Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο πιο συναρπαστικός ήρωας της σαπουνόπερας
Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο πιο συναρπαστικός ήρωας της σαπουνόπερας
Σήμερα τις λέμε «μίνι σειρές», αλλά δεν αποτελούν εφεύρεση του 21ου αιώνα. Ξεχώρισαν στον 20ό αιώνα, κατά προτίμηση με τον όρο «outstanding limited series», σε αντίθεση με τις σαπουνόπερες (τηλεοπτικές παραγωγές που ονομάστηκαν έτσι ειρωνικά από τους κριτικούς, επειδή συνήθως χρηματοδότες τους ήταν εταιρείες απορρυπαντικών) και τα σίριαλ της εποχής των πολλών σεζόν και των αναρίθμητων επεισοδίων. Και ίσως κανένας άλλος ηθοποιός δεν είναι πιο στενά συνδεδεμένος με το είδος αυτό από τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο οποίος πέθανε το Σάββατο 29 Μαρτίου στη Χαβάη, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, δύο ημέρες πριν κλείσει τα 91α του χρόνια.
Εν μέρει γερμανικής καταγωγής, από την πλευρά της μητέρας του, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λος Αντζελες. Είχε θερμές σχέσεις με τη μητέρα του Ελζα φον Μπένζον, όχι όμως και με τον αλκοολικό πατέρα του Τσαρλς Τσάμπερλεν. Στα νιάτα του εργάστηκε σε ακίνητα και σε σουπερμάρκετ και στο Γυμνάσιο διακρίθηκε στον αθλητισμό.
Μάλιστα, οι καλοί βαθμοί του τού επέτρεψαν να σπουδάσει στο κολέγιο Pomona, από το οποίο πήρε πτυχίο στην Ιστορία της Τέχνης και στη Ζωγραφική, ενώ εκεί ικανοποίησε επίσης το όνειρό του να γίνει ηθοποιός, παίζοντας σε έργα του Σαίξπηρ, του Μπέρναρντ Σο και του Αρθουρ Μίλερ. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και για 16 μήνες βρέθηκε στην Κορέα, από όπου αφυπηρέτησε με τον βαθμό του λοχία το 1958.
Ο ρόλος του νεαρού ασκούμενου γιατρού Τζέιμς Κιλντέρ στη νοσοκομειακή σειρά της δεκαετίας του 1960 «Δρ Κιλντέρ», η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία και ενέπνευσε ή επηρέασε στη συνέχεια πολλές ανάλογες τηλεοπτικές σειρές, καθιέρωσε τον Τσάμπερλεν ως καρδιοκατακτητή. Εκτός όμως από σταρ της τηλεόρασης, ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν υπήρξε επίσης λαμπρός αστέρας του κινηματογράφου, του θεάτρου, ακόμη και του τραγουδιού.
Τα τέλεια χαρακτηριστικά του τον έκαναν ιδανικό πρωταγωνιστή σε αισθηματικές σαπουνόπερες αλλά εμπόδιζαν πολλούς παραγωγούς να τον φανταστούν σε πιο απαιτητικούς ρόλους, σημειώνει στον Guardian ο Ρόναλντ Μπέργκαν. Ωστόσο, χάρη στο ταλέντο και την αποφασιστικότητά του πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες και σε θεατρικά έργα, παράλληλα με τις τηλεοπτικές δουλειές του.
Οταν επέστρεψε από την Κορέα, ο Τσάμπερλεν σπούδασε υποκριτική πλάι στον Τζεφ Κόρεϊ, έναν καρατερίστα που μπήκε στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ από την παντοδύναμη Κοινοβουλευτική Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων και στη συνέχεια, όπως έγραψε ο Ντάγκλας Μάρτιν στο αφιέρωμά του στους New York Times, δίδαξε υποκριτική, με την Κάρολ Μπερνέτ, τον Τζακ Νίκολσον και τον Τζέιμς Ντιν επίσης ανάμεσα στους μαθητές του.
Αν και η μέθοδος Στανισλάβσκι, την οποία δίδασκε ο Κόρεϊ, δεν είναι άμεσα εμφανής στις ερμηνείες του Τσάμπερλεν, ο ηθοποιός ισχυρίστηκε ότι εκείνος του έμαθε πώς να αξιοποιεί τα συναισθήματα και την ψυχή του. Εκείνη την εποχή, γράφει ο Μπέργκαν στον Guardian, ο Τσάμπερλεν πάλευε με το γεγονός ότι έπρεπε να «ζει ένα ψέμα» για τη σεξουαλικότητά του.
Το 1959, ο Τσάμπερλεν, ο Λέοναρντ Νίμοϊ (ο Σποκ της σειράς «Σταρ Τρεκ») και ο Βικ Μόροου (πρωταγωνιστής στη σειρά «Combat!», 1962-1967, του ABC, αλλά και ο σερίφης στην ταινία του Τζον Χιουζ «Η πρόστυχη Μαίρη και ο τρελός Λάρυ», 1974) ήταν μεταξύ των ιδρυτών του Company of Angels, ενός θεάτρου ρεπερτορίου στο Λος Αντζελες.
Παράλληλα, δε, με τους θεατρικούς ρόλους του, ο Τσάμπερλεν άρχισε να παίζει και σε τηλεοπτικές σειρές και σε κινηματογραφικές ταινίες, με πρώτες τις «The Secret of the Purple Reef» (1960), ένα θρίλερ χαμηλών τόνων και χαμηλού προϋπολογισμού που γυρίστηκε στο Πουέρτο Ρίκο, και «Ουλαμός εκδικητών» («A Thunder of Drums», 1961), ένα γουέστερν όπου πέρασε μάλλον απαρατήρητος ως νεαρός αξιωματικός του ιππικού.
Στη συνέχεια ήρθε ο ρόλος του δρ Κιλντέρ, για τον οποίο ο Τσάμπερλεν επιλέχθηκε ανάμεσα σε 35 υποψήφιους. Στο πρώτο επεισόδιο ο επικεφαλής γιατρός δρ Λέοναρντ Γκιλέσπι (Ρέιμοντ Μάσεϊ) λέει στον νεαρό Τζέιμς Κιλντέρ (Τσάμπερλεν), που ήταν ασκούμενος στο γενικό νοσοκομείο Blair: «Η δουλειά μας είναι να κρατάμε τους ανθρώπους ζωντανούς, όχι να τους λέμε πώς να ζήσουν». Ο Κιλντέρ, ωστόσο, θα αγνοήσει τις συμβουλές του, θέτοντας έτσι τη βάση για το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής στα επόμενα 190 επεισόδια των πέντε σεζόν.
Το 1962, με τη δημοτικότητά του στο αποκορύφωμά της, ηχογράφησε το «Three Stars will Shine Tonight», το μουσικό θέμα της σειράς, που έγινε αμέσως επιτυχία. Αποκαλύφθηκε, λοιπόν, ότι ο Τσάμπερλεν είχε ωραία φωνή και για τραγούδι, την οποία θα χρησιμοποιούσε σε πολλά σινγκλ και ένα άλμπουμ, το «Richard Chamberlain Sings» (1962), και πολύ αργότερα πρωταγωνιστώντας σε θεατρικά μιούζικαλ, όπως τα «My Fair Lady» (1993), «The Sound of Music» (1998), «Scrooge» (2004), «The King and I» (2006) και «Monty Python’s Spamalot» (2009).
Οταν τελείωσε η σειρά «Δρ Κιλντέρ», ο Τσάμπερλεν αποφάσισε να αποδείξει ότι δεν ήταν απλώς ένα όμορφο πρόσωπο, εμφανιζόμενος σε δύο καλοκαιρινές παραγωγές, «The Philadelphia Story» και «Private Lives» (και οι δύο το 1966).
Στη συνέχεια, όπως γράφει το περιοδικό Time, πήγε στην Αγγλία, άφησε τα βαμμένα ξανθά μαλλιά του να μακρύνουν στο φυσικό καστανό τους χρώμα, έκανε μαθήματα φωνητικής και εργάστηκε για τρία χρόνια στη βρετανική τηλεόραση, στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Η εξαιρετική ερμηνεία του Ραλφ Τουσέτ στη μίνι σειρά έξι επεισοδίων του BBC «Το πορτέτο μιας κυρίας» (1968), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς, έγινε η αφορμή να τον προσέξει ο Πίτερ Ντιους, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Ρεπερτορίου του Μπέρμιγχαμ, ο οποίος του έδωσε την ευκαιρία να παίξει «Αμλετ» το 1969.
Το έργο ανέβηκε για πεντέμισι εβδομάδες και ήταν sold-out ενώ απέσπασε και θετικές κριτικές, σημειώνει στον Guardian ο Ρόναλντ Μπέργκαν. Ηταν ο πρώτος Αμερικανός που τόλμησε να υποδυθεί τον Αμλετ στη Βρετανία μετά τον Τζον Μπάριμορ, και οι βρετανοί κριτικοί που έσπευσαν στο θέατρο το βράδυ της πρεμιέρας έτοιμοι να τον κατακρεουργήσουν έπαθαν σοκ: ήταν εξαιρετικός.
Οι Times, για παράδειγμα, έγραψαν το επόμενο πρωί: «Οποιος έρχεται να δει αυτή την παραγωγή προετοιμασμένος να κοροϊδέψει στη θέα ενός δημοφιλούς αμερικανού τηλεοπτικού ηθοποιού, του Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, που υποδύεται τον Αμλετ, θα απογοητευθεί βαθιά». Η ίδια ευχάριστη έκπληξη περίμενε και τους τηλεθεατές του NBC την επόμενη Τρίτη, όταν το «Hallmark Hall of Fame» μετέδωσε τον «Αμλετ» του Τσάμπερλεν. Η Daily Mail σχολίασε ότι «το ταραγμένο πνεύμα του δρ Κιλντέρ μπορεί, επιτέλους, να ξεκουραστεί. Στον κύριο Τσάμπερλεν δεν έχουμε κακό ηθοποιό»…
Στο σινεμά μεταμορφώθηκε σε έναν ευγενή Οκταβιανό Καίσαρα (ανιψιό του Ιούλιου Καίσαρα, τον οποίο υποδύθηκε ο Τσάρλτον Ιστον) στην κινηματογραφική μεταφορά του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα» (1970) και έναν εντυπωσιακό λόρδο Βύρωνα, εραστή της λαίδης Καρολάιν, στο επικό δράμα «Lady Caroline Lamb» (1973).
Επιπλέον, ως ομοφυλόφιλος Τσαϊκόφσκι στο «The Music Lovers» (1971) του Κεν Ράσελ μπόρεσε επιτέλους να εκφράσει κάτι από τη δική του αγωνία και τη σεξουαλική του απελευθέρωση. Εκείνη την εποχή ήταν ανοιχτό μυστικό της σόουμπιζ ότι ο Τσάμπερλεν είχε ερωτική σχέση με τον αμερικανό ηθοποιό Γουέσλι Γιουρ, σημειώνει ο Ρόναλντ Μπέργκαν στον Guardian, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε ακόμη να το παραδεχτεί.
Τη δεκαετία του 1970 έπαιξε τον Αραμη στους «Τρεις Σωματοφύλακες» (1973) και στους «Τέσσερις Σωματοφύλακες» (1974), τον γοητευτικό πρίγκιπα στη «Σταχτοπούτα και το Τριαντάφυλλο» (1976), ενώ επίσης εμφανίστηκε στην ταινία καταστροφής «Ο πύργος της Κολάσεως» (1974) και στο φιλμ τρόμου «Το Σμήνος» (1978). Ηταν όλες επιτυχημένες εμπορικά, αλλά σχεδόν χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τον ίδιο.
Ξεχώρισε, όμως, με την ερμηνεία του στο δράμα «The Last Wave» (1977) του Πίτερ Γουίαρ, που γυρίστηκε στην Αυστραλία. Σε αυτό υποδύθηκε τον Ντέιβιντ Μπάρτον, έναν δικηγόρο από τον χρηματομεσιτικό τομέα ο οποίος είχε αναλάβει εθελοντικά την υπεράσπιση μια ομάδας γηγενών Αβορίγινων κατηγορούμενων για φόνο ομοφύλου τους.
Στο μεταξύ ο Τσάμπερλεν είχε κάνει ένα θριαμβευτικό ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ με τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» (1976-77), ένα από τα κορυφαία έργα του Τενεσί Γουίλιαμς, στο θέατρο «Circle in the Square». Εκείνη την εποχή ξεκίνησε και η σχέση του με τον Μάρτιν Ράμπετ, επίσης ηθοποιό και βοηθό παραγωγής στο έργο, που οδήγησε σε σύμφωνο συμβίωσης στο κράτος της Χαβάης, όπου το ζευγάρι έζησε από το 1986. Παρέμειναν μαζί μέχρι το 2010, οπότε ο Τσάμπερλεν επέστρεψε στο Λος Αντζελες για να προωθήσει την καριέρα του, αλλά αργότερα επανασυνδέθηκαν και έζησαν παρέα μέχρι τον θάνατό του.
Τη δεκαετία του 1980 ο Τσάμπερλεν καθιερώθηκε και πάλι στην τηλεόραση, κερδίζοντας τον τίτλο του «βασιλιά της μίνι σειράς», αρχικά με τη σειρά «Σογκούν» (1980), που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κλάβελ (1975). Ο Τσάμπερλεν υποδύθηκε τον Τζον Μπλάκθορν, έναν άγγλο πλοηγό-ταγματάρχη που προσπαθεί να κερδίσει την αποδοχή στην Ιαπωνία των αρχών του 17ου αιώνα. Μακρυμάλλης και με μαύρη γενειάδα, κράτησε τη δική του θέση ανάμεσα σε ένα καστ εξαιρετικών ιαπώνων ηθοποιών, μεταξύ των οποίων και ο Τοσίρο Μιφούνε.
Στη μίνι σειρά του ABC «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» (1983) ο Τσάμπερλεν ήταν ο ωραίος και σέξι Ραλφ ντε Μπρικασάρ, ο νεαρός ρωμαιοκαθολικός ιερέας που συνάπτει ένα βασανισμένο, παράνομο ειδύλλιο με τη Μέγκι Κλίρι (Ρέιτσελ Γουόρντ) στη Νότια Ουαλία της Αυστραλίας. Η τηλεοπτική μεταφορά δεν άρεσε καθόλου στην Κολίν Μακάλαφ, την αυστραλιανή συγγραφέα του ομώνυμου μπεστ σέλερ. «Ηταν στιγμιαίος εμετός!» είχε δηλώσει. Παρ’ όλα αυτά, η δεκάωρη σειρά των τεσσάρων επεισοδίων, κόστους 23 εκατ. δολαρίων, έγινε μια από τις τηλεοπτικές σειρές με τις περισσότερες προβολές όλων των εποχών.
Τις επόμενες δεκαετίες ο Τσάμπερλεν συνέχισε να κινείται μεταξύ κινηματογράφου, τηλεόρασης και θεάτρου, και να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο Λος Αντζελες και τη Χαβάη, όπου ζούσε μόνιμα ο σύντροφός του Μάρτιν Ράμπετ. Εμφανίστηκε ως guest star στην κωμική τηλεοπτική σειρά «Will & Grace» (2005) και ο τελευταίος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στο θρίλερ «Finding Julia» (2019), όπου υποδύθηκε τον Ιγκόρ, έναν διάσημο δάσκαλο υποκριτικής. Δίπλα του μαθήτευε η Τζούλια Σαμονί (Χα Φουόνγκ), η οποία, στοιχειωμένη από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της, διάσημης ηθοποιού και τραγουδίστριας στο Βιετνάμ, δεν μπορούσε να απολαύσει τα προνόμια της ζωής που της προσέφερε ο πατέρας της (Αντριου ΜακΚάρθι).
Τον Δεκέμβριο του 1989 το γαλλικό γυναικείο περιοδικό Nous Deux αποκάλυψε τη σεξουαλική ταυτότητα του Τσάμπερλεν (τότε ήταν 55 ετών), αλλά ο ίδιος μόλις το 2003 παραδέχτηκε δημόσια την ομοφυλοφιλία του. Στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Shattered Love», που κυκλοφόρησαν εκείνη τη χρονιά, ο αμερικανός ηθοποιός αναφέρθηκε στην απέχθειά του για τον εαυτό του επειδή δεν ήταν αληθινός απέναντί του, προσπαθώντας να προστατεύσει την εικόνα του ειδώλου που υπήρξε. Αλλά, όπως έγραψε, μόλις παραδέχτηκε τον σεξουαλικό προσανατολισμό του «συμφιλιώθηκε, επιτέλους, με τη ζωή».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Γράψτε σχόλιο στο: Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο πιο συναρπαστικός ήρωας της σαπουνόπερας
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.