Στον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων που συνέγραψε η αμερικανίδα τραγουδίστρια, ηθοποιός και τηλεοπτική περσόνα Σερ με σκοπό να εξιστορήσει την «ιλιγγιώδη ζωή της» σε κάθε ενδιαφερόμενο αναφέρθηκε η Repubblica. Επί τη ευκαιρία, ο αρμόδιος συντάκτης τής τηλεφώνησε στο Λος Αντζελες για να το κουβεντιάσουν: «Εντάξει, πρόσχημα ήταν το βιβλίο. Τα λόγια της έφθασαν στο αυτί μου σαν πλημμυρίδα κομφετί».
Αυτός ο μανιασμένος λεκτικός χαρτοπόλεμος δεν βούλωσε, ωστόσο, το αυτί τού Φιλίπο Μπρουναμόντι. Ο δημοσιογράφος κατέγραψε με επαγγελματική ευσυνειδησία όσα του εμπιστεύτηκε «η ντίβα». Πρώτον, πόσο δύσκολο πράγμα είναι η συγγραφή. «Writing this book was a bitch» ομολόγησε η Σερ σε άπταιστα… καλιφορνέζικα, εννοώντας ότι κόπιασε. «Το να θυμάμαι είναι ένα σπορ που δεν μου αρέσει». Αλίμονο…
Εν αρχή ην η οικογένεια, βεβαίως – τα βραβεία Εμι, Γκράμι, Οσκαρ και ο Χρυσός Φοίνικας ήρθαν πολύ αργότερα. Η γιαγιά της, έγραψε ο Μπρουναμόντι, είχε υπερδυνάμεις. Δεν ήταν ακριβώς Σούπερμαν, ωστόσο «ζούσε σε απομακρυσμένη φάρμα εντός ενός δάσους του Μιζούρι, όπου μάζευε φαρμακευτικά βοτάνια και ρίζες». Μάγισσα; Οχι, απλώς «έβλεπε όνειρα». Σημαδιακά. Και «το 1923 είδε έναν εφιάλτη στον οποίο ο σύζυγός της ανατινάχτηκε και έπεσε στο έδαφος με τη μορφή κομφετί»…
Αν δεν λύσατε ακόμη το αίνιγμα με το τηλεφωνικό κομφετί της εισαγωγής, να σας το εξηγήσει γλαφυρά η Σερ η ίδια: «Ο σύζυγός της, ο Αϊζαακ, ανατίναζε κορμούς δέντρων για λογαριασμό του σιδηροδρόμου. Κάποτε, λίγο προτού δύσει ο Ηλιος, άναψε το φιτίλι πολύ κοντά στο κερί και έσκασε και ο ίδιος». Το θρίλερ με το φρικαλέο δάσος συνεχίστηκε, αλλά σε αστικό περιβάλλον. Η μητέρα της Σερ εργαζόταν ως σερβιτόρα όταν ο πατέρας της, που ήταν ναρκομανής, χαρτόπαιζε.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μας εγκατέλειψε χωρίς χρήματα και ότι δεν επέστρεψε ποτέ» απορεί ακόμη η σταρ, αν και είναι πασίγνωστο ότι από ηρωινομανή δεν παίρνει λεφτά κανείς άλλος εκτός από το «βαποράκι» του – ούτε καν ο νεκροθάφτης. Ομως «η πρώτη καλή ανάμνηση από τη μητέρα μου ήταν σε μια συναυλία του Ελβις Πρίσλεϊ. Είχαμε τρελαθεί με τον τρόπο που κουνούσε τους γοφούς του».
«Ως παιδί βρήκα καταφύγιο στη φαντασία μου. Ενα πρωί είδα και τον Χριστό τον ίδιο ανάμεσα στις πτυχές που σχημάτιζαν οι κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας!» Επίσης, παρενέβη ο δημοσιογράφος, όταν η Σερ ήταν παιδούλα φανταζόταν πως είχε πολλά και όμορφα φουστάνια. «Νόμιζα ότι κάποια από τα ρούχα που μου αγόραζε η μαμά μου ήταν ντροπιαστικά, ειδικά τα μεταχειρισμένα. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κάποτε τα συνολάκια που σχεδίασε για μένα ο σχεδιαστής Μπομπ Μακί θα κατέληγαν στο Rock & Roll Hall of Fame».
