίγα ιταλικά –και, ενδιάμεσα, λίγα ισπανικά– και κάπως έτσι πορευθήκαμε».

Οι ηθοποιοί έλεγαν τις ατάκες τους στη μητρική τους γλώσσα, οι οποίες στη συνέχεια μεταγλωττίζονταν στα ιταλικά και στα αγγλικά, για τις αντίστοιχες προβολές της ταινίας. Στο σενάριο κυριαρχούσε μια «ιταλική αντίληψη του τι ήταν η δυτική αργκό», σύμφωνα με τον σταρ. Οι ιταλοί κριτικοί «έθαψαν» την ταινία όταν έκανε πρεμιέρα στη χώρα, στις 12 Σεπτεμβρίου 1964. Ακολούθησαν και άλλες αρνητικές κριτικές σε πολλές χώρες.

«Ο υπολογιστικός σαδισμός της ταινίας θα ήταν προσβλητικός, αν δεν υπήρχε το εξισορροπητικό γέλιο που προκαλεί η γελοιότητα της όλης κινηματογραφικής άσκησης» έγραψε ο βρετανός κριτικός Φίλιπ Φρεντς στην εφημερίδα Observer. Οταν η ταινία έκανε πρεμιέρα στις ΗΠΑ το 1967, οι κριτικές υπήρξαν εξίσου καταδικαστικές.

«Σχεδόν κάθε κλισέ των γουέστερν βρίσκεται σε αυτή την εξωφρενικά συνθετική αλλά συναρπαστικά νοσηρή, βίαιη ταινία» έγραψε ο Μπόσλεϊ Κρόουθερ στους New York Times. Η πρεμιέρα της ταινίας στις ΗΠΑ καθυστέρησε για μερικά χρόνια, καθώς οι αμερικανοί διανομείς φοβούνταν μήνυση από τον Κουροσάβα – ο οποίος είχε ήδη μηνύσει τον Λεόνε για αντιγραφή του σεναρίου του «Γιοζίμπο».

Η κυκλοφορία του πρώτου γουέστερν του Λεόνε πυροδότησε την άνοδο του «Western all’Italiana» – ενός υποείδους ταινιών που παράγονταν στην Ιταλία, και στην καθομιλουμένη έγιναν γνωστά ως  «σπαγγέτι γουέστερν». Η λέξη «σπαγγέτι» χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά από τους κριτικούς – αντίστοιχο και άλλων παρόμοιων χαρακτηρισμών, όπως «γουέστερν παέγια» για τις ισπανικές παραγωγές και «γουέστερν ράμεν» για τις ιαπωνικές.

Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς ομολόγους τους, τα σπαγγέτι γουέστερν επικεντρώνονταν στους αντι-ήρωες και ευδοκιμούσαν στην ηθική τους ασάφεια. Ο «Τζο» του Ιστγουντ υποκινεί μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντίπαλων συμμοριών λαθρεμπόρων, με σκοπό να κλέψει τον χρυσό τους. Μόνον όταν την πληρώνουν αθώοι άνθρωποι παρεμβαίνει για να εξουδετερώσει τις συμμορίες.

Παράλληλα, το είδος περιείχε πολλές σκηνές άσκοπης βίας, συχνά εναντίον γυναικών και παιδιών. Την ώρα που τα παραδοσιακά γουέστερν εξιδανίκευαν την Αγρια Δύση και τον αμερικανικό επεκτατισμό προς Δυσμάς, τα αντίστοιχα «σπαγγέτι» παρωδούσαν και ανέτρεπαν αυτή την οπτική. Αναδεικνύοντας τη βία του επεκτατισμού, αυτές οι ταινίες ήταν χαρακτηριστικές του αντιπολεμικού κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Λόγω των γλωσσικών περιορισμών κατά τη διάρκεια της παραγωγής, οι διάλογοι της ταινίας έγιναν απλούστεροι και λιγότερο συχνοί – οδηγώντας στην εμφάνιση του ξεχωριστού σκηνοθετικού στυλ του Λεόνε. Τα στατικά ευρυγώνια πλάνα, σε συνδυασμό με τις εμβληματικές ηχητικές πινελιές με τα σφυρίγματα του Ενιο Μορικόνε, αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν των σπαγγέτι γουέστερν.

«Οι ταινίες μου είναι βασικά βωβές» έλεγε τότε στο BBC. «Ο διάλογος προσθέτει λίγο βάρος». Το στυλ του έχει επηρεάσει τις δουλειές του Κουέντιν Ταραντίνο και του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, οι οποίοι συγκαταλέγονται στους κινηματογραφιστές που αναφέρουν τον Λεόνε ως επιρροή.

Το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» μετέτρεψε τον Ιστγουντ από τηλεοπτικό ηθοποιό σε γίγαντα της οθόνης. Ακολούθως, πρωταγωνίστησε στα σίκουελ «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος», συνθέτοντας την τριλογία των «Δολαρίων», καθώς και σε άλλα γουέστερν. Δεκαετίες αργότερα, ο Ιστγουντ θα αναβίωνε το αμερικανικό γουέστερν προσθέτοντας μικρές δόσεις «σπαγγέτι», με ταινίες στις οποίες ο ίδιος είχε διπλό ρόλο, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή, όπως ο «Σιωπηλός Καβαλάρης» και οι αριστουργηματικοί «Ασυγχώρητοι».

Παρά την αρχική μουδιασμένη αντίδραση των κριτικών, η ταινία γρήγορα κέρδισε τους θεατές και έγινε επιτυχία τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο αμερικανικό μποξ όφις, αποφέροντας 14,5 εκατ. δολάρια (περίπου 13 εκατ. ευρώ) παγκοσμίως. Συνέχισε να αυξάνεται σε δημοτικότητα τη δεκαετία μετά την κυκλοφορία της και απέκτησε πιστούς θαυμαστές στους κόλπους των σινεφίλ.

Μέχρι και σήμερα έχει εμπνεύσει πάσης φύσεως τομείς –από κινούμενα σχέδια μέχρι βιντεοπαιχνίδια–, καθώς και άλλους σκηνοθέτες, ενώ ο Λεόνε τιμήθηκε μετά θάνατον στο 67ο Φεστιβάλ Καννών του 2014 με την προβολή του «Για Μια Χούφτα Δολάρια» τη βραδιά ολοκλήρωσής του. Στις μέρες μας ελάχιστοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την ταινία ως «ψευτο-γουέστερν», ενώ οι περισσότεροι δικαίως τη χαρακτηρίζουν κλασική.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...