Πιο πρόσφατο κρούσμα, μέχρι τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στάθηκε το βίντεο που δείχνει τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι σε καρότσι, να μιλάει για τη σκηνή με το βούτυρο στην ταινία-φετίχ «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (1972). Φυσικά ήταν γνωστή η ιστορία με το βούτυρο. Η Μαρία Σνάιντερ είχε μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτή τη σκηνή, το 2007, στην εφημερίδα Daily Mail. Τότε, είχε βγει πια από τα ναρκωτικά και διατεινόταν ότι είχε βρει συναισθηματική ισορροπία στην ομοφυλοφιλία.
Στα ναρκωτικά έπεσε διότι: Όταν γυρίστηκε η ταινία του Μπερτολούτσι ήταν 19 ετών. Όταν ενημερώθηκε για τη νέα, εκτός σεναρίου, σκηνή του παρά φύσιν βιασμού, ήταν το ίδιο πρωί των γυρισμάτων ‒ «δεν θα είναι στ΄αλήθεια, ταινία είναι» την καθησύχασε ο Μάρλον Μπράντο. Όταν την έπεισαν τελικά, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, να συμφωνήσει δεν ήξερε τίποτα για το βούτυρο – τους είχε έρθει η ιδέα το ίδιο πρωί όταν οι δύο άντρες έτρωγαν μαζί πρωινό. Όταν η Μαρία Σνάιντερ είδε τον Μπράντο να παίρνει το βούτυρο με το χέρι του για να το χρησιμοποιήσει όπως ξέρουμε η κάμερα ήταν αναμμένη κι εκείνη σκεφτόταν πως αν χαλούσε τη σκηνή δεν θα ξαναέβρισκε ποτέ δουλειά. Κάθισε λοιπόν και τη βίασε ο 48άρης σούπερ σταρ για χάρη της τέχνης. Και μετά όταν προβλήθηκε η ταινία συνειδητοποίησε πως όποιος την έβλεπε στον δρόμο τη θεωρούσε και της συμπεριφερόταν σαν νυμφομανή με ιδιαίτερη προτίμηση στο βούτυρο.
Βεβαίως όλα αυτά ήταν γνωστά. Αν κάποιος, μία μέρα πριν την πρόσφατη έκρηξη επίμαχου βίντεο που εικονίζει τον Μπερτολούτσι να ομολογεί, έκανε τον κόπο να μπει στο Wikipedia και να διαβάσει το λήμμα Μαρία Σνάιντερ θα τα ξαναθυμόταν ή θα τα έβλεπε μπροστά του.
Όμως αφορμή για όλα στάθηκε η ανάσυρση της προ τριετίας συνέντευξης του Μπερτολούτσι (2013), στην οποία ο ίδιος ομολογεί πως δεν μετανιώνει για το ψέμα που είπε μαζί με τον Μπράντο στη Μαρία Σνάιντερ (διότι αυτό το έκανε για καλλιτεχνικούς λόγους) αλλά νιώθει τύψεις. Μ’ άλλα λόγια ο σκηνοθέτης δεν εμπιστευόταν την υποκριτική ικανότητα της Σνάιντερ για τη σκηνή και προτίμησε να τη γυρίσει στ’ αλήθεια, υπολογίζοντας, σωστά, ότι η 19χρονη ηθοποιός δεν θα τολμούσε να αντιδράσει.
Η αντίδραση του Χόλιγουντ ήταν πάντως αυτή τη φορά ακαριαία. Οι ηθοποιοί Τζέσικα Τσάστεϊν, Εβαν Ρέιτσελ Γουντ, Κρις Εβανς και η σκηνοθέτιδα Αβα Ντιβερνέ δήλωσαν αηδιασμένες στο Twitter ότι δεν θα ξαναδούν αυτή την ταινία που γενικώς θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης. Ανάμεσά τους και η ηθοποιός Αννα Κέντρικ ήταν η μόνη που έγραψε πως όλα αυτά ήταν γνωστά εδώ και 10 χρόνια τουλάχιστον.