Ο Μπρουναμόντι ρώτησε τη Σερ πώς εμπνεύσθηκε το τραγούδι «Sisters of Mercy». Η Σερ απάντησε ότι έζησε καιρό σε ορφανοτροφείο θηλέων υπό την επίβλεψη καλογραιών και ότι δεν πέρασε καλά, ούτε εξάλλου η μητέρα της – εξ ου και ο στίχος στο ρεφρέν «αδελφές του ελέους, κόρες της Κόλασης» τον οποίο καταδίκασε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Η εξομολόγηση της σταρ συνεχίστηκε με τις μεγάλες γνωριμίες της καριέρας της. «Το 1962 είδα έναν άγνωστο με κούρεμα α λα Ιούλιος Καίσαρ. Ηταν ο Σαλβατόρε Φίλιπ Μπόνο. Μου είπε ότι ήταν απόγονος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και ότι ο πατέρας του είχε συντομεύσει το επώνυμό του όταν έφθασε στην Αμερική. Μια μέρα πήρε άδεια από τον παραγωγό Φίλιπ Σπέκτορ για να με πάει στο διάσημο Studio A. Βρήκα τον Τόμι Τεντέσκο και τον Μπίλι Πίτμαν στις κιθάρες και την Κάρολ Κέι, η οποία ήταν τρομερή μπασίστρια. Οταν η Νταρλίν Λαβ δεν εμφανίστηκε, ο Σόνι (Μπόνο) έπεισε τον Φίλιπ να χρησιμοποιήσει τη φωνή μου. Ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε μαζί, πρώτα ως Caesar & Cleo, αργότερα ως Sonny & Cher».
Πώς γνωρίστηκε η Σερ με τους Rolling Stones; «Ο Μικ Τζάγκερ μάς κάλεσε στο Swing Auditorium, στο Σαν Μπερναρντίνο. Φθάσαμε με ένα παλιό σχολικό λεωφορείο και οι θαυμαστές τρελάθηκαν. Η καλιφορνέζικη σκηνή, όμως, δεν ταίριαζε στα κακά αγόρια της Βρετανίας. Ο Μικ και ο Μπράιαν Τζόουνς [ο ιδρυτής των Stones] είδαν δυο αυθεντικούς καλλιτέχνες σε εμένα και στον Σόνι». Στο σημείο αυτό ο Μπρουναμόντι σημείωσε ότι η Σερ μετακόμισε στο διαμέρισμα του 27χρονου Μπόνο όταν ήταν μόλις 16 χρόνων.
Η ίδια, αναφερόμενη σε αυτόν, λέει ότι την πίστευε μεν, αλλά και ότι η ίδια ένιωθε την ανάγκη να ζητά τη γνώμη του. Και σχολίασε με τα ορθοπολιτικά κριτήρια του παρόντος: «Σήμερα τα κορίτσια είναι πιο δυνατά, δεν θα επέτρεπαν σε έναν άνδρα να κάνει το αφεντικό ή, ακόμα χειρότερα, να τις κλέψει. Τηλεφώνησα στη Λούσι Μπολ, της είπα ότι θέλω να φύγω από τον Σόνι και της ζήτησα τη συμβουλή της. Μου είπε ότι το ταλέντο το έχω εγώ».
Το ταλέντο στις σόου μπίζνες φέρνει λεφτά στις ΗΠΑ, όμως η Σερ λέει ότι δεν ήξερε πώς να τα διαχειριστεί – ούτε και έχει μάθει μέχρι σήμερα: «Είχα μια ηλίθια σχέση. Δεν καταλάβαινα, δεν καταλαβαίνω και ποτέ δεν θα καταλάβω τα χρήματα. Τα βλέπω και, ένα δευτερόλεπτο αργότερα, έχουν ήδη πετάξει μακριά μου». Αλλά τι να τα κάνεις τα λεφτά άμα έχεις καλούς φίλους με αισθήματα; Θυμήθηκε τον Τζίμι Χέντριξ, «που έπαιζε κιθάρα με τα δόντια του και φορούσε τρελά δαχτυλίδια», τον Στίβι Γουόντερ, την Τίνα Τέρνερ και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Εκατό εκατομμύρια δίσκοι, μητέρα δύο παιδιών, ένα μιούζικαλ-υπερπαραγωγή («Cher Show») στο Μπρόντγουεϊ. Ποια είναι η Σερ σήμερα; «Ως βιογράφος όχι πολύ οργανωμένη, αφού μου πήρε πέντε χρόνια να τελειώσω το βιβλίο. Ως τραγουδίστρια υπερηφανεύομαι για τραγούδια όπως τα ”Believe” και ”If I Could Turn Back Time”. Ως γυναίκα, όπως γράφω στο βιβλίο μου, έχω… περίεργο εγκέφαλο, που δεν ξέρει τι να περιμένει από τη ζωή».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News