Η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων –με στόχο να τρομάξουν οι χώρες της Δύσης, ώστε να περιορίσουν ή και να διακόψουν τη στρατιωτική συνδρομή του Κιέβου– είναι μια τακτική που άρχισε να εφαρμόζει το Κρεμλίνο μόλις λίγους μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Αρχικά, τον πυρηνικό μπαμπούλα ανέλαβε να τον επισείει ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, καθώς και πιστός σύμμαχος του Πούτιν, επαναλάμβανε τακτικά και χωρίς περιστροφές τις όποιες πυρηνικές απειλές, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο το Κρεμλίνο ανακοίνωσε πως σχεδίαζε να αναθεωρήσει επίσημα το πυρηνικό του δόγμα, εγκαταλείποντας την αποκαλούμενη «ισορροπία του τρόμου», που εξασφαλιζόταν μέσω του ψυχροπολεμικού Δόγματος της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (MAD).
Τότε ο ρώσος πρόεδρος είχε πει ότι στο εξής μια επίθεση από ένα μη πυρηνικό κράτος εναντίον της Ρωσίας με την αρωγής μιας πυρηνικής δύναμης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «κοινή επίθεση», άρα το Κρεμλίνο θα μπορούσε να αντιδράσει ακόμη και με τη χρήση πυρηνικών όπλων. Και την περασμένη Τρίτη, έπειτα από 1.000 ημέρες πολέμου στην Ουκρανία, ο επικεφαλής του Κρεμλίνου, αντιδρώντας στο πρώτο ουκρανικό πλήγμα με αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εντός της Ρωσίας, ενέκρινε τελικά την αναθεώρηση, θέτοντας νέους όρους υπό τους οποίους η Μόσχα θα εξετάζει το ενδεχόμενο χρήσης του πυρηνικού της οπλοστασίου.
Η απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν να προβεί, τελικά, στην αναθεώρηση του πυρηνικού δόγματος της Ρωσίας, καθιστώντας τρόπον τινά πιο πιθανή τη χρήση πυρηνικών όπλων, «οδηγεί τη στρατηγική του φόβου κατά του ΝΑΤΟ στα άκρα και καταδεικνύει την προθυμία του ρώσου προέδρου να αμφισβητήσει ανοικτά τον νεοεκλεγέντα Ντόναλντ Τραμπ στο πιο επικίνδυνο από όλα τα πεδία» γράφει σε ανάλυσή του ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica. Σύμφωνα με τον έμπειρο ιταλό δημοσιογράφο, για να κατανοήσουμε τι ώθησε τον Πούτιν να παίξει το πυρηνικό χαρτί, χρειάζεται να έχουμε κατά νου δύο στοιχεία που συγκλίνουν: «Πώς λειτουργεί το μυαλό του και ποια είναι τα συμφέροντά του».
Οσο για το μυαλό του Πούτιν, ο Μολινάρι επικαλείται τον Νατάν Σαράνσκι, έναν εβραίο πρώην σοβιετικό αντιφρονούντα που πέρασε εννέα χρόνια σε σοβιετικές φυλακές και σωφρονιστικές αποικίες πριν απελευθερωθεί, τελικά, το 1986, σε μια ανταλλαγή κρατουμένων (χάρη σε μια συμφωνία του Ρίγκαν με τον Γκορμπατσόφ). Μετανάστευσε στο Ισραήλ, όπου ανέλαβε πολλάκις χρέη υπουργού, καθώς και εκτελεστικού προέδρου της Εβραϊκής Οργάνωσης για το Ισραήλ, της μεγαλύτερης εβραϊκής ΜΚΟ στον κόσμο.
«Οπως όλοι οι ρώσοι ηγέτες, ο Πούτιν χρησιμοποιεί τον φόβο ως όργανο εξουσίας, καταφεύγοντας στη βία κατά των αντιφρονούντων για να τους φιμώσει, στα όπλα κατά της Ουκρανίας για να την υποτάξει, και την πυρηνική απειλή κατά της Δύσης για να τη διχάσει και να την αναγκάσει να οπισθοχωρήσει», ενώ –σύμφωνα πάντα με τον Σαράνσκι– «το μοναδικό αποτελεσματικό όπλο κατά χρήσης του φόβου από το Κρεμλίνο είναι η αφοβία».
Οσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα, τα συμφέροντα του Πούτιν, το αξιοσημείωτο, κατά τη γνώμη του Μολινάρι, είναι πως ο τρόπος που αντιμετωπίζει την Ουάσινγκτον ο ρώσος πρόεδρος προσομοιάζει αρκετά με τη γενικότερη στάση του πρώην και του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ. Πράγματι, ο Τραμπ έχει ένα στυλ στις διαπραγματεύσεις, που ορίζεται από τους στενότερους συνεργάτες του ως συναλλακτικό (transactional), με τον αρθρογράφο της Repubblica να κάνει λόγο για έναν συνδυασμό αποφασιστικής ηγεσίας, συγκρουσιακής διάθεσης και επιθετικής επικοινωνίας.
«Οπως ακριβώς συμβαίνει και στις σκληρές διαπραγματεύσεις που χαρακτηρίζουν την αγορά ακινήτων της Νέας Υόρκης, όπου γαλουχήθηκε: εν ολίγοις ο Τραμπ απειλεί τον ομόλογό του μέχρι να καταλήξει σε συμβιβασμό ικανοποιητικό για τα συμφέροντά του, και ο Πούτιν, με την πυρηνική πρόκληση, δείχνει ότι είναι έτοιμος να παίξει στο ίδιο τραπέζι με παρόμοια μέθοδο» γράφει ο Μολινάρι.
Στην παρούσα φάση αποδέκτης της απειλής του Κρεμλίνου είναι, φυσικά, ο Τζο Μπάιντεν αλλά απευθύνεται και στον διάδοχό του, θέτοντας στο τραπέζι δύο διαμετρικά αντίθετα δεδομένα: την προθυμία του Πούτιν να διερευνήσει πιθανά ανοίγματα του Τραμπ με στόχο τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και την αποφασιστικότητα του ίδιου του Πούτιν να χρησιμοποιήσει το πυρηνικό του οπλοστάσιο αν αισθανθεί ότι απειλείται η χώρα του.
«Είναι η αρχή μιας απρόβλεπτης και σκληρής διελκυστίνδας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, της οποίας η έκβαση μπορεί να καθοριστεί μόνο από τους πρωταγωνιστές της: μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα Γιάλτα, επαναπροσδιορίζοντας τις σφαίρες επιρροής στην Ευρώπη, στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να μπει τέλος στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις, όπως ακριβώς θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ δύο ηγετών που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να επικρατήσουν του αντιπάλου τους» σχολιάζει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Οσον αφορά τη χρονική περίοδο που συμβαίνουν όλα αυτά, όπως αποκαλύπτουν Δυτικές διπλωματικές πηγές, στην Ουάσινγκτον επικρατεί η εντύπωση ότι κατά τη συνάντηση Μπάιντεν-Τραμπ στις 13 Νοεμβρίου στον Λευκό Οίκο επιτεύχθηκε μια σύγκλιση απόψεων των δύο αμερικανών προέδρων, με κοινό στόχο τον τερματισμό των πολέμων τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή έως την 20ή Ιανουαρίου, ημέρα που ο Τραμπ θα αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του, ούτως ώστε ο απερχόμενος πρόεδρος να φύγει με το κεφάλι ψηλά και ο δεύτερος να αρχίσει να κυβερνά δίχως το βάρος δύο πολέμων.
Ο ιταλός αρθρογράφος θυμίζει πως κάτι ανάλογο είχε επιτευχθεί κατά τη μετάβαση της εξουσίας από τον Κάρτερ στον Ρίγκαν, με τις δύο ομάδες να συνεργάζονται με στόχο την απελευθέρωση (στις 20 Ιανουαρίου 1981, ημέρα ορκωμοσίας του Ρίγκαν) των 53 αμερικανών ομήρων που κρατούνταν επί 444 ημέρες στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη από το νεοσύστατο καθεστώς των αγιατολάδων.
Το να έφτασαν αυτές οι φήμες έως τη Μόσχα κάθε άλλο παρά απίθανο είναι, κάτι που επιτρέπει στον Μολινάρι να υποθέσει πως ο Πούτιν θα μπορούσε να είναι πια ακόμη πιο πεπεισμένος ότι, παίζοντας το πυρηνικό χαρτί του φόβου, θα μπορούσε να κερδίσει αυτό το άκρως ριψοκίνδυνο στοίχημα σε βάρος όχι ενός, αλλά δύο προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News