Τις προηγούμενες ημέρες η Meta αναγνώρισε ότι πρέπει να κάνει περισσότερα για την προστασία των εφήβων στο Instagram και ανακοίνωσε ότι θα λανσάρει ειδικούς λογαριασμούς για ανηλίκους. Οι εν λόγω λογαριασμοί θα είναι ιδιωτικοί από προεπιλογή, οι ανήλικοι χρήστες τους θα μπορούν να λαμβάνουν μηνύματα μόνο από λογαριασμούς που ακολουθούν ή με τους οποίους είναι ήδη συνδεδεμένοι, ενώ οι ρυθμίσεις ευαίσθητου περιεχομένου θα είναι οι αυστηρότερες διαθέσιμες.
Οι ανήλικοι θα λαμβάνουν επίσης ειδοποιήσεις εάν παραμένουν στο Instagram για περισσότερα από 60 λεπτά (αλλά θα μπορούν να τις αγνοούν), ενώ πρόκειται να ενεργοποιηθεί και μια «λειτουργία ύπνου» που θα απενεργοποιεί τις ειδοποιήσεις και θα αποστέλλει αυτόματες απαντήσεις σε μηνύματα από τις δέκα το βράδυ έως τις επτά το πρωί. Ωστόσο όλες αυτές οι ρυθμίσεις θα μπορούν να απενεργοποιηθούν απευθείας από παιδιά ηλικίας 16 και 17 ετών, και με γονική συναίνεση για ανηλίκους κάτω των 16 ετών.
Μέσω αυτής της πρωτοβουλίας, μια από τις πιο σημαντικές ψηφιακές εταιρείες στον κόσμο επιδιώκει να απαντήσει στις κατηγορίες ότι έχει δημιουργήσει μια εθιστική τεχνολογία, που μπορεί να βλάψει ιδιαίτερα τα παιδιά και τους εφήβους (στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η Γενική Εισαγγελέας της Νέας Υόρκης, Λετίσια Τζέιμς, εργάζεται για την προώθηση ενός πολιτειακού νόμου που θα περιορίζει την πρόσβαση των παιδιών στα κοινωνικά δίκτυα όταν ελλοχεύει κίνδυνος εθισμού).
To ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να καταστούν επιβλαβή, το πιστεύουν πολλοί. Παραδόξως, όμως, το σκέφτονται και οι αποκαλούμενοι «ψηφιακοί ιθαγενείς»: σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε ο αμερικανός κοινωνικός ψυχολόγος Τζόναθαν Χάιτ, ο οποίος μελετά τις επιπτώσεις των έξυπνων κινητών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ψυχική υγεία, σχεδόν οι μισοί (45%) από όσους ανήκουν στη Γενιά Ζ, είναι δηλαδή μεταξύ 12 και 25 ετών, δεν θα ήθελαν τα παιδιά τους να έχουν smartphone πριν φτάσουν στην ηλικία των 13-14 ετών.
«Αυτές οι μηχανές δεν είναι αντάξιες των ανθρώπων που αγαπώ»
Σε κείμενό του στους New York Times (το οποίο συνυπογράφει ο δημοσκόπος Γουίλ Τζόνσον του Harris Poll) ο αμερικανός επιστήμονας σημειώνει ότι μόνο μια μειοψηφία ψηφιακών ιθαγενών λυπάται για την ύπαρξη του YouTube (15%), του Netflix (17%), του διαδικτύου (17%), των εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων (19%) και των smartphones (21%). Αλλά πολλοί περισσότεροι ήθελαν να μην είχαν εφευρεθεί ποτέ τα πιο εθιστικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Το 34% θα ήθελε να μην υπήρχε το Instagram, το 37% το Facebook, το 43% το Snapchat, το 47% TikTok και το 50% το X.
Ωστόσο σήμερα είναι πρακτικά αδύνατο να αποφύγουμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της Γης χρησιμοποιούν κάποιο social, ενώ ακόμη περισσότεροι είναι οι χρήστες έξυπνων κινητών. Μεταξύ αυτών, ωστόσο, δεν συγκαταλέγεται η διάσημη βρετανίδα συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ, η οποία εξήγησε τη μεγάλη της άρνηση να αποκτήσει smartphone, συνομιλώντας με τον δημοσιογράφο των New York Times Εζρα Κλάιν.
«Οι απόψεις των άλλων είναι σημαντικές για μένα, όπως είμαι σίγουρη ότι είναι σημαντικές για όλους. Σκεπτόμενη όμως ότι θα εκτίθεμαι σε αυτές τις απόψεις κάθε δευτερόλεπτο της κάθε μέρας, ότι θα πρέπει να παρουσιάζω τη ζωή μου σε άλλους ανθρώπους με μια διαφορετική μορφή από αυτή που υπάρχει κάθε μέρα, σαν μια μιντιακή προβολή, αδυνατώ να φανταστώ πώς θα ήταν το μυαλό μου, πώς θα ήταν τα βιβλία μου, πώς θα ήταν οι σχέσεις μου, πώς θα ήταν η σχέση μου με τα παιδιά μου» είπε.
Η Σμιθ υποστηρίζει επίσης ότι όλοι όσοι γνωρίζει είναι διαφορετικοί σε σχέση με πριν το 2008, τη χρονιά που άρχισε σταδιακά η διάδοση των smartphones και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με μπροστάρη το Facebook. Δεν τάσσεται κατά της τεχνολογίας αυτής καθαυτής, αλλά θα ήθελε οι άνθρωποι να γνώριζαν καλύτερα τις επιπτώσεις της. «Ολα τα μέσα σε αλλάζουν» είπε. «Τα βιβλία σε αλλάζουν, η τηλεόραση σε αλλάζει, το ραδιόφωνο σε αλλάζει. Η κοινωνική ζωή ενός χωριού του 16ου αιώνα σε αλλάζει. Το ερώτημα όμως είναι: ποιος θέλεις να σε αλλάξει και πόσο; Αυτή είναι η μοναδική μου ερώτηση. Και όταν κοιτάζω τους ανθρώπους που σχεδίασαν αυτά τα πράγματα –τι θέλουν, ποιοι είναι οι στόχοι τους, τι πιστεύουν ότι είναι ή πρέπει να είναι ένας άνθρωπος–, βλέπω πως αυτές οι μηχανές δεν είναι αντάξιες των ανθρώπων που ξέρω και αγαπώ. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορώ να το θέσω».
«Συστήματα τροποποίησης συμπεριφοράς»
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη Ζέιντι Σμιθ, είναι η απόλυτη διάδοση, ή μάλλον η απόλυτη κυριαρχία των smartphones. «Ολα τα μέσα επικοινωνίας στο παρελθόν είχαν μια μερική ικανότητα να αιχμαλωτίζουν την προσοχή των ανθρώπων. Αυτό που με σοκάρει και που πιστεύω ότι αποτελεί μια αλλαγή παραδείγματος, είναι πως το συγκεκριμένο είναι ολοκληρωτικό. Οταν μπαίνω σε ένα τρένο το πρωί και κοιτάζω ένα βαγόνι, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να σηκώνει τα μάτια από το τηλέφωνό του. Η ερώτησή μου είναι “τι συμβαίνει όταν είναι όλοι εκεί;” Δεν πρόκειται μόνο για ένα μέσο επικοινωνίας, αλλά και για τον τρόπο που εργαζόμαστε και ζούμε. Τι συμβαίνει όταν μπαίνεις στο μέσο επικοινωνίας και η ζωή σου είναι δομημένη με αυτόν τον τρόπο;»
Αρα το πρόβλημα δεν είναι τόσο το περιεχόμενο, όσο η δομή, το γεγονός ότι σήμερα σχεδόν όλες οι εμπειρίες μας βιώνονται πλέον μέσω των έξυπνων κινητών, τα οποία η Ζέιντι Σμιθ χαρακτηρίζει «συστήματα τροποποίησης συμπεριφοράς».
«Κατά κάποιο τρόπο η τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τη θρησκεία. Κάποτε ήταν ο παπάς στο εξομολογητήριο, που σου έλεγε τι έπρεπε να κάνεις στο όνομα μιας κοινής και αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Σήμερα είναι η εφαρμογή εκείνη που ρυθμίζει τον ύπνο, ενώ υπάρχουν εφαρμογές για τη σωματική άσκηση, τη διατροφή και την εμμηνόρροια. Οι χάρτες της Google, που μας λένε ποιον δρόμο να ακολουθήσουμε, το Instagram, το TikTok και το X μάς λένε τι και ποιον να θέλουμε και πώς να σκεφτόμαστε. Για πολλούς θεωρείται φυσιολογικό να ρωτούν το ChatGPT ποια ταινία να δουν, πού να πάνε διακοπές, ακόμα και τι υλικά να βάλουν στην πίτσα τους» γράφει η Eλενα Τεμπάνο της Corriere della Sera.
«Φυσικά, όλα αυτά τα συστήματα δεν ελέγχονται από μια κεντρική αρχή. Είναι, προφανώς, πολύ πιο δημοκρατικά. Αλλά ανταποκρίνονται σε μια κοινή λογική –του κέρδους, του viral και του engagement– και εκμεταλλεύονται βασικά συναισθήματα για να μας κάνουν να αφιερώνουμε όλο και περισσότερο χρόνο στις συσκευές μας. Υπό αυτή την έννοια, η τεχνολογία είναι πλέον η κυρίαρχη ιδεολογία, με την έννοια που έδωσε ο Μαρξ στον όρο: ένα σύστημα αξιών και αναπαραστάσεων τόσο ριζωμένο ώστε το θεωρούμε δεδομένο, νομίζουμε ότι είναι αντικειμενική και “φυσική” πραγματικότητα. Αντιθέτως, όπως όλα, είναι αποτέλεσμα αξιών και επιλογών» προσθέτει η ιταλίδα αρθρογράφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News