Προφανώς καλά κάνουν οι ηθοποιοί που αντιδρούν – κάλιο αργά παρά ποτέ. Κι αν δεν ζούσαμε στην εποχή του viral μπορεί να μην ασχολούμασταν σήμερα με αυτό το θέμα και μπορεί κι όλες αυτές οι διασημότητες να μην έπαιρναν καμία θέση δημοσίως για τον on camera βιασμό της μακαρίτισσας (η Σνάιντερ πέθανε από καρκίνο το 2011).
Όμως αυτό το κύμα ηλεκτρονικής διαμαρτυρίας μάλλον συνδέεται άμεσα με αυτό που διαδόθηκε έντονα μέσα στη χρονιά που διανύουμε και το οποίο προβάλει τον γραπτό λόγο ως τον πιο σύγχρονο τρόπο αντίδρασης σε ό,τι καταπιέζει και πλήττει τις γυναίκες.
Η Τζένιφερ Λόρενς ήταν από τις πρώτες διαμαρτυρόμενες. «Γιατί βγάζω λιγότερα από τους συμπρωταγωνιστές μου;» τιτλοφορείται η επιστολή που δημοσίευσε τον Οκτώβριο του 2015 στο μπλογκ της φίλης της, σκηνοθέτιδας και δημιουργού της σειράς «Girls», Λένα Ντάναμ. Στις 10 Νοεμβρίου, η Λόρενς, επανήλθε με νέα επιστολή προς όλες τις γυναίκες, των ΗΠΑ που ψήφισαν Χίλαρι. «Μη φοβάστε, μιλήστε δυνατά» είναι ο τίτλος της νέας δημοσίευσής της στην ιστοσελίδα Broadly που απευθύνεται κυρίως σε γυναίκες.
Στο ίδιο πολιτικοποιημένο μήκος κύματος κινείται και η επιστολή που είχε αναρτήσει προ των αμερικανικών εκλογών στο Twitter η ηθοποιός Εμα Γουότσον, υπέρ της Χίλαρι Κλίντον και υπέρ του να πάνε να ψηφίσουν στις κάλπες οι αμερικανίδες πολίτες.
Οσον αφορά το έτερο μεγάλο ζήτημα, τις επιστολές για ίσες αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών σε αντίστοιχης κατηγορίας ρόλους, η επιστολή της Τζένιφερ Λόρενς, επικροτήθηκε από πολλές πρωτοκλασάτες συναδέλφους της, είτε στα social media είτε σε συνεντεύξεις που έδωσαν αμέσως μετά σε πλείστα έντυπα.
Μεταξύ των ηθοποιών που την υποστήριξαν και επιβεβαίωσαν τα γραφόμενά της είναι οι Γκουίνεθ Πάλτροου, Κέιτ Γουίνσλετ, Αμάντα Σέιφριντ, Σιένα Μίλερ, Ρούνεϊ Μάρα, Εμα Γουάτσον, Σάρον Στόουν, Τζέσικα Τσάστεϊν, Σάντρα Μπούλοκ, Κάρεϊ Μάλιγκαν. Μαζί τους και ο Μπράντλεϊ Κούπερ – πάντα υπάρχει ένας άνδρας που υποστηρίζει τις γυναίκες στο Χόλιγουντ…
Βεβαίως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που γυναίκες ηθοποιοί απαίτησαν ισοδύναμους ρόλους και ίσες αμοιβές στο Χόλιγουντ. Τη δεκαετία του 1940 σταρ αριστερών πεποιθήσεων όπως οι Ολίβια ντε Χάλιβαντ, Κάθριν Χέπμπορν, Τζούντι Χόλιντεϊ, Λένα Χορν και Ντόροθι Πάρκερ απαίτησαν ποιοτικούς ρόλους και αμοιβές αντίστοιχες με των ανδρών συναδέλφων τους, ωστόσο τα αιτήματά τους βούλιαξαν μέσα στην τρομοκρατία του Μακαρθισμού και της καταδιώκτριας των κομμουνιστών στο Χόλιγουντ, κοσμικογράφου Χέντα Χόπερ.
Η διαφορά σήμερα σε σχέση με τα ‘40s και τις ανάλογες προσπάθειες σε επόμενες δεκαετίες, είναι ο συντονισμός και η αμεσότητα που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά μέσα. Οι ηθοποιοί μιλάνε για ίσες αμοιβές και ίσες ευκαιρίες, όχι στις κινηματογραφικές εταιρείες μέσω δικηγόρων, ή με πλακάτ σε περαστικούς στον δρόμο, αλλά απευθείας σε όλες τις γυναίκες φαν τους, μέσω ίντερνετ. Κι έτσι δημιουργείται ένα είδος ηλεκτρονικού φεμινιστικού κινήματος.
Όμως οι σταρ σήμερα δεν μιλάνε μόνο για ίσες ευκαιρίες, αμοιβές και πολιτική. Μιλάνε και για θέματα πιο προσωπικά όπως η κακοποίηση – μέσα στο Χόλιγουντ ή έξω από αυτό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η επιστολή της Αμπερ Χερντ στο βρετανικό περιοδικό Porter, με τίτλο «Στις σιωπηλές αδελφές μου παντού». Η Χερντ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου από τον Τζόνι Ντεπ το περασμένο καλοκαίρι επικαλούμενη ενδοοικογενειακή κακοποίηση.
Σύμφωνα με ανοιχτή επιστολή της, και η Εβαν Ρέιτσελ Γουντ υπέστη κακοποίηση, σεξουαλική, δις. Την επιστολή έστειλε στο περιοδικό Rolling Stone μία μέρα μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.
«Δεν πιστεύω ότι ζούμε σε καιρούς που οι άνθρωποι μπορούν να παραμένουν σιωπηλοί», έγραψε. Η Εβαν Ρέιτσελ Γουντ αποκαλύπτει πως έπεσε θύμα βιασμού δύο φορές. Την πρώτη από σύντροφό της και τη δεύτερη από τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ.
«Είμαι ακόμα όρθια. Είμαι ζωντανή. Είμαι χαρούμενη. Είμαι δυνατή. Αλλά δεν είμαι ακόμα ΟΚ», έγραψε.
Όπως η ίδια διευκρινίζει ο πρώτος βιαστής, η γνωστή προσωπικότητα, είναι ένα άτομο με το οποίο διατηρούσε σχέση εκείνο τον καιρό. Δεν προσδιορίζει την ταυτότητα του βιαστή ωστόσο υπήρξε παντρεμένη με τον Τζέιμι Μπελ (2012-2014) και με τον Μέριλν Μάνσον (2007-2010). «Την πρώτη φορά δεν ήμουν σίγουρη ότι επρόκειτο περί βιασμού μέχρι που πια ήταν πολύ αργά. Και ποιος θα με πίστευε;
»Τη δεύτερη φορά ήταν λάθος μου. Έπρεπε να προβάλω μεγαλύτερη αντίσταση, αλλά φοβήθηκα. Το 2009 έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Ηταν το καλύτερο-χειρότερο πράγμα που έκανα ποτέ, επειδή δεν πέτυχε».
Επιστολές ως κίνηση αντίδρασης και αντίστασης έχουν δημοσιεύσει επίσης οι ηθοποιοί Τζένιφερ Ανινστον και Ρενέ Ζελβέγκερ. Και οι δύο μιλούν για «κακοποίηση» από τον σκανδαλοθηρικό Τύπο. Και οι δύο σταρ δημοσίευσαν τις επιστολές τους στην ιστοσελίδα Huffington Post. Η πρώτη, καταγγέλλει την καταδίωξη που υφίσταται από τον Τύπο για την προσωπική της ζωή και για το αν είναι έγκυος ή όχι και η δεύτερη για το κατακλυσμό των δημοσιευμάτων σχετικά με αποτυχημένες αισθητικές επεμβάσεις που παραμόρφωσαν το παρουσιαστικό της.
Ανάλογη επιστολή «κακοποίησης» από τον Τύπο δημοσίευσε στο Twitter η ηθοποιός και τραγουδίστρια Ρόουζ Μακγκόουαν, δίχως να κατονομάζει τους δράστες. Η επιστολή απευθύνεται σε όσους γνωρίζουν και τους καλεί να πάψουν να προωθούν τους ενόχους στη βιομηχανία του Χόλιγουντ διότι αυτό κάνει και τους ίδιους ένοχους. Στην επιστολή της καταγγέλλει τον τρόπο με τον οποίο την προσεγγίζουν και εστιάζουν πάνω στο σώμα της οι φωτογράφοι στο κόκκινο χαλί. Λέει ότι αισθάνεται σαν να υφίσταται βιασμό από τις κάμερες.
Αμέσως μετά τη δημοσίευση της επιστολής η Daily Mail έφερε στη δημοσιότητα παλιότερες φωτογραφίες της Μακγόουαν από ημίγυμνη εμφάνισή της στα Βραβεία MTV (1998), στο πλευρό του τότε συντρόφου της, Μέριλιν Μάνσον. Το δημοσίευμα της εφημερίδας λέει εν ολίγοις πως «η εν λόγω δεν δικαιούται να ομιλεί, όταν υπάρχουν τέτοια φωτογραφικά ντοκουμέντα». Και δικαιούται, άραγε, να αποφασίζει γι’ αυτό, η Daily Mail;
«Δεν θα ξαναδουλέψεις σ’ αυτή την πόλη ποτέ», τιτλοφορείται, τέλος, η επιστολή της Μίλα Κούνις, στο μπλογκ mosaik2. H ηθοποιός καταγγέλλει τις διακρίσεις υπέρ των γυναικών στο Χόλιγουντ και τον μόνιμο εκβιασμό, τον οποίο υφίσταται από το σύστημα, για σέξι εμφανίσεις και φωτογραφίες κάθε φορά που πρέπει να προωθήσουν μία ταινία τους. «Δεν θα ξαναδουλέψεις σ΄αυτή την πόλη ποτέ» της είπαν από την εταιρεία παραγωγής, όταν αρνήθηκε να ποζάρει ημίγυμνη σε ανδρικό περιοδικό για χάρη μιας ταινίας της (δεν αναφέρει ποιας ταινίας). «Φανταστείτε τι σκέφτεσαι όταν ακούς κάτι τέτοιο. Πόσο σε τρομάζει. Όμως τότε, τόλμησα και είπα για πρώτη φορά “όχι” και ξέρετε κάτι; Η ταινία πήγε καλά, και ξαναδούλεψα πολλές φορές έκτοτε σ’ αυτή την πόλη».
Όλα αυτά μπορεί να είναι απλώς και ένα νέο είδος social marketing. Προφανώς όταν κινείσαι μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να αναπτύξεις μια στενότερη σχέση με τους θαυμαστές σου και να δυναμώσεις έτσι τη δημόσια εικόνα σου, πρέπει να δώσεις και ένα είδος «τροφής» πιο προσωπικό. Πιο ανθρωπιστικό. Πιο κοινωνικό. Το να είσαι γυναίκα σούπερ σταρ και να λες στις θαυμάστριές σου ότι αδικείσαι ή ότι πάσχεις σαν κι αυτές, είναι μια ισχυρή «τροφή». Είναι ένα είδος εκδημοκρατισμού της δημόσιας εικόνας. Πώς για παράδειγμα οι πολιτικοί θέλουν πριν από τις εκλογές, με συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις στα lifestyle έντυπα, να παρουσιάσουν ένα «πιο ανθρώπινο πρόσωπο» στους ψηφοφόρους; Κάπως έτσι.
Και ποιο το τελικό κέρδος για μία νέα και ωραία σούπερ σταρ απ΄όλη αυτή την ιστορία; Σίγουρα η ενίσχυση της μακροβιότητας στον χώρο. Η σταρ που δεν παρουσιάζεται στο κοινό απλώς σαν μία κούκλα, μπορεί πλέον να διεκδικεί ρόλους και σε μεγαλύτερη ηλικία από τα 40, που ήταν πάνω κάτω το όριο τον περασμένο αιώνα. Μία σκεπτόμενη σταρ έχει μεγαλύτερη αξία από μία γλάστρα σταρ. Κάπως έτσι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News