Στο χωριό Χάσντατ της αγροτικής Ρουμανίας τα σπίτια δεν είναι ακριβώς όπως τα φαντάζεται κανείς. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά διαθέτει ένα ζευγάρι χρυσά κεφάλια Versace Medusa και εμβλήματα με στέμματα τύπου Rolex στις ψηλές μεταλλικές πύλες του, που πλαισιώνονται από μαρμάρινες κολόνες και ολοκληρώνονται από ένα τρίο χερουβείμ.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, το γειτονικό σπίτι είναι ακόμα πιο φανταχτερό. Ενα κοπάδι από μεταλλικά ψάρια ξεπερνά την τετραώροφη παγόδα ενός πενταώροφου αρχοντικού, όπου χρυσοβαμμένες κολώνες αστράφτουν εκατέρωθεν των διογκωμένων θυρών από καθρέφτη. Ενα ολοκαίνουργιο γαλάζιο Ford Mustang είναι παρκαρισμένο σε έναν προαύλιο χώρο, δίπλα σε μια πεταμένη συσκευασία τηλεόρασης ευρείας οθόνης.
Αυτά είναι τα ανάκτορα των βασιλιάδων των Ρομά, όπως τα καταγράφει ρεπορτάζ του Guardian – πληθωρικά μνημεία πλούτου, υπερηφάνειας και κύρους, και προκλητικές εκφράσεις πολιτιστικής ταυτότητας σε μια χώρα που έχει γυρίσει την πλάτη της στην κοινότητα των αθίγγανων εδώ και πολύ καιρό.
Σε όλη τη Ρουμανία, παρόμοια επιδεικτικά αρχοντικά ξεφυτρώνουν στα πιο απίθανα μέρη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ανταγωνίζονται για την προσοχή των επισκεπτών με όλο και πιο περίτεχνες στέγες, ψηλότερους πυργίσκους, μεγαλύτερες βεράντες και πιο λαμπερά φωτιστικά. Διαθέτουν πληθωρικούς συνδυασμούς αρχιτεκτονικών μοτίβων, δείγματα από τις οθωμανικές, βυζαντινές και νεοκλασικές παραδόσεις, με μια πινελιά από τη μαξιμαλιστική χλιδή του Λας Βέγκας.
Στην πλειονότητά τους οι Ρουμάνοι δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτά τα «παλάτια της κακογουστιάς», όπως τα χαρακτηρίζουν. Τα θεωρούν κιτς και τα αντιμετωπίζουν με την ίδια ρατσιστική συμπεριφορά που δείχνουν απέναντι στους Ρομά εδώ και πολλές γενεές. Σύμφωνα με τον Guardian, αυτό το στιλ της άναρχης αρχιτεκτονικής είναι στενά συνδεδεμένο με την επιθυμία των Ρομά να γίνουν κοινωνικά ορατοί και να ανακτήσουν την αυτοεκτίμησή τους.
Περιφερόμενοι στο χωριό, οι επισκέπτες μπορούν να δουν φρενήρεις προσόψεις με συμμετρικά πλακάκια που απηχούν τα μοτίβα των υφασμάτων Ρομά και εκθαμβωτικούς εσωτερικούς χώρους με καρό ταπετσαρίες που θυμίζουν σκηνές από την ταινία του Τιμ Μπάρτον «Ο Σκαθαροζούμης». Ενα αρχοντικό διαθέτει έναν γιγάντιο χρυσό τρούλο που έχει σχεδιαστεί χαλαρά πάνω στα πρότυπα του Καπιτωλίου των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί πολλές οικονομικά επιτυχημένες οικογένειες Ρομά θέλουν τόσο πολύ να επιδείξουν τα νέα πλούτη τους. Με καταγωγή από τη βόρεια Ινδία, αυτή η νομαδική εθνοτική ομάδα έφτασε στη Ρουμανία τον 14ο αιώνα και υποδουλώθηκε αμέσως από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους γαιοκτήμονες ευγενείς, σε ένα σύστημα βίαιης εκμετάλλευσης που συνεχίστηκε για μισό αιώνα.
Οταν τελικά η δουλεία καταργήθηκε, το 1856, οι 250.000 σκλάβοι Ρομά –περίπου το 7% του ρουμανικού πληθυσμού εκείνης της εποχής– δεν έλαβαν αποζημιώσεις, σε αντίθεση με τους «αφέντες» τους. Μέσα στον επόμενο αιώνα η φυλή τους δολοφονήθηκε συστηματικά από τους Ναζί, ενώ η μεταπολεμική κομμουνιστική κυβέρνηση της Ρουμανίας επέβαλε τη μόνιμη εγκατάσταση τους, απαγόρευσε το παραδοσιακό τους εμπόριο και διέλυσε τις οικογένειές τους σε όλη τη χώρα.
Μετά την πτώση του καθεστώτος του δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου, το 1989 –ο οποίος είχε επίσης μια αδυναμία στα φανταχτερά παλάτια– οι Ρομά άρχισαν να απολαμβάνουν μια πρωτόγνωρη για εκείνους ελευθερία. Κάποιοι έγιναν πλούσιοι εν μία νυκτί μέσω της επιστροφής του χρυσού τους, που είχε κατασχεθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Αλλοι έγιναν εύποροι από το εμπόριο παλιοσίδερων ή βρήκαν δουλειά στο εξωτερικό ή ευημερούσαν από τις γκρίζες ζώνες της αναδυόμενης οικονομίας της αγοράς στη βαλκανική χώρα. Τα «ανάκτορα» είναι κυριολεκτικές αναπαραστάσεις της αύξησης του πλούτου διαφόρων οικογενειών – τρόπαια του θριάμβου τους ενάντια στις πιθανότητες και φανταχτερή επίπληξη μιας κοινωνίας που τους κατέστειλε για τόσους αιώνες.
Οι ταραχώδεις ιστορίες τους γίνονται συχνά σημεία αναφοράς στην ίδια την αρχιτεκτονική. Σε πολλά από αυτά τα σπίτια υπάρχουν γλυπτά και αναπαραστάσεις νίκης, ενώ τα περισσότερα διαθέτουν στο εξωτερικό τους αετώματα με τα ονόματα των ιδιοκτητών τους. Ο ρεπόρτερ του Guardian διαβαίνει τους δρόμους του Χάσντατ και σημειώνει τα πιο εκκεντρικά παλάτια.
Βλέπει ένα κρεμώδες αρχοντικό, του οποίου η τριώροφη οροφή με κόκκινα πλακάκια στέφεται από μια μεταλλική πινακίδα που γράφει «Vila British» (Βίλα Βρετανική). Είναι το σπίτι του Πουιού Ενγκλέζου, ο οποίος έκανε την περιουσία του στο Κρόιντον του νοτίου Λονδίνου, σύμφωνα με τον γείτονά του. Είναι γνωστός για τα χρυσά αξεσουάρ του –όπως μια γραβάτα από χρυσούς κρίκους– και τα γιγάντια δίδυμα παλάτια που έκτισε για τους δύο γιους του.
Οι εσωτερικοί χώροι τους μοιάζουν με εικόνα από το λονδρέζικο πολυκατάστημα Χάροντς, με τεράστιες κουρτίνες, κεραμικούς πολυελαίους και επιχρυσωμένους θρόνους, πλαισιωμένους από χρυσά αγάλματα τίγρεων. Πολυτελή αυτοκίνητα με βρετανικές πινακίδες κυκλοφορούν στο προαύλιο το καλοκαίρι.
Αυτά τα παλάτια δεν είναι συμβατικά σπίτια, αλλά υπερμεγέθη αντικείμενα που έχουν τελετουργικό ρόλο. Αντιπροσωπεύουν τον βασικό θεσμό της φυλής, ένα μέρος όπου φιλοξενούνται ειδικές εκδηλώσεις, όπως γάμοι, κηδείες και οικογενειακά πάρτι. Οι ιδιοκτήτες τους συνήθως δεν μένουν σε αυτά, καθώς, παρά το τεράστιο μέγεθός τους, σπανίως διαθέτουν κουζίνες ή μπάνια – οι οικογένειές τους ζουν σε μικρότερα κτίρια, στην πίσω πλευρά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